Αιμιλία Καραλή
Ο Γιάννης Ρίτσος αποτελεί μια από εκείνες τις περιπτώσεις των ποιητών που όσο περνάνε τα χρόνια τόσο μεγαλώνει η ελκτική τους δύναμη, τουλάχιστον για όσους μελετούν και αγαπούν την ποίηση. Ίσως την αφορμή για τη συνεχή ανακάλυψη των πτυχών του πολύπλευρου έργου του να την αποτέλεσε η έκδοση της συλλογής του «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», το 1991. Αν ήθελε κάποιος να νιώσει και να καταλάβει καλύτερα τα προγενέστερα έργα του, θα μπορούσε να ξεκινήσει από αυτό.
Εκεί θα δει τις σημαίες της επανάστασης που πήρε τη ζωή του να ανεμίζουν και να υποστέλλονται, να οδηγούν και να υποχωρούν. Θα δει τον έρωτα, τον άλλο εκπορθητή της ζωής του, σάρκινο και αέρινο, θαυμαστό και θαυμάσιο να τον συνοδεύει ως μνήμη, ως ανάμνηση, ως βίωμα, ως παρηγοριά. Θα συνομιλήσει με τη σιωπή του που την είπε η ποίησή του. Θα διαβάσει τον απολογισμό του και την κληροδοσία του: Ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα στο αριστερό μανίκι του. Αυτό ήθελε να μας δείξει. Και γι’ αυτό προπάντων θ’ άξιζε να με θυμάστε, σημείωνε στο «Επιλογικό».
Ο απλός, ευθύς και όρθιος τρόπος που μας αποχαιρέτησε ο ποιητής αρμόζει πλήρως στη ζωή του. Κι αυτό αντανακλά το έργο του: «Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι για να με βρείτε».Κι ο Ρίτσος έγραψε γι’ αυτά: το χάδι της μάνας, το ερωτικό βλέμμα, το λάδι του καντηλιού, τα μαντίλια του αποχαιρετισμού, το ξωκλήσι και το εικόνισμα της Παναγιάς, το φως του φεγγαριού και τη λάμψη του ήλιου, το γέλιο και το δάκρυ, την κατσαρόλα και το ταψί, τα φασολάκια, τα σταφύλια, τα στάχια, τη γέννηση ενός παιδιού και μιας ελπίδας. Κι έγραψε γι’ αυτά με μεγάλο τρόπο. Στο έργο του Ρίτσου θα βρει κάποιος μελλοντικός ερευνητής της αρχαιολογίας, έγραφε ο Γ. Σαββίδης, τους θησαυρούς των ταπεινών. Και ο Δ. Μαρωνίτης συμπλήρωνε πως ο ποιητής καθ-ιέρωσε, δηλαδή κατέστησε ιερή την καθημερινότητα των ανθρώπων: τα αντικείμενα που αποκτούν ανθρώπινες ιδιότητες και γίνονται τόποι συνάντησης των ανθρώπων, το άγγιγμα των χεριών, το θρόισμα ενός φορέματος, την ομορφιά των νεανικών σωμάτων, τη φθορά της ηλικίας πάνω στα πρόσωπα.
Οι ποιητικές αρετές του είναι μεγάλες και σπάνιες. Και τις συνδύασε πάντοτε με τη μουσική, τη ζωγραφική και το θέατρο. Εργάτη ακούραστο αποκαλούσε τον εαυτό του σε ένα από τα τελευταία του ποιήματα που γράφει ακατάπαυστα για όλους και για όλα· όπου μπορούσε: ακόμη και σε ένα πακέτο τσιγάρα, ακόμη και σε μια πέτρα, σ’ ένα ξύλο· υλικά τα οποία ζωγράφιζε και σκάλιζε στους τόπους της εξορίας του. Αξιοποίησε κάθε ποιητικό ρεύμα, κάθε ποιητική τεχνική με τέτοιο τρόπο που και οι αρχικοί του επικριτές τον θαύμασαν και τον επαίνεσαν.
Όμως τον Ρίτσο δεν φαίνεται να τον ένοιαζαν τόσο «οι έπαινοι των σοφιστών» αλλά εκείνοι «του δήμου». Γιατί με τον δήμο πορεύτηκε, με τον λαό συμβάδιζε. Και σε εποχές δύσκολες –σε πολέμους, σε δικτατορίες, σε εξορίες και φυλακές, σε «χρόνους δίσεχτους και μήνες οργισμένους», σε αρρώστιες, σε θανάτους– πάντα στον νου και στην καρδιά του είχε τα μεγάλα όνειρα, τα μεγάλα βήματα της ανυπόταχτης πολιτείας. Και αυτά τα πλήρωσε πολλαπλώς. Το αντίτιμό τους όμως το έκανε πολύμορφη και πολύτροπη ποίηση. Η ελευθερία, ο άνθρωπος, η συνείδηση, η προδοσία, ο λυγμός, η μοναξιά, η επικοινωνία, η σιωπή, η φθορά, ο θάνατος, η πέτρα, η θάλασσα είναι λέξεις και έννοιες σύμβολα που διατρέχουν όλο το έργο του.
Το ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Ρίτσου κλείνει μέσα του την ανθρώπινη κατάσταση του επαναστάτη του 20ου αιώνα που τόλμησε την έφοδο στον ουρανό. Τολμηρός, θαρραλέος τόσο στην πολιτική ζωή του, όσο και στην τέχνη του, ανέβηκε σε μεγάλες κορφές, έδειξε όμως και τις μεγάλες χαράδρες τους. Αν μελετήσει κάποιος προσεκτικά το έργο του –ποιητικό, πεζό εικαστικό– θα κατανοήσει τις αγωνίες, τη θλίψη, τον σκεπτικισμό για όλα όσα έζησε. Θα καταλάβει όμως ότι όπως και στη Μακρόνησο, ποτέ δεν «υπέγραψε». Τα έζησε και τα «ποίησε» όλα στα άκρα. Τα συμπύκνωσε στο πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα του αριστερού μανικιού του προλετάριου της τέχνης, με τ’ όνομά του σύντομο κι ευκολοπρόφερτο: Γιάννης Ρίτσος, όπως γράφει στο ποίημά του «Αποκατάσταση».
Ερη Ρίτσου: Ο πατέρας μου είχε περίσσευμα αγάπης και τρυφερότητας