Χρίστος Κρανάκης
Νίκος Σακαλής
Ενώ η Ν. Κεραμέως προαναγγέλλει νέο νόμο-πλαίσιο για τα ΑΕΙ, στις προτάσεις της «Επιτροπής Πισσαρίδη» επαναλαμβάνονται τα γνωστά στερεότυπα της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, που ενισχύουν τον κατανεμητικό/ταξικό ρόλο της εκπαίδευσης, την προώθηση της ειδίκευσης σε βάρος της επιστημονικής γνώσης, την αξιολόγηση με βάση τους αντιδραστικούς στόχους και τη μετατροπή των ιδρυμάτων σε Ανώνυμες Εταιρείες και σούπερ μάρκετ ερευνητικών πρότζεκτ.
Πανδημία αντιδραστικών τομών εξαπολύει η κυβέρνηση
«Συνεχίζουμε με επιθετικό τρόπο τις μεταρρυθμίσεις μας», δήλωνε την Τετάρτη ο Κ. Μητσοτάκης. Η αλήθεια είναι πως το κυβερνητικό στρατόπεδο, πολλές φορές με αφοπλιστικό κυνισμό, έχει καταστήσει σαφές πως βλέπει την πανδημία ως την «τέλεια ευκαιρία» προώθησης σκληρών αναδιαρθρώσεων σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Βασικό εγχειρίδιο χρήσης στο οποίο θα βασιστεί κατά κόρον η κυβέρνηση για τον σχεδιασμό της νεοφιλελεύθερης επέλασης, θα αποτελέσει η περιβόητη «Έκθεση Πισσαρίδη». Πέρα από τις ιδεολογικά φορτισμένες προτάσεις της για οικονομία και εργασία, ανάλογη προσοχή πρέπει να δοθεί και στις «προτάσεις Πισσαρίδη» για την εκπαίδευση.
Κεντρική στόχευση για το σύνολο της εκπαίδευσης, όπως αναδύεται από το αντίστοιχο απόσπασμα της έκθεσης, αποτελεί η ανάγκη καθολικής επαναφοράς του νομικού οπλοστασίου που εδώ και χρόνια επιτάσσουν τα αρμόδια όργανα της ΕΕ. Παρότι δεν ονοματίζεται, η επιρροή των αντιδραστικών προτάσεων Διαμαντοπούλου είναι εμφανής. Τα τέσσερα βασικά δόγματα που πηγάζουν από το κείμενο μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής:
Πρώτο, ενίσχυση του κατανεμητικού / διαχωριστικού ρόλου της εκπαίδευσης με ταυτόχρονη διάσπαση των γνωστικών αντικειμένων ώστε η χώρα να «εξοπλιστεί» με τις κατάλληλες αναλογίες ειδικευμένων εργαζομένων με «εργαλεία» τη βίαιη στροφή προς την επαγγελματική εκπαίδευση, τη μείωση του αριθμού των εισακτέων, το βάθεμα των ταξικών φραγμών.
Δεύτερο, άμεση προσαρμογή του συνόλου της εκπαιδευτικής διαδικασίας (προπτυχιακά, μεταπτυχιακά, έρευνα) στις ανάγκες της αγοράς, με κύριο εργαλείο την «αξιολόγηση» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, την ιδιωτική χρηματοδότηση της έρευνας.
Τρίτο, άμεση και έμμεση ιδιωτικοποίηση πλευρών της εκπαίδευσης, με βασικά εργαλεία την ιδιωτικοποίηση της μέριμνας, την επέκταση των διδάκτρων.
Τέταρτο, αυταρχική στροφή με βασικά μέτρα την κατάργηση του ασύλου, την αστυνόμευση, την μείωση ελέγχου και φοιτητικής συμμετοχής, τη μεταφορά αρμοδιοτήτων σε κλειστά, μη εκλεγόμενα, όργανα (ΕΛΚΕ).
