Μπάμπης Συριόπουλος
▸ Τα κόμματα που αξιοποίησαν τους νεοναζί μιλούν τώρα για «δημοκρατική νίκη» και στοχοποιούν τον λαϊκισμό
Μετά την ιστορική απόφαση του δικαστηρίου που καταδίκασε τη Χρυσή Αυγή ως «εγκληματική οργάνωση», κυριαρχεί δικαιολογημένα το αίσθημα της νίκης και της δικαίωσης, όχι μόνο για τα θύματα της ναζιστικής συμμορίας και τις οικογένειές τους, αλλά και για όλους όσοι στάθηκαν ανάχωμα στην τελευταία. Το γεγονός ότι η απόφαση πάρθηκε στην αίθουσα του Εφετείου δεν μπορεί να αποκρύπτει το συντριπτικό βάρος που είχαν το αντιφασιστικό κίνημα, οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής με τον πολιτικό τους ρόλο, τα δημοκρατικά αντανακλαστικά του ελληνικού λαού, το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα. Χωρίς όλα τα προηγούμενα, καθώς και τις δεκάδες χιλιάδες που περικύκλωσαν το Εφετείο την Τετάρτη, δεν ξέρουμε (μπορούμε βέβαια να υποθέσουμε) τι απόφαση θα είχε παρθεί.
Ωστόσο, η χαρά της νίκης δεν δικαιολογεί καμία αφελή αντιφασιστική ευφορία. Η κυβέρνηση και η αστυνομία, ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά την ανακοίνωση της απόφασης, έδωσαν τις δικές τους ερμηνείες για τη «νίκη της δημοκρατίας». Σύμφωνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, στη δήλωσή του μετά την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου, τη ΧΑ ανέθρεψαν ο «λαϊκισμός» και οι «πλατείες του τυφλού μίσους και της βίας»· στοχοποίησε έτσι ο πρωθυπουργός το λαϊκό κίνημα κατά των μνημονίων σε μία ακόμα έκδοση της θεωρίας των άκρων. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου μίλησε επίσης για «φαινόμενα ακραίας πολιτικής βίας». Η λογική των δύο άκρων είναι επίσημη πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεών της που συμπεριλαμβάνουν κάτω από την ομπρέλα του λαϊκισμού και της «ριζοσπαστικοποίησης» την ακροδεξιά, τον φασισμό, τον κομμουνισμό, την αριστερά και τα κινήματα αμφισβήτησης που ξεσπούν.
Η καταδικαστική απόφαση δεν μπορεί να μας κρύβει το τι προηγήθηκε την τελευταία δεκαετία μέχρι σήμερα. Η πολιτική απόφαση της κυβέρνησης Σαμαρά να ξεκαθαρίσει με τη ΧΑ ήρθε ως αποτέλεσμα του ξεσπάσματος του αντιφασιστικού κινήματος μετά τη δολοφονία του Φύσσα και τη στροφή της ΧΑ ενάντια στα αστικά κόμματα που την εξέθρεψαν. Σύμφωνα με δημοσίευμα της Καθημερινής (7/10) για τα τεκταινόμενα στο Μέγαρο Μαξίμου το πρώτο 48ωρο μετά τη δολοφονία του Φύσσα, ο τότε πρωθυπουργός της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς ανησυχούσε «για το εκρηκτικό μείγμα που απειλεί τη χώρα», καθώς και «για τυχόν επέκταση των επεισοδίων», ενώ φοβόταν «μήπως επαναληφθούν τα φαινόμενα της δολοφονίας Γρηγορόπουλου». Αυτό το «εκρηκτικό μείγμα» εκείνες τις ταραγμένες μέρες ανάγκασε την τότε κυβέρνηση Σαμαρά να ξεκινήσει τη δικαστική δίωξη της ΧΑ και όχι η δημοκρατική ομοφωνία των κομμάτων και των θεσμών της αστικής δημοκρατίας.
Οι κυβερνήσεις, από τότε μέχρι τώρα, φρόντισαν για τις λιγότερες δυνατές απώλειες για το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του. Η Δικαιοσύνη δεν ασχολήθηκε με τους αστυνομικούς της ομάδας ΔΙΑΣ που ήταν μπροστά στη δολοφονία του Φύσσα. Οι ακροδεξιοί πυρήνες στην αστυνομία και στο στρατό έμειναν ανέγγιχτοι εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Ο «αντιτρομοκρατικός» νόμος 2928 του 2001 με το άρθρο 187, καθαγιασμένος από την αξιοποίησή του κατά της ΧΑ, παραμένει έτοιμος προς χρήση. Τα αστικά κόμματα, ελεύθερα πια από την παρουσία της ΧΑ που τα εξέθετε, μπορούν να υιοθετούν τα ίδια την ακροδεξιά, ρατσιστική, εθνικιστική της ατζέντα και μάλιστα υλοποιώντας την μέσω των «δημοκρατικών» αστικών θεσμών.
Η αντίληψη για ένα αντιφασιστικό «δημοκρατικό τόξο» εντός του οποίου θα δρουν αυτοπεριοριζόμενα και αυτολογοκρινόμενα το λαϊκό κίνημα και η αριστερά, αναθέτει στους υπαίτιους –τους αστικούς μηχανισμούς– να εξαλείψουν το αποτέλεσμα — το φασιστικό τους συμπλήρωμα. Εξάλλου, αν η ιδεολογία του φασισμού είναι ένας κανιβαλικός εμφύλιος ανάμεσα στους φτωχούς στο γήπεδο του ΤΙΝΑ και της σύγχρονης επίθεσης του κεφαλαίου, το πραγματικό αντίβαρο είναι η ενότητα των εκμεταλλευόμενων πέρα από σύνορα και κατηγοριοποιήσεις για την κοινή βελτίωση της θέσης τους. Οι δημοκρατικές και αντιφασιστικές κατακτήσεις, οι αποφάσεις κυβερνήσεων, κοινοβουλίων ή δικαστηρίων σε αυτήν την κατεύθυνση είναι δυνατές μόνο κάτω από την «εξωτερική» πίεση και την αυτοτέλεια του κινήματος.
«Τείχος της Δημοκρατίας»
Το νικηφόρο αντιφασιστικό κίνημα «φαντασιώνεται»
Στο πλαίσιο της δημοκρατικής ομοφωνίας κινούνται όλες οι απόψεις που βασίζονται στην κοινή καταδίκη της Χρυσής Αυγής από τις δυνάμεις της αστικής δημοκρατίας. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται και η πρωτοβουλία από την Εφημερίδα των Συντακτών της παρουσίασης του «δημοκρατικού τείχους» των πολιτικών αρχηγών με τις δηλώσεις τους, μεταξύ αυτών του Κ. Μητσοτάκη, του Α. Σαμαρά και του Α. Τσίπρα, πρώην πρωθυπουργών και των τριών που άφησαν ανέγγιχτο το βαθύ κράτος που συμβάδιζε, αν δεν ταυτιζόταν, με τη ΧΑ στις ενέργειες και στην κάλυψή της. Μαζί τους η Φώφη Γεννηματά, ο Δ. Κουτσούμπας και ο Γ. Βαρουφάκης. Ο Δημήτρης Ψαρράς (Εφ. Συν 5/10) αν και αναγνωρίζει τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το αστικό κράτος με το φασιστικό παρακράτος, αναθέτει στην κυβέρνηση και στη Δικαιοσύνη την πάταξή του. Το αντιφασιστικό κίνημα έχει ρόλο, αρκεί «να συνειδητοποιήσουν όλοι τον διακριτό ρόλο της δικαιοσύνης και να μην φαντασιώνονται άλλου είδους κοινωνικές και πολιτειακές σχέσεις στη σημερινή Ελλάδα». Το επιχείρημα είναι ότι δεν δικάζει ο «λαός» ή το «κίνημα» αλλά «εκείνος που θα αποφανθεί μεθαύριο για την τύχη των κατηγορούμενων ναζιστών είναι τρεις δικαστές». Όντως, οι δικαστές δικάζουν, είναι μια αναντίρρητη αλήθεια, όπως και ότι τα τρίγωνα έχουν τρεις γωνίες. Επίσης είναι αλήθεια ότι ο Χίτλερ μετά το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας» δικάστηκε το 1924 και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση (έκατσε μέσα τελικά οκτώ μήνες). Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους ναζί να καταλάβουν την εξουσία. Χωρίς «φαντασιώσεις», κάπως έτσι καταλήγουν τα πράγματα.