Μπάμπης Συριόπουλος
Για μια ακόμα φορά οι δυνάμεις του συστήματος βρήκαν την ευκαιρία, με την εισβολή των τραμπιστών στο Καπιτώλιο, να κτυπήσουν τις αντιμνημονιακές μαχητικές «πλατείες». Γιατί επιμένουν τόσο; Τι φοβούνται;
Συνεχίζεται ο παραλληλισμός των γεγονότων στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον με το λαϊκό κίνημα κατά των μνημονίων στην Ελλάδα και η ταύτιση των τραμπιστών της 6ης Ιανουαρίου με τους διαδηλωτές στην πλατεία Συντάγματος κατά τη διετία ’10-‘12. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Λοβέρδο «η μάστιγα των αγανακτισμένων χτύπησε και στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ» και για τον Κώστα Μπογδάνο οι τραμπιστές «είναι οι ίδιοι που το 2011 προσπάθησαν να μπουκάρουν στη Βουλή των Ελλήνων». Εκτός από τους βουλευτές της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ μία σειρά άρθρων και περισπούδαστων αναλύσεων προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο μάγειρας και ο δολοφόνος είναι ίδιοι επειδή χρησιμοποιούν αμφότεροι μαχαίρι.
Οι αρθρογράφοι προσπερνούν τις αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις που βγάζουν μάτι. Στο Καπιτώλιο ήταν 2.000 συγκεντρωμένοι και μάλιστα με πανεθνικό κάλεσμα από τον ίδιο τον Τραμπ, στην Ελλάδα είχαμε δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές. Στα πραγματικά λαϊκά κινήματα -όπως τα κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία, στην Ελλάδα το 2010-’12, το αντιρατσιστικό κίνημα στις ΗΠΑ- οι δυνάμεις καταστολής είναι αταλάντευτες και ανελέητες, πνίγουν τις διαδηλώσεις στα χημικά, συλλαμβάνουν προληπτικά, χτυπούν, τραυματίζουν και ακρωτηριάζουν διαδηλωτές πριν ακόμα πλησιάσουν στον τελικό προορισμό τους ή και αφού διαλυθούν. Αντίθετα στο Καπιτώλιο υπήρξε προφανής ανοχή ή και ενθάρρυνση της φρουράς ή τμήματός της στους συγκεντρωμένους για την είσοδό τους στο κτίριο.
Μία αντιδραστική, ρατσιστική κινητοποίηση υπέρ μιας καταψηφισμένης κυβέρνησης εξομοιώνεται με μεγάλα λαϊκά κινήματα που διεκδικούν δημοκρατία
Πάνω απ’ όλα όμως κάνουν ότι δεν βλέπουν το χάσμα που υπάρχει όσον αφορά τους σκοπούς. Μία αντιδραστική, ρατσιστική κινητοποίηση υπέρ μιας καταψηφισμένης κυβέρνησης εξομοιώνεται με μεγάλα λαϊκά κινήματα που διεκδικούν δημοκρατία, αντιτίθενται σε αντιλαϊκές πολιτικές λιτότητας και σε αστικές στρατηγικές επιδιώξεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Για τον Γιάννη Πρετεντέρη αυτό που ενώνει την πλατεία Συντάγματος του 2011 και το Καπιτώλιο του 2020 είναι το μίσος, «μισούν ότι δεν είναι σαν κι αυτούς». Για να εγκρίνει ένα κίνημα ο κ. Πρετεντέρης θα έπρεπε να έχει στις σημαίες του την ομόνοια, τη μετριοπάθεια, τον διάλογο και τη συνεργασία με την κυβέρνηση εκτός κι αν πρόκειται για τη Βενεζουέλα ή τη Βολιβία. Ο Στάθης Καλύβας διαπιστώνει (Καθημερινή, 10/1) «κάποια στήριξη των αστυνομικών», ωστόσο «αυτή ήταν μεμονωμένη και δεν αρκεί να εξηγήσει την αποτυχημένη αστυνόμευση του Κοινοβουλίου» οπότε καταλήγει στον χαρακτηρισμό της εισβολής ως «εξέγερσης» (των 2.000!).
Πίσω απ’ όλη αυτή την ανιστόρητη και ταπεινωτική εξομοίωση των κερασφόρων ρατσιστών με ένα λαϊκό κίνημα που παρά τις ανεπάρκειές του έγινε σημείο αναφοράς παγκόσμια κρύβεται ο τρόμος που είχε καταλάβει τότε τα αστικά επιτελεία στη χώρα μας. Το φάντασμα της λαοθάλασσας που ζητούσε, ανεπίγνωστα, ανατροπή των σχεδίων του κεφαλαίου, της ΕΕ και των αστικών κομμάτων τους στοιχειώνει ακόμα. Ο Σάκης Μουμτζής ισχυρίζεται (ο.π.) ότι «το καλοκαίρι του 2015 αγγίξαμε το όριο της θεσμικής εκτροπής» αν και τότε δεν έγιναν βίαιες διαδηλώσεις, «έκτροπα» κτλ. Αυτό που ανατριχιάζει τον αρθρογράφο είναι ότι τότε η λαϊκή-εργατική πλειοψηφία -ανολοκλήρωτα, θολά και με αυταπάτες- αμφισβήτησε τον μονόδρομο της ΕΕ και των μνημονίων.
Αυτό που ταράζει τον ύπνο τους είναι το φάντασμα ενός κινήματος που δεν είχε απλά οργή κι «αγανάκτηση», μίσος και πάθος, αλλά και μορφές οργάνωσης και αλληλεγγύης, απεργίες, συνολικούς πολιτικούς πλειοψηφικούς κι ενοποιητικούς στόχους που αντιπάλευαν την καρδιά της αστικής πολιτικής. Καλά κάνουν και φοβούνται, την επόμενη φορά θα το κάνουμε καλύτερα.
Το πρόβλημα της Αριστεράς
Εγκλωβισμένη «μέσα» στο κοινοβούλιο
Ο Ριζοσπάστης (13/1) απορρίπτει την ταύτιση της «διετίας 2010-2012», την «περίοδο ανάτασης της πάλης των εργαζομένων» επικεντρώνοντας όμως στις «ομάδες προβοκατόρων, τραμπούκων φασιστών» κ.ά. καθώς και στα συνθήματα «έξω τα κόμματα» και «έξω τα συνδικάτα». Υπήρχαν όντως τραμπούκοι και προβοκάτορες καθώς και τα προαναφερόμενα συνθήματα, τα οποία βέβαια υποχώρησαν στην πορεία. Ποτέ όμως δεν κυριάρχησαν, αντίθετα αυτό που έδωσε τον τόνο ήταν η λαϊκή πάλη για «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» ενάντια στη «χούντα» των μνημονίων. Η οργή ενάντια σε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που ψήφιζε μνημόνια ενάντια στη λαϊκή βούληση ήταν του λαού και όχι των «τραμπούκων» και των «φασιστών». Το πρόβλημα είναι ότι η αριστερά τότε σ’ όλες της τις εκδοχές ήταν εγκλωβισμένη στο κοινοβούλιο, είτε στην κυβερνητική εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ με τη γνωστή κατάληξη, είτε στην μοναδική πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, αυτή της κοινοβουλευτικής ενίσχυσης του κόμματος.
Αυτό που έλειψε ήταν η ηγεμονία μιας αντίληψης που θα έβλεπε ξεκάθαρα όχι μόνο τις επιπτώσεις αλλά και τους ενόχους, όχι μόνο τα μνημόνια και την τρόικα αλλά το κεφάλαιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που δεν θα αρκούνταν στο ποιοι πρέπει να φύγουν αλλά θα έθετε και ποιοι πρέπει να έρθουν. Με λίγα λόγια αυτό που έλειψε ήταν ηγεμονία μιας αντικαπιταλιστικής πολιτικής καθώς και αυτοί που θα την υλοποιούσαν, δηλαδή ο οργανωμένος λαός εκτός και εναντίον των αστικών θεσμών.