Οι αντιδραστικές προτάσεις της «Επιτροπής Πισσαρίδη» για τα πανεπιστήμια
Ήδη από την αρχή της εκλογής της, η κυβέρνηση είχε ξεκαθαρίσει πως σκοπεύει να προχωρήσει σε δραστικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Η αρχή έγινε ήδη από την περασμένη χρονιά, με μια σειρά σημαντικών νομοθετικών αλλαγών που έδειξαν το ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερο στίγμα της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής, ενώ σειρά έχει ο νέος νόμος-πλαίσιο που εξαγγέλθηκε και αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο πλευρό της κυβέρνησης βρέθηκε και η «ανεξάρτητη» επιτροπή που υπέγραψε την «Έκθεση Πισσαρίδη», η οποία παρουσιάστηκε σαν «αυθεντία» ώστε να νομιμοποιήσει τις βαθιές αντιδραστικές τομές υπό το μανδύα του «ειδικού».
Το απόσπασμα της έκθεσης που αφιερώθηκε στην ελληνική εκπαίδευση κάλλιστα θα μπορούσε να έχει τίτλο: «Ας τελειώνουμε με την ανορθογραφία της ελληνικής περίπτωσης, η εκπαίδευση δεν είναι για να παρέχει γενικά μόρφωση, δεν είναι για όλους!», καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ προτείνει η ανωτάτη εκπαίδευση να αποτελεί προνόμιο για τους «λίγους και εκλεκτούς». Αξιοσημείωτο είναι ότι όσο και αν η έκθεση παρουσιάστηκε ως «καινοτόμα» και «ανατρεπτική», στην πραγματικότητα δεν προσδίδει τίποτα καινούργιο, παρά κοινότυπες προτάσεις και χιλιοειπωμένα επιχειρήματα που η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ εδώ και χρόνια αναμασούν και όπου εφαρμόστηκαν επέφεραν καταστροφικά αποτελέσματα.
Πλήρως ενταγμένη στις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης λοιπόν, αρχικά η έκθεση ανάγει σε βασικό στόχο της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Ελλάδα την πλήρη αναδιάταξη του χάρτη των αποφοίτων με βάση τις ανάγκες της αγοράς. Σύμφωνα με την έκθεση, οι μηχανισμοί καταμερισμού των αποφοίτων/εργαζομένων θα διαπερνούν όλες τις βαθμίδες τις εκπαίδευσης. Η διαλογή θα ξεκινάει από τη δευτεροβάθμια, με τη μετάλλαξη του δημόσιου σχολείου σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον πολλών ταχυτήτων και τη στροφή στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, ενώ θα συνεχίζεται στα πανεπιστήμια με τον πολυκατακερματισμό των πτυχίων και τη μεταφορά γνωστικών πεδίων σε μεταπτυχιακά προγράμματα εξειδίκευσης, με τα προγράμματα δια βίου μάθησης, με την αντικατάσταση των γνωστικών πεδίων από τις δεξιότητες κλπ.
Όλως τυχαίως μάλιστα, οι «προτάσεις Πισσαρίδη» έχουν αρχίσει ήδη να δρομολογούνται, με κυβερνητικά στελέχη να γνωστοποιούν ότι στο επερχόμενο νομοσχέδιο θα προβλέπεται η παροχή πολλαπλών πτυχίων, που θα δίνονται από περισσότερα του ενός τμήματα. Η λογική των «πολλαπλών πτυχίων» έχει σαν στόχο την διάλυση των ενιαίων επιστημονικών γνωστικών αντικειμένων. Η διάρθρωση των σπουδών παύει πια να καθορίζεται από την αντικειμενική ανάπτυξη και διάκριση των επιστημών και των γνωστικών πεδίων και γίνεται μια τυχαία «σύνθεση» καθορισμένων από τους νόμους της αγοράς. Χάνεται η ενιαιότητα και ο επιστημονικός χαρακτήρας της γνώσης. Οι απόφοιτοι θα έχουν τυχαίες, αποσπασματικές γνώσεις, που θα «ανανεώνονται» με τα «δια βίου σεμινάρια» χωρίς ποτέ όμως να αποκτήσουν το στέρεο επιστημονικό υπόβαθρο που θα γίνει προνόμιο των «λίγων κι εκλεκτών».
Ο κατανεμητικός ρόλος που προτείνει η έκθεση έχει ξεκάθαρα ταξικά κριτήρια, με βασικό φίλτρο διαλογής των αποφοίτων/εργαζομένων την οικονομική δυνατότητα ενός νέου να μαζεύει συνεχώς πτυχία και πιστοποιητικά, πολλά εκ των οποίων μάλιστα επί πληρωμή! Ένα κυνήγι δια βίου μάθησης λοιπόν, με συνεχόμενα σεμινάρια επανακατάρτισης, προσαρμοσμένα στις ανάγκες του επιχειρηματικού κόσμου, δηλαδή στο τι πρόσκαιρα χρειάζονται οι επιχειρηματικοί όμιλοι και όχι τι πραγματικά έχει ανάγκη η κοινωνική πλειοψηφία και ο κάθε εργαζόμενος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των καθηγητικών σχολών, που αναφέρονται και μέσα στο πόρισμα της επιτροπής. Σε αυτές, αντί η παιδαγωγική επάρκεια να παρέχεται αυτόματα με το πέρας των σπουδών, πλέον θα αποτελεί μια «δεξιότητα» που οι φοιτητές θα αποκτούν με μεταπτυχιακά σεμινάρια, ειδικά προγράμματα σπουδών κοκ.
Αν η αξιολόγηση των πανεπιστημίων αποτελεί μια υψίστης σημασίας τακτική κίνηση από πλευράς κράτους και κεφαλαίου, ο απώτερος στρατηγικός στόχος είναι η ενίσχυση κάθε πτυχής της επιχειρηματικής λειτουργίας τους
Σε όλο το φάσμα της έκθεσης ειδική μνεία γίνεται στη διαδικασία της αξιολόγησης. Φαίνεται πως η καθολική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σε όλες τις βαθμίδες θα αποτελέσει λίαν συντόμως επιτακτικό στόχο της κυβέρνησης. Η αξιολόγηση εντάσσεται σε μια προσπάθεια να ξεκινήσουν απολύσεις προσωπικού και να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες σε πτυχές της εκπαίδευσης που δεν αξιολογούνται ως «παραγωγικές». Σημαντική πρόκληση αποτελεί επίσης και το γεγονός πως η διαδικασία της αξιολόγησης πιθανότατα θα παραχωρηθεί σε ιδιωτικές εταιρείες.
Αν η αξιολόγηση των πανεπιστημίων αποτελεί μια υψίστης σημασίας τακτική κίνηση από πλευράς κράτους και κεφαλαίου, ο απώτερος στρατηγικός στόχος είναι η ενίσχυση κάθε πτυχής της επιχειρηματικής λειτουργίας τους. Σε επίπεδο ανάλυσης, η έκθεση εμμέσως παραδέχεται τις επιμέρους κατακτήσεις του εκπαιδευτικού κινήματος καθώς με «θλίψη» παρατηρεί πως «το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των δαπανών εκπαίδευσης είναι δημόσιες και όχι ιδιωτικές», ενώ εν συνεχεία τονίζει πως παρότι η ερευνητική παραγωγή των ελληνικών πανεπιστημίων «βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο», εντούτοις «η αξιοποίηση της παραγόμενης έρευνας για εμπορικούς σκοπούς κρίνεται ανεπαρκής».
Οι δύο παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν τους συγγραφείς στη σκιαγράφηση δύο αντίστοιχων προτάσεων. Πρώτον, αρκετές πτυχές της λειτουργίας των ιδρυμάτων να περάσουν στα χέρια του ιδιωτικού τομέα (ιδιωτικοποίηση), ώστε να «εξορθολογιστούν» οι κρατικές δαπάνες και δεύτερον η παραγόμενη πανεπιστημιακή έρευνα να ενσωματωθεί στα επιχειρηματικά κριτήρια «κέρδους-ζημιάς» (επιχειρηματικοποίηση).
Συνεπώς, ξεκινώντας από τις υποδομές φοιτητικής μέριμνας (εστίες, αίθουσες, βιβλιοθήκες), η έκθεση παρότι παραδέχεται την ανάγκη αναβάθμισης τους (πάγιο αίτημα του φοιτητικού κινήματος), εντούτοις καλεί το κράτος να απαλλαγεί από τις οικονομικές υποχρεώσεις του και να προχωρήσει σε συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα. Όσον αφορά τις «μικρές και καθημερινές» δαπάνες (σίτιση, στέγαση, συγγράμματα), γενικόλογα προκρίνει τον «εξορθολογισμό και ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους», κλείνοντας το μάτι και πάλι στους ιδιώτες.
