Το νέο βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος, αντλεί πληροφορίες από τις τότε εφημερίδες και περιοδικά και επιχειρεί να αποδείξει ότι το κυρίαρχο αφήγημα είναι συνειδητά μονόπλευρο, συχνά παραπλανητικό και αποκρύπτει πλευρές που οι κυρίαρχοι θέλουν να μείνουν στο σκοτάδι.
Ο Διονύσης Ελευθεράτος, στο βιβλίο του Μια λοξή ματιά στην ιστορία – 200 χρόνια νεοελληνικού κλαυσίγελου, προσπαθεί να συμβάλει στην ιστορική γνώση μέσω μιας διαφορετικής αντίληψης της ιστορίας του ελληνικού κράτους, ενόψει και της επετείου από τα 200 χρόνια της επανάστασης του 1821. Το βιβλίο κυκλοφόρησε απο τις εκδόσεις Τόπος στα μέσα Οκτώβρη.
Ο συγγραφέας φαίνεται ότι ξεφεύγει από την επίσημη ιστοριογραφία –όπως το αντιλαμβανόμαστε από τον τίτλο– και κεντράρει κυρίως σε πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής επικαιρότητας της κάθε εποχής, αντλώντας τις πηγές του από τον τότε Τύπο (εφημερίδες, περιοδικά), όντας και ο ίδιος δημοσιογράφος πέρα από «ιστοριοδίφης», όπως λέει στην εισαγωγή. Στόχος του είναι να φωτίσει ορισμένες «σκοτεινές» πτυχές της νεο-ελληνικής ιστορίας οι οποίες, είτε σκόπιμα είτε όχι, δεν καταγράφονται από τους ιστορικούς που προσεγγίζουν τα γεγονότα από τη σκοπιά της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης.
Αντίθετα, επιχειρεί μια προσέγγιση από την πλευρά της κοινωνιολογικής-κοινωνικής διάστασης και, υπό αυτήν την έννοια, το βιβλίο αυτό ίσως θα μπορούσε να αποτελεί και μια μορφή «απάντησης» στην υπουργό Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, η οποία ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «η ιστορία πρέπει να πάψει να είναι κοινωνικού χαρακτήρα» και οφείλει να συμβάλλει στην «ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης». Άλλωστε, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ελευθεράτος, η εξώθηση του «κοινωνικού» και η προώθηση του «καθωσπρεπισμού» περιέχει τον κίνδυνο κάποια ιστορικά γεγονότα να μείνουν ανερμήνευτα. «Το κοινωνικό ανάγεται λοιπόν περίπου σε αντεθνικό σαράκι […]. Δεν πρέπει να απασχολούν την Ιστορία κοινωνικές αντιθέσεις, διαστρωματώσεις και συγκρούσεις. Και τα ιστορικά φαινόμενα που οφείλονται σε κάποια απ’ όλα τούτα;».
Η συγκεκριμένη προσέγγιση, όπως λέει ο συγγραφέας, αδυνατεί να ψηλαφίσει κορυφαία γεγονότα της ελληνικής ιστορίας, ακόμα και την Επανάσταση του 1821. Γιατί όπως τονίζει, «θα ρωτά το παιδί, π.χ., γιατί έγιναν εμφύλιοι πόλεμοι κατά τη διάρκειά της, αλλά η “ορθή” απάντηση, βάσει του δόγματος Κεραμέως, δεν θα έχει τίποτε από Υδραίους πλοιοκτήτες και Πελοποννήσιους γαιοκτήμονες. Τι απομένει; Να κληθεί πάλι σε όλες τις πτώσεις η λέξη “διχόνοια”».
Οι 27 ιστορίες του έχουν ένα χαρακτηριστικό — παρουσιάζουν ομοιότητες με ιστορίες του σήμερα, ενώνοντας το «τότε» με το «τώρα»
Γύρω απο το βιβλίο πλανάται το ερώτημα αν η «ιστορία επαναλαμβάνεται». Παρότι κλισέ έκφραση, δημιουργείται στον αναγνώστη η αίσθηση ότι «κάπου το έχουμε ξαναδεί αυτό», έστω όχι με πανομοιότυπο τρόπο. Οι 27 ιστορίες που παρατίθενται έχουν αυτό το χαρακτηριστικό — παρουσιάζουν ομοιότητες με ιστορίες του σήμερα, ενώνοντας το «τότε» με το «τώρα».
Είναι αναρίθμητα τα γεγονότα, τα μοτίβα και τα ιδεολογήματα, κατά τον συγγραφέα, στη διάρκεια των 200 χρόνων νεοελληνικής ιστορίας, που δημιουργούν αυτή την αίσθηση deja vu. Από τις υποθέσεις Siemens του Μεσοπολέμου και του 1953-1957 που μοιάζουν με τα γεγονότα που βιώσαμε από το 1990 και μετά έως και την τρομακτική ομοιτητα ανάμεσα στην αντιμετώπιση των σημερινών προσφύγων με αυτή των «τουρκόσπορων» του 1922 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κι από το χρηματιστηριακό σκάνδαλο του 1872-1874 που συνδέει το καφενείο η «Ωραία Ελλάς» με τη Σοφοκλέους το 1999 εώς την αστυνομική βία εναντίον των φοιτητών που έβγαιναν στους δρόμους στην εποχή του Τρικούπη και διαδήλωναν για δωρεάν παιδεία, που μας θυμίζουν γεγονότα της δεκαετίας του 1960, της Μεταπολίτευσης άλλα και τις σημερινές φοιτητικές διαδηλώσεις.
Επίσης, ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ιστορικής επαλήθευσης αποτελεί και η ιστορία του θωρηκτού «Σαλαμίς», που παρουσιάζει αναλογίες με την ιστορία του υποβρυχίου «Παπανικολής», του γνωστού «υποβρυχίου που έγερνε». Από την υπόθεση αυτή η Έλλάδα όχι μόνο βρέθηκε σε δικαστική διαμάχη με την κατασκευάστρια εταιρεία Vulkan, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων αλλά κατέληξε να χρωστάει
1.049.890 λίρες, «χωρίς να έχει αποναυπηγηθεί το πλοίο ή να έχουν πραγματοποιηθεί μετατροπές». Αυτή και άλλες 26 ιστορίες εκτυλίσσονται στο υπόλοιπο του βιβλίου, πολλές από αυτές άγνωστες στο ευρύ κοινό.
Η επανάληψη, λοιπόν, τόσο όμοιων πρακτικών –από το κρατικό μίσος ενάντια στους πρόσφυγες μέχρι τις ελαττωματικές παραγγελίες πολεμικού υλικού– εκθέτει όσους μέχρι και σήμερα αναπαράγουν τις ίδιες λογικές ή πρακτικές και καταφεύγουν εκ νέου σε ρητορικές μίσους για να αποκρύψουν την υποτέλεια προς τους «συμμάχους» και το μίσος τους κατά των άλλων λαών. Αυτό που επαναλαμβάνεται εν τέλει και διαφαίνεται σε όλο το εύρος του βιβλίου είναι η πολιτική εξυπηρέτησης των συμφερόντων μιας «χούφτας» ολιγαρχών που παρασιτούν διαχρονικά επάνω στην ελληνική κοινωνία. Οι υπόλοιπες απολαυστικές εξιστορήσεις στο βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου…