Μάκης Γεωργιάδης
Mε τις φλόγες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου να σιγοκαίνε ακόμη και τον Κόκκινο Οκτώβρη να έχει επικρατήσει και να δίνει φτερά στην εργατική τάξη ανά την υφήλιο, το ιταλικό επαναστατικό κίνημα βρέθηκε εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρισιακής δίνης, η οποία δεν άφηνε στην πραγματικότητα πολλά περιθώρια επιλογών. Η κυοφορούμενη επανάσταση στην Ιταλία την Κόκκινη Διετία δεν έγινε ποτέ και το εργατικό κίνημα πλήρωσε βαρύ τίμημα στη συνέχεια με την άνοδο του φασισμού.
1918, Νοέμβριος ● Κομπιέν. Υπογράφεται ανακωχή ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ και τη Γερμανία, τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου.
1919, Καλοκαίρι ● Τριήμερη απεργία αλληλεγγύης στη Σοβιετική Ένωση.
1920, Απρίλιος ● Τορίνο. Ξεκινά η μεγάλη απεργία η οποία αποτυγχάνει.
1920, Ιούνιος ● Ο στρατός στασιάζει στην Ανκόνα προκειμένου να μην πολεμήσει στην Αλβανία.
1920, Αύγουστος ● Μιλάνο. Μεγάλη απεργία εναντίον του εργοδοτικού lock down η οποία επεκτείνεται σε όλη τη χώρα.
1921, Ιανουάριος ● Λιβόρνο. Ιδρύεται το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI).
Περίπου τέτοια εποχή, πριν από έναν αιώνα, έκλεινε με υπονόμευση από τις ηγεσίες και οδυνηρούς συμβιβασμούς, η «κόκκινη διετία» 1919-1920. Η διετία των εργατικών συμβουλίων, των καταλήψεων εργοστασίων, των ένοπλων συγκρούσεων και των συγκλονιστικών απεργιών, του εργατικού ελέγχου. Αναμφίβολα, αυτή η διετία συμπυκνώνει το μεγαλείο και την τραγωδία ενός εργατικού κινήματος με δυνατότητες να πραγματοποιήσει τη δική του έφοδο στον ουρανό, για να βρεθεί δέσμιο του φασισμού σε μια σφαγή στα πολεμικά πεδία σε συνέχειες.
Το σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, άλλωστε, αποτέλεσε θρυαλλίδα για το επαναστατικό ξέσπασμα στην Ιταλία. Ήδη από τον καιρό της ενοποίησής της και της δημιουργίας εθνικού αστικού κράτους, που συντελέστηκε σχετικά αργά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η χώρα αποτελεί θέατρο αβυσσαλέων ανισοτήτων και, συνεπώς, πεδίο σφοδρών ταξικών συγκρούσεων. Παράλληλα με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου στον βορρά με επίκεντρο το Τορίνο, αναπτύσσεται ρωμαλέο και πολυάριθμο το προλεταριάτο. Από την άλλη, ο νότος υποφέρει από οικονομική καθυστέρηση και κοινωνική οπισθοδρόμηση, καθώς φεουδαλικά κατάλοιπα είναι ζωντανά και επιπλέον υπάρχει ένας ακόμη παράγοντας που τα ενισχύει: η καθολική εκκλησία. Στα πρώτα του χρόνια το ιταλικό κράτος θυμίζει τεχνητή συγκόλληση μικρότερων κρατών. Παρ’ όλα αυτά, η ριζοσπαστικοποίηση σημαντικού τμήματος της εργατικής τάξης και της διανόησης θα οδηγήσει, ήδη από το 1891, στην ίδρυση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI), το οποίο θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο τις επόμενες δεκαετίες και φυσικά την κρίσιμη «κόκκινη διετία».
Παράλληλα, στην Ιταλία αναπτύχθηκε σημαντικά και το αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα. Ο πόλεμος έχει οδηγήσει τόσο την εργατική τάξη όσο και τους πληθυσμούς της υπαίθρου στην απόλυτη εξαθλίωση και ανέχεια. Ο αυταρχισμός του καθεστώτος υπό τον βασιλιά αυξάνει την καταπίεση στα πολεμικά μέτωπα και στο εσωτερικό. Το PSI είναι από τα ελάχιστα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης που έχει τηρήσει στάση ουδετερότητας και δεν έχει υποταχθεί στις εθνικές χίμαιρες. Αυτή η στάση, ασφαλώς, πόρρω απείχε από την επαναστατική γραμμή, ωστόσο απελευθέρωσε κάποιες δυνάμεις και οι παρεμβάσεις εναντίον του πολέμου από την αριστερή του πτέρυγα πάτησαν σε γόνιμο έδαφος και έστρεψαν σε μια πολιτική και δυνάμει επαναστατική προοπτική το ογκούμενο κύμα οργής των πληβειακών στρωμάτων. Οι λιποταξίες στο μέτωπο γίνονται μαζικό φαινόμενο, οι αγροτικοί πληθυσμοί εξεγείρονται τακτικά με τυφλά ξεσπάσματα βίας. Παράλληλα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1910, η εργατική τάξη οργανώνεται σε εργοστασιακά συμβούλια, τα οποία αποκλήθηκαν και «ιταλικά σοβιέτ», προχωρά σε καταλήψεις εργοστασίων και απόπειρες εργατικού ελέγχου. Ήδη από τον δεύτερο χρόνο του πολέμου οι απεργίες φουντώνουν και καταλήγουν πολλές φορές σε ένοπλες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής.
Eργατικές φρουρές συγκροτούνται, με ευθύνη των συμβουλίων για να προασπίσουν τα εργοστάσια
Το τέλος του πολέμου θα βρει την Ιταλία στο στρατόπεδο των νικητών, αλλά ταυτόχρονα σε βαθιά κρίση, διχασμένη και με βαριές απώλειες. Το επισιτιστικό πρόβλημα επιτείνει τα αδιέξοδα. Το 1919 φέρνει