Συνεχίζοντας στο επίπεδο της πανεπιστημιακής έρευνας, αποτυπώνονται με τον πλέον γλαφυρό τρόπο οι αστικές επιδιώξεις για μια αναβαθμισμένη και εκσυγχρονισμένη ερευνητική δραστηριότητα, η οποία θα συνδέεται με την ιδιωτική πρωτοβουλία και θα εξυπηρετεί βασικές ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Η έκθεση τονίζει την ανάγκη για επιλεκτική χρηματοδότηση της έρευνας, μέσω της σύστασης ενός νέου οργανισμού που «θα διαχειρίζεται ερευνητικά κονδύλια (…) και θα τα διανέμει αξιοκρατικά». Επί της ουσίας δηλαδή, ενισχύεται η λογική σύμφωνα με την οποία η κρατική χρηματοδότηση δεν πρέπει να είναι ανάλογη (μόνο) των «αντικειμενικών κριτηρίων» (αριθμός φοιτητών και προσωπικού, κόστος σπουδών ανά φοιτητή, μέγεθος ιδρύματος) αλλά (και) των «ποιοτικών» (ερευνητική δραστηριότητα, αξιολόγηση, εξωστρέφεια, επίδοση).
Οι «ιδέες» της έκθεσης για την καλύτερη καπιταλιστική αξιοποίηση της πανεπιστημιακής έρευνας δεν τελειώνουν όμως στο επίπεδο της χρηματοδότησης. Σύμφωνα πάντα με το κείμενο, η πολυπόθητη ανώτερη σύνδεση πανεπιστημίων και παραγωγής θα επιτευχθεί στα εξής δύο επίπεδα: Σε προπτυχιακό επίπεδο με «αναβάθμιση και επέκταση του θεσμού της πρακτικής άσκησης», ενώ σε μεταπτυχιακό/διδακτορικό με «ιδιωτική χρηματοδότηση συγκεκριμένων ερευνητικών προσπαθειών, τα αποτελέσματα των οποίων θα μπορούν να εκμεταλλευτούν οι χρηματοδοτούσες επιχειρήσεις με κατάλληλη προσυμφωνημένη αποζημίωση των ερευνητών και των πανεπιστημίων».
Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως ψηλά στην ιεράρχηση μπαίνουν τόσο τα γραφεία Μεταφοράς Τεχνολογίας και Επιχειρηματικότητας όσο και τα Συμβούλια Ιδρύματος, με τα δεύτερα να αποτελούνται ταυτόχρονα από ακαδημαϊκούς και εκπροσώπους επιχειρήσεων!
Οι αρνητικές συνέπειες της τηλεκπαίδευσης
Περιθωριοποίηση των πληβειακών στρωμάτων, απονέκρωση της μορφωτικής διαδικασίας
Το διάστημα της πανδημίας αξιοποιήθηκε από την κυβέρνηση με διττό τρόπο. Αφενός, πάτησε στην αδυναμία να συγκροτηθούν συλλογικές αντιστάσεις λόγω των κλειστών σχολών και αφετέρου, προσπάθησε να εφαρμόσει στρατηγικού τύπου τομές τις οποίες μάλιστα χαρακτηρίζει «προσωρινά μέτρα». Χαρακτηριστικότερο όλων, η τηλεκπαίδευση.
