Βασίλης Μηνακάκης
Συμβουλευτικές υπηρεσίες, life coaching , ψηφιακές εφαρμογές για να διατηρείσαι «ευτυχής», βιβλία αυτοβοήθειας, ειδικοί στη θετική ψυχολογία, μια πληθώρα συναισθηματικών εμπορευμάτων μάς περιτριγυρίζει. Πέρα από την οικονομική διάσταση υπάρχει και η κοινωνικο-πολιτική, καθώς η μη-ευτυχία αποτελεί… ατομική ευθύνη. Το βιβλίο Ευτυχιοκρατία εξερευνά έναν κόσμο τόσο κοντινό, μα τόσο άγνωστο.
Το βιβλίο των Edgar Cabanas και Eva Illouz με τίτλο Ευτυχιοκρατία – Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας (εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Βασιλικής Πέτσα) δεν χρησιμοποιεί κλασικές μαρξιστικές έννοιες, όπως εκμετάλλευση ή υπεραξία. Εντούτοις, συγκαταλέγεται στα έργα με τα οποία επιβάλλεται να «συνομιλήσει» ο σύγχρονος μαρξισμός, που μπορούν να τον εμπλουτίσουν και συνάμα αποτελούν μια πρόκληση, καλώντας τον να αποδείξει ότι είναι στην πράξη δημιουργικός και αναπτυσσόμενος.
Η χρήση του όρου «βιομηχανία» -όρου που παραπέμπει σε εργοστάσια και χειρωνακτική εργασία- ξενίζει. Κι όμως, οι συγγραφείς τεκμηριώνουν πώς το κυνήγι της ευτυχίας έχει οδηγήσει στην ανάδυση ενός κλάδου πολλών δισεκατομμυρίων, που παράγει μια πληθώρα «συναισθηματικών εμπορευμάτων» (συμβουλευτικών υπηρεσιών, υπηρεσιών κόουτσινγκ, ψηφιακών εφαρμογών, βιβλίων αυτοβοήθειας κ.ά.) και έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά βιομηχανίας (ας θυμηθούμε: ο Μαρξ δεν ταύτισε τον όρο βιομηχανία στενά με το εργοστάσιο και την παραγωγή χειροπιαστών προϊόντων). Μιας βιομηχανίας που πουλά προϊόντα της σε μεμονωμένα άτομα, επιχειρήσεις, σχολεία, υπηρεσίες υγείας, βιομηχανία διασκέδασης, δημόσια διοίκηση και στρατό.
Οι συγγραφείς αποδεικνύουν ότι για να «στηθεί» η βιομηχανία αυτή έπρεπε η αναζήτηση της ευτυχίας να αναγορευτεί σε υπέρτατη αξία. Ταυτόχρονα, έπρεπε η ευτυχία να αποκτήσει χαρακτήρα μη περατό, ανολοκλήρωτο, ώστε να υπάρχει διαρκώς ανάγκη για κατανάλωση εμπορευμάτων που τη βελτιώνουν. Έπρεπε, επίσης, οτιδήποτε σχετίζεται με αυτή (συναισθήματα κ.λπ.) να ποσοτικοποιηθεί – χωρίς αυτό είναι ανέφικτη η εμπορευματοποίηση. Τέλος, έπρεπε η εξασφάλιση της ευτυχίας να αναγορευτεί σε ατομική του ευθύνη του ατόμου που την αναζητά, να αποσυσχετιστεί από το ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο. Οι Cabanas και Illouz δίνουν πλήθος παραδειγμάτων για το πώς εμπεδώθηκαν όλα αυτά, για την αθρόα χρηματοδότηση από μεγάλες επιχειρήσεις και την κυβερνητική υποστήριξη που εξασφάλισαν οι εκπρόσωποι της Θετικής Ψυχολογίας –οι ιεροκήρυκες αυτών των πρακτικών, οι «εμπειρογνώμονες του ευ ζην»-, για το πώς τα μηνύματά τους, παρά τις καταφανείς επιστημονικές τους αντιφάσεις, απέκτησαν αληθοφάνεια και αξιωματική ισχύ.
Οι θετικοί ψυχολόγοι λειτουργούν ως «αρχιτέκτονες της προσαρμογής», διατηρώντας την ισχύουσα τάξη πραγμάτων
Αίφνης, για παράδειγμα, ανακαλύφθηκε ότι η ευτυχία συνδέεται κατά 50% με γονιδιακούς παράγοντες, κατά 40% με την ατομική προσπάθεια και μόνο κατά 10% με τις «περιστάσεις». Υπό το πρίσμα αυτής της «φόρμουλας της ευτυχίας», έχει νόημα η επικέντρωση μόνο στο 40%. Η ενασχόληση με τις «περιστάσεις» -η αναζήτηση αλλαγών στο κοινωνικό στάτους- ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει∙ όχι μόνο αυτό, είναι ανώφελη, μη πρακτική και προκαλεί μια αχρείαστη αίσθηση ματαίωσης. Οι συγγραφείς χαρακτηρίζουν αυτό το συμπέρασμα πολιτικά επικίνδυνο, υποστηρίζουν ότι «οι πολιτικές που βασίζονται στην ευτυχία λειτουργούν ως προπέτασμα καπνού, αποκρύπτοντας τις κοινωνικές και οικονομικές ανεπάρκειες» και συντάσσονται με την άποψη ότι οι θετικοί ψυχολόγοι λειτουργούν «ως “αρχιτέκτονες της προσαρμογής”, διατηρώντας την ισχύουσα τάξη πραγμάτων, και όχι ως φορείς κοινωνικοπολιτικής αλλαγής». Ασκούν επίσης κριτική στην άποψη που αποσυνδέει την υλική ευημερία με την ευτυχία. Επιπλέον αναδεικνύουν πώς ο μεθοδολογικός ατομισμός της Θετικής Ψυχολογίας αποτελεί έκφραση του ατομισμού που διαπνέει τον νεοφιλελευθερισμό (που χαρακτηρίζεται ως «στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού», σελ. 86) και το αξιακό του υπόδειγμα.
Μία από τις αρετές του βιβλίου είναι ότι αντιμετωπίζει την ανάδυση της βιομηχανίας της ευτυχίας ως πλευρά του «συναισθηματικού καπιταλισμού» –δηλαδή της εμπορευματοποίησης της ανθρώπινης υπόστασης, των βιωμάτων, των συναισθημάτων κ.λπ.- και επίσης ότι συνδέει την εξέλιξη αυτή με κρίσιμες καμπές στην πορεία του καπιταλισμού: την «προφητική» κρίση του 2001 και κυρίως την κρίση του 2008. Κρίσεις που ακύρωσαν τις ελπίδες ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός μπορεί να εγγυηθεί μια καλύτερη ζωή και διαμόρφωσαν ένα άκρως ρευστό και ανταγωνιστικό εργασιακό-κοινωνικό περιβάλλον, οδηγώντας στην αναζήτηση τεχνικών διαχείρισης της ζωής εντός αυτού του δυσμενούς περιβάλλοντος.
Υπό αυτό το πρίσμα προσεγγίζεται ο τρόπος με τον οποία αξιοποιούνται οι τεχνικές της θετικής ψυχολογίας στο νέο εργασιακό πεδίο και στα σχολεία, τους «πρωταρχικούς τόπους όπου αξίες, φιλοδοξίες και πρότυπα εμφυσώνται σε νέους ανθρώπους». Ιδιαίτερα διεισδυτική είναι η ανάλυση του πώς η οπτική αυτή αξιοποιείται από τις επιχειρήσεις ώστε οι ίδιες να εξασφαλίσουν μεγαλύτερα κέρδη από εργαζόμενους που θα έχουν αυξημένη παραγωγικότητα, μεγαλύτερη ευελιξία, αυτονομία και αντοχή απέναντι στο στρες, αλλά και μεγαλύτερη δέσμευση προς την εταιρική κουλτούρα, και που αν απολυθούν θα θεωρούν ότι γι’ αυτό φταίνε εν τέλει οι ίδιοι και ότι μετά την απόλυση τους ανοίγεται μια νέα βεντάλια ευκαιριών.