Έφη Καραχάλιου
Μια βιογραφική ιστορία γύρω από τη σεναριακή πατρότητα του Πολίτη Κέιν σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Φίντσερ (Seven, Fight Club).
Με φόντο το Χόλιγουντ του Μεσοπολέμου, το οσκαρικό στοίχημα του Νέτφλιξ περιπλέκει τις ευαίσθητες πολιτικές και καλλιτεχνικές ισορροπίες της εποχής με αφορμή το σενάριο της ταινίας Πολίτης Κέιν. Διατηρώντας αισθητικά το ασπρόμαυρο φιλμ και όλη τη σχετική τεχνοτροπία από άποψη ήχου και σκηνοθεσίας, ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Φίντσερ δημιουργεί ένα ανοιχτό γράμμα λατρείας προς το κλασικό σινεμά. Αφορμή στάθηκε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1941 στο περιοδικό New Yorker με τίτλο «Raising Kane» που προσπαθεί να αποδώσει το αριστουργηματικό, οσκαρικό σενάριο όχι μόνο στον Όρσον Γουέλς αλλά κυρίως στον αφανή Χέρμαν Μάνκιεβιτς.
Έτσι, κινούμενο ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία (τείνοντας διαλεκτικά προς τη δεύτερη), το Mank βιογραφεί τον συν-σεναριογράφο του Πολίτη Κέιν, Χέρμαν Μάνκιεβιτς, έναν αλκοολικό σύγχρονο Δον Κιχώτη που πασχίζει μέσα στην προσωπική του κρίση να ολοκληρώσει το σενάριο για λογαριασμό του Όρσον Γουέλς. Το προσωπικό στοίχημα του Μάνκιεβιτς μοιάζει αρκετά με το στοίχημα του ίδιου του σκηνοθέτη να πραγματοποιήσει την ταινία, καθώς το σενάριο είναι βασισμένο σε αυτό που είχε γράψει ο πατέρας του πριν πεθάνει. Επίσης, η εμμονή στην αισθητική φόρμα των ταινιών του ’30 ήταν απωθητική και μάλλον αντιεμπορική για τα κινηματογραφικά στούντιο και έτσι ο Φίνσερ στράφηκε στο Νetflix, όπου μπορεί να το δουν και οι Έλληνες θεατές.
Η ίδια η παρακαταθήκη του Πολίτη Κέιν στην ιστορία του κινηματογράφου είναι αδιαμφισβήτητη. Οι αναφορές στον γερμανικό εξπρεσιονισμό και το avant-garde με το κλειστοφοβικό φως και το βάθος πεδίου στα πλάνα συγκρούστηκαν με την καθιερωμένη χολιγουντιανή σκηνοθεσία, ενώ το μακιγιάζ, η μουσική και το μοντάζ θεωρήθηκαν από τα πιο πρωτοποριακά και ευρηματικά της εποχής. Η πλοκή της ταινίας περιστρέφεται γύρω από τα τελευταία λόγια ενός μεγιστάνα του Τύπου, που μοιάζει με τον πραγματικό επιχειρηματία, πανίσχυρο εκδότη και δυο φορές εκλεγμένο βουλευτή, αποτυχημένο υποψήφιο ως πρόεδρο της χώρας και δήμαρχο της Νέας Υόρκης Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ, λίγο πριν πεθάνει στον υπερπολυτελές πύργο του. Ωστόσο η αφήγηση δεν είμαι γραμμική και έχουμε συνεχώς παρεμβολές από αναμνήσεις ή παλαιότερα γεγονότα, όπως ακριβώς και στο Mank. Ο Χερστ στην ταινία φαίνεται να είναι φίλος του Μάνκιεβιτς και έτσι γίνονται οι παραλληλισμοί του διεφθαρμένου κόσμου του θεάματος και εν γένει του πολιτικού συστήματος, με τον ίδιο τρόπο που το είχε περιγράψει ο Όρσον Γουέλς, το παιδί θαύμα του Χόλιγουντ, που στη συνέχεια κατηγορήθηκε από το ίδιο το σύστημα που τον καταξίωσε για κομμουνιστική προπαγάνδα: «Οι διαπληκτισμοί μου με το Χόλιγουντ άρχισαν πριν καν φτάσω εκεί. Το πρόβλημα ήταν το συμβόλαιό μου: το είχαν υπογράψει πριν πάω και με εξουσιοδοτούσαν εν λευκώ. Μου είχαν δώσει υπερβολικά μεγάλες ελευθερίες. Όταν τελικά το κατάλαβαν, άρχισαν τις ίντριγκες και τις συνωμοσίες εναντίον μου και ποτέ δεν κατάφερα να τους αντιμετωπίσω. Είχα στα χέρια μου την πιο τρελή, την πιο φανταστική ευκαιρία στην ιστορία του κινηματογράφου κι έπρεπε να πληρώσω γι’ αυτό. Στο Χόλιγουντ εργάζονται σαν υπάλληλοι εδώ και τριάντα χρόνια σκηνοθέτες ολότελα ανίκανοι. Φτάνει να πάρουν τη θέση. Ύστερα περιβάλλονται από βοηθούς που είναι κορυφές στη δουλειά τους κι έτσι δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα οι ίδιοι. Όσο κρατούν το στόμα τους κλειστό, δεν πρόκειται να τους συμβεί τίποτα.» Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε ότι η μετα-αφήγηση του Mank είναι σαν ο ίδιος ο Γουέλς να σκηνοθετούσε στη φόρμα του Πολίτη Κέιν την ιστορία σχετικά με το ποιος έγραψε στ’ αλήθεια το σενάριο για την ταινία του.
Σε όλο αυτό το φιλόδοξο εγχείρημα με τους πολλαπλούς παραλληλισμούς και τις μετα-αφηγήσεις, ξεχωρίζει η ερμηνεία του Γκάρι Όλντμαν που ενσαρκώνει επιτυχημένα για άλλη μια φορά μετά τον Τρούμαν τον πρωταγωνιστή μιας βιογραφικής ταινίας. Με τις ανάλογες αυξομειώσεις και προσαρμογές στην ερμηνεία του δίνει πνοή στην τραγική κατάληξη του Μάνκιεβιτς που από ευφυής γελωτοποιός και κόλακας των μεγαλοαστών κατέληξε στο περιθώριο. Η φιγούρα του Όρσον Γουελς φαίνεται ελάχιστα στην ταινία και λειτουργεί ως ο μοχλός πίεσης του Μάνκιεβιτς προκειμένου να ολοκληρώσει το σενάριο, οδηγώντας δηλαδή σε μια τελείως προκατειλημμένη απεικόνιση της πραγματικότητας. Εκεί ωστόσο που υστερεί αρκετά η ταινία είναι η παρουσία ενός καθαρού πολιτικού σχολίου, που κρύβεται πίσω από θολές ατάκες και αυτοαναφορικά σχόλια που απευθύνονται κυρίως σε σινεφίλ ή γνώστες του πολιτικού πλαισίου.
Το κλειστό λόμπι των μεγάλων κινηματογραφικών κολοσσών στηρίζει σύσσωμο τον αντικομμουνιστή Ρεπουμπλικάνο Φρανκ Μέριαμ το 1934, λίγο μετά το κραχ του 1929 και με την απειλή ενός νέου πολέμου να μοιάζει ξαφνικά προ των πυλών, ο Μάνκιεβιτς γίνεται το μέσο για να επιτεθεί ο Φίνσερ στο επιφανειακό και αστικά προσκείμενο Χόλιγουντ. Ωστόσο η άγονη κριτική και η τυφλή επίθεση στο σύστημα όπου μέχρι πρότινος ευδοκιμούσε ο Μάνκιεβιτς δεν λειτουργεί και επομένως απουσιάζει ένα στιβαρό σχόλιο για το φιλελευθερισμό και τη σαπισμένη καλλιτεχνική κοινότητα.