Η τηλεκπαίδευση, διαμορφώνει ένα πολύ αρνητικό πλαίσιο για τις σπουδές της νεολαίας. Ο εξοπλισμός παρουσιάζεται σαν ατομική και όχι κρατική ευθύνη, με αποτέλεσμα το πιο πληβειακό κομμάτι των φοιτητών να αποκόπτεται από την εκπαιδευτική διαδικασία. Επίσης, η συλλογική διαδικασία της εκπαίδευσης, σε έναν βαθμό αντικαθίσταται από τη μονότονη και στείρα μεταφορά πληροφοριών διά της ηλεκτρονικής οθόνης, συγκροτώντας ένα πλαίσιο απομόνωσης των φοιτητών. Μάλιστα, στους πιο «πρακτικούς» επιστημονικούς κλάδους, ευνουχίζεται πλήρως η δυνατότητα πρακτικής προσέγγισης με θεμελιακές πλευρές των επιστημονικών πεδίων, όταν εργαστήρια ή ακόμα και κλινικές στην ιατρική γίνονται εξ αποστάσεως. Τέλος, σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις γύρω από την κοινωνικοποίηση των νέων ανθρώπων, με διάφορες ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις, καθώς το πανεπιστήμιο ανέκαθεν αποτελούσε χώρο έκφρασης, κοινωνικοποίησης και οικοδόμησης συλλογικού πνεύματος,
Οι βασικές ευθύνες της κυβέρνησης είναι ότι «ξέκοψε» νωρίς τις όποιες σκέψεις για ανοιχτά πανεπιστήμια και από την πρώτη στιγμή κατέστησε σαφές πώς δεν θα πρόκειται να δοθούν τα επαρκή κρατικά κονδύλια για την ασφαλή δια ζώσης επαναλειτουργία των σχολών.
Το μαχόμενο φοιτητικό και πανεκπαιδευτικό κίνημα πρέπει να παλέψει γα να δοθούν τώρα κονδύλια για την παιδεία και την υγεία, να μπει επιθετικά στη συζήτηση του με ποια μέτρα μπορούν οι χώροι της εκπαίδευσης να ανοίξουν με ασφάλεια, ίσως και πριν τον μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού.
Το φοιτητικό κίνημα και οι νέες προκλήσεις
Με τα πανεπιστήμια σε lockdown διαρκείας είναι φυσικό η δράση του φοιτητικού κινήματος να εξασθενεί. Παρόλα αυτά, η προσπάθεια της κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες και να περάσει χωρίς περιπλοκές τους νομοθετικούς της στόχους πρέπει να εισάγει το φοιτητικό κίνημα σε κατάσταση «αυξημένης επιφυλακής». Η Έκθεση Πισσαρίδη αποτελεί μια ακόμη ένδειξη της προσπάθειας κυβέρνησης και κεφαλαίου να κεφαλαιοποιήσουν την ιδεολογική τους ηγεμονία υπό το φόντο της πανδημίας και της μέχρι πρότινος κινηματικής νηνεμίας. Το φοιτητικό και ευρύτερα πανεκπαιδευτικό κίνημα δεν έχει το περιθώριο να σηκώσει το «γάντι» της ιδεολογικής αντιπαράθεσης «αργότερα». Αντίθετα, αναγκαία προϋπόθεση για την επόμενη αναμέτρηση στην παιδεία αποτελεί η εδώ και τώρα συγκρότηση όρων.
Οι παρακαταθήκες που θα αφήσουν η πανδημία και το βάθεμα της οικονομικής κρίσης στο φοιτητικό στρώμα θα είναι πολύπλοκες και αντιπαραθετικές. Από τη μία, θα ενισχυθούν οι τάσεις υποταγής δηλαδή το αίσθημα της ανασφάλειας, του φόβου και της αβεβαιότητας. Ταυτόχρονα από την άλλη θα ενδυναμώσουν και οι τάσεις χειραφέτησης, δηλαδή η άνοδος της λαϊκής απαιτητικότητας, η οργή απέναντι στο σύστημα και η αναζήτηση διεξόδου.
Σε αυτό το υπό διαμόρφωση κοινωνικό τοπίο, η αντικαπιταλιστική αριστερά στα πανεπιστήμια δεν ξεκινάει από το «μηδέν». Οι βαθύτερες θεωρητικές επεξεργασίες και κινηματικές διεργασίες των προηγούμενων ετών καθώς και η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής της γραμμής δημιουργούν τους εν δυνάμει όρους για την ανώτερη συγκρότηση του φοιτητικού κινήματος. Ενός κινήματος, που θα μετατρέψει τα πολιτικά συμπεράσματα της προηγούμενης περιόδου (συμπεριλαμβανομένης της πανδημίας) σε μάχιμη και ζωντανή πολιτική γραμμή. Σε αυτό το πλαίσιο, θα κριθεί η ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στα πανεπιστήμια και η σύναψη πολιτικών συμμαχιών.