Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η έξαρση της αστυνομικής βίας στις επετείους Πολυτεχνείου (17 Νοέμβρη) και της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου (6 Δεκέμβρη) αλλά και ενάντια σε απεργίες και διαδηλώσεις εργαζομένων, σπουδαστών, επαγγελματιών κατά των κυβερνητικών μέτρων δημιουργεί συνειρμό με την άλλης κλίμακας βία στα Δεκεμβριανά του 1944, που ασκήθηκε από την αστυνομία, τη χωροφυλακή και μια ιδιότυπη φασιστική «πολιτοφυλακή» από Ταγματασφαλίτες, Χίτες, Μπουραντάδες.
Στη μάχη του Δεκέμβρη δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί «εθνικός» στρατός ελεγχόμενος απ’ τους αστούς, με εξαίρεση την 3η Ορεινή Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο. Πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε η αστυνομία υπό την ηγεσία του Έβερτ, η χωροφυλακή, οι παραστρατιωτικοί και οι αγγλικές δυνάμεις. Ειδικά στην έναρξη της μάχης (3, 4 και 5 Δεκέμβρη) με απόφαση των Άγγλων ιμπεριαλιστών και της Ελληνικής αστικής ηγεσίας, τη βίαιη καταστολή του κινήματος ανέλαβαν κυρίως οι αστυνομικές δυνάμεις.
Μετά την άρνηση του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου να δεχτεί το σχέδιο διάλυσης όλων των «εθελοντικών σωμάτων» και της Ορεινής Ταξιαρχίας, στις 3 Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε διαδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον αυτής της απόφασης από μυριάδες λαού που κατευθύνονταν στην Πλατεία Συντάγματος. Όταν οι φάλαγγες των διαδηλωτών έφτασαν και κατέκλυσαν την πλατεία, από τα Παλαιά Ανάκτορα και τη Διεύθυνση Αστυνομίας, απρόκλητα και με προσχεδιασμένη προβοκάτσια, ρίχτηκαν δολοφονικά πυρά. Ο αιματηρός απολογισμός της εγκληματικής προβοκάτσιας μέτρησε 21 νεκρούς και 120 τραυματίες. Την επόμενη ημέρα, στις 4 Δεκέμβρη, στην κηδεία των θυμάτων, δεκάδες χιλιάδες λαού σε πένθιμη πορεία έφτασαν στην Πλατεία Συντάγματος και έδωσαν όρκο στη μνήμη των νεκρών. Καθώς ο λαός επέστρεφε, οι αστυνομικοί του 4ου τμήματος της Γενικής Ασφάλειας και συμμορίες παρακρατικών που στρατωνίζονταν στο κέντρο της Αθήνας άνοιξαν πυρ ενάντια στο πλήθος. Άλλοι 40 νεκροί και 70 τραυματίες προστέθηκαν στον κατάλογο των απωλειών του κινήματος.
Στις 5 του Δεκέμβρη τη νέα διαδήλωση διαμαρτυρίας του λαού χτύπησε και πάλι η Ασφάλεια με απολογισμό 30 νεκρούς και πάνω από 100 τραυματίες.
Οι δυνάμεις καταστολής έχουν από το χαρακτήρα και τη διαπαιδαγώγησή τους ως κύριο καθήκον την προστασία του κράτους και την καταστολή του κινήματος, ιδίως σε αντίξοες για το σύστημα συνθήκες. Έτσι, ανενδοίαστα η αστυνομία και η χωροφυλακή, μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους, τέθηκαν στην υπηρεσία των δυνάμεων κατοχής με κύριο καθήκον όχι τη δίωξη της παρανομίας, αλλά του αντιστασιακού κινήματος.
Οι δυνάμεις καταστολής έχουν από το χαρακτήρα και τη διαπαιδαγώγησή τους ως κύριο καθήκον την προστασία του κράτους και την καταστολή του κινήματος, ιδίως σε αντίξοες για το σύστημα συνθήκες
Η χωροφυλακή υπήρξε απόλυτα συνεπής στην εκπλήρωση των εντολών του κατακτητή. Επιφορτίστηκε από τις κατοχικές δυνάμεις με αντιδημοφιλή καθήκοντα, όπως η διασφάλιση της δημόσιας τάξης στην ύπαιθρο, η καταναγκαστική συγκέντρωση σιτηρών και προϊόντων, για λογαριασμό των κατακτητών, ακόμη και η σύμπραξη στην αντιμετώπιση των ανταρτών.
Η αστυνομία, αν και υποταγμένη στην υπηρεσία του κατακτητή, παρουσίασε θετικές διαφορές, ιδίως στην Αθήνα. Οι αστυνομικοί της πρωτεύουσας επηρεασμένοι από το δράμα της πείνας και της εξαθλίωσης των κατοίκων, αλλά και απ’ την αντανάκλαση του αγωνιζόμενου λαού στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, προσχωρούν σε αξιοσημείωτο βαθμό στο αντιστασιακό κίνημα, αλλά και στο ΚΚΕ. Στα μέσα του 1942 υπήρχαν κομματικοί πυρήνες του ΚΚΕ και εαμικές γκρούπες σε όλα τα αστυνομικά τμήματα (ΑΣΚΙ/ΚΚΕ, τ.κ. 428, φ:26/3/21).
Το φθινόπωρο του 1943 σημειώθηκε μια αποφασιστική τομή στις κατασταλτικές πρακτικές του κατοχικού κράτους: συγκροτήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, που υπήχθησαν στον στρατηγό των SS Βάλτερ Σιμάνα, ενώ έγινε δραστική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών τους σε αντιεαμική και αντικομμουνιστική κατεύθυνση και αιχμή του δόρατος τη Γενική Ασφάλεια. Αποστολή αυτής της κατασταλτικής δύναμης ήταν η βίαιη διάλυση των διαδηλώσεων, η συμμετοχή στα γερμανικά μπλόκα, η ένοπλη εμπλοκή με δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Σε μεγάλη κλίμακα εκφράστηκε η ριζοσπαστικοποίηση των αστυνομικών στην κορύφωση τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη, όταν το κράτος του Γ. Παπανδρέου και του Σκόμπι είχε περιοριστεί στο χώρο μεταξύ Ομόνοιας και Συντάγματος, στη λεγόμενη «Σκομπία» (Περιοδικό Αστυνομίας, 1955- 58). Τα περισσότερα αστυνομικά τμήματα προσχώρησαν, στην πλειοψηφία του δυναμικού τους, στις επαναστατικές δυνάμεις, τέσσερα υπέκυψαν ύστερα από μάχες, ενώ τρία συμπτύχθηκαν στο κέντρο της Αθήνας που εξακολουθούσε να ελέγχει η κυβέρνηση. Το εύρος της προσχώρησης αστυνομικών στον ΕΛΑΣ επιβεβαιώνεται απ’ το γεγονός ότι το 1946 αποτάχθηκαν 1.400 αστυνομικοί ως ανεπαρκώς εθνικόφρονες με «τεκμήριο τη στάση τούτων κατά την περίοδο του στασιαστικού κινήματος» (Δάρας, Βίος και βιώματα ενός απλού ανθρώπου, Αθήνα 1995).
Η μαζική προσχώρηση αστυνομικών στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ και ιδιαίτερα στην εξέγερση του Δεκέμβρη, αποδεικνύει τη δυνατότητα του κινήματος σε συνθήκες έξαρσης όπως η εθνικοαπελευθερωτική πάλη (1941-1944) και η επαναστατική πάλη (Δεκέμβρης 1944), να επιδρά δυναμικά ακόμη και στον σκληρό πυρήνα του κράτους,τους κατασταλτικούς μηχανισμούς.