Ελίφ Γκιοργκού / δημοσιογράφος της Εβρενσέλ
Στην Τουρκία, ο υπουργός Παιδείας είναι… προϊστάμενος ιδιωτικού σχολείου, ο υπουργός Υγείας είναι αφεντικό ιδιωτικού νοσοκομείου και ο υπουργός Τουρισμού είναι ιδιοκτήτης τουριστικής εταιρείας. Ποιον να εξυπηρετούν, άραγε;
Όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, η πανδημία αποκάλυψε και στην Τουρκία την καταστροφή του συστήματος υγείας από τις καπιταλιστικές πολιτικές. Υπενθύμισε σε όλους ότι ο μόνος πυλώνας που το διατηρεί στα πόδια του είναι η επίμονη αντίσταση και ο αγώνας των εργαζομένων και των σωματείων στον κλάδο κατά της ιδιωτικοποίησης. Η δε περίοδος της απαγόρευσης κυκλοφορίας, χωρίς παράλληλο κλείσιμο εργοστασίων ή τη λήψη ακόμα και των στοιχειωδών μέτρων για όσους εργάζονταν σε κλειστούς χώρους ή βρίσκονταν περισσότερο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο της πανδημίας, εξέθεσαν περαιτέρω τον ταξικό χαρακτήρα της κυβερνητικής πολιτικής. Σε αυτό το φόντο, το κλείσιμο των σχολείων –που προκαλεί επιδείνωση της θέσης των γυναικών, ιδίως των εργαζόμενων– αναδεικνύει επίσης την καταστροφή της δημόσιας εκπαίδευσης και το επίπεδο στο οποίο έφτασαν οι ανισότητες εκεί.
Η πρώτη φάση του «κλεισίματος» της εκπαιδευτικής διαδικασίας άρχισε στις 16 Μαρτίου και ταυτόχρονα άρχισε η εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση, που συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα Ιουνίου. Έτσι, το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός μαθητών δεν έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο ή σε υπολογιστές τέθηκε στην ημερήσια διάταξη. Η άμεση σύνδεση μεταξύ εκπαίδευσης και φτώχειας σφράγισε όλη αυτή την περίοδο, καθώς έγινε εμφανές ότι εκατομμύρια μαθητές δεν διαθέτουν υπολογιστές, σύνδεση στο διαδίκτυο ή τηλεόραση. Σύμφωνα με έκθεση της 4ης Σεπτεμβρίου από το συνδικάτο Eğitim Sen των εκπαιδευτικών, το ποσοστό των μαθητών που είναι σε θέση να παρακολουθήσουν εξ αποστάσεως εκπαίδευση σε πολλά σχολεία δεν ξεπερνά το 15-20%. Επίσης, περισσότερο από το 70% που κατάφεραν να συμμετάσχουν το έκαναν μόνο ως ακροατές. Δεν δόθηκε κανενός είδους υποστήριξη σε σχεδόν ένα εκατομμύριο εκπαιδευτικούς ούτε για τη διευκόλυνση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης ούτε για την ανάπτυξη του αναγκαίου υλικού. Σημειώνεται, επίσης, ότι στην Τουρκία πραγματοποιούνται εξετάσεις για την είσοδο τόσο στο γυμνάσιο όσο και στα πανεπιστήμια. Αυτές οι εξετάσεις αναβλήθηκαν για πρώτη φορά μέχρι τον Ιούλιο, με την υπόθεση ότι η πανδημία θα έχει τεθεί υπό έλεγχο μέχρι τότε. Φαίνεται, όμως, πως ήταν αποτέλεσμα και της πίεσης των επιχειρηματιών του τουρισμού που ήθελαν να βγάλουν λεφτά από τους φοιτητές, ελπίζοντας ότι θα γίνονταν «εσωτερικοί τουρίστες» όσο τα σύνορα θα παρέμεναν κλειστά και οι ίδιοι δεν θα είχαν εξετάσεις! Βεβαίως, το άνισο και άδικο εξεταστικό σύστημα ήταν ήδη προβληματικό αλλά η απόφαση της κυβέρνησης το έκανε χειρότερο. Ταυτόχρονα, η τριτοβάθμια εκπαίδευση αφέθηκε στο έλεος των διοικήσεων των πανεπιστημίων (που επέλεξαν ως επί το πλείστον να αυξήσουν τα ετήσια «τέλη» για τους φοιτητές).
Η κυβέρνηση διαθέτει 4,6% για την εκπαίδευση και 13% συνολικά για στρατιωτικές δαπάνες!
Η νέα περίοδος στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση ξεκίνησε στις 21 Σεπτεμβρίου. Μόνο τα παιδιά του νηπιαγωγείου και του δημοτικού σχολείου ξεκίνησαν με φυσική παρουσία, με περιορισμούς. Άλλα μαθήματα ξανάρχισαν μόνο εξ αποστάσεως. Κι αυτό παρά το ότι μια επιστολή ενός δασκάλου που εστάλη στην εφημερίδα Εβρενσέλ από την Άγκυρα, αναφέρει ότι μόνο 7 ή 8 από τους 23 συνολικά μαθητές του ήταν σε θέση να συμμετάσχουν σε αυτή τη διαδικασία. Σαν να μην έφτανε αυτό, στις 22 Σεπτεμβρίου, νωρίς το πρωί, το διαδικτυακό σύστημα αναγκάστηκε να κλείσει λόγω «υπερφόρτωσης». Όμως, η αντίδραση του υπουργού Παιδείας, ήταν ότι «είναι πραγματικά θετικά νέα για εμάς το ότι υπάρχει απίστευτη ζήτηση»! Μετά τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, το υπουργείο διαπίστωσε ότι εκδηλώθηκε… κυβερνοεπίθεση.
Ένα επιπλέον πρόβλημα αφορά τους κουρδικής καταγωγής μαθητές, οι οποίοι αδυνατούν να επικοινωνήσουν στη μητρική τους γλώσσα. Η αδυναμία πρόσβασης στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση αυτών των παιδιών, με γονείς που έχουν μεταναστεύσει με τις οικογένειές τους για εποχική εργασία στα χωράφια, είναι αυτονόητη.
Ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του, κατά τη διάρκεια των 18 ετών διακυβέρνησής τους, δεν είχαν πρόθεση να επιλύσουν τα προβλήματα στην εκπαίδευση. Τα κονδύλια που δεν διατίθενται σε αυτόν τον κλάδο, όπως και στην υγεία διανέμονται σε εταιρείες της προτίμησής τους και δαπανώνται για εξοπλισμούς για επεμβάσεις σε άλλες χώρες, όπως η Συρίας, το Ιράκ και η Λιβύη ή για την υποκίνηση περιφερειακών εντάσεων και εχθροπραξιών μεταξύ λαών όπως συμβαίνει στην ανατολική Μεσόγειο και πρόσφατα στην Αρμενία. Για του λόγου το αληθές, το ποσοστό των δαπανών του προϋπολογισμού για τη δημόσια εκπαίδευση το 2020 ανήλθε στο 4,6%, ενώ για τις στρατιωτικές δαπάνες στο 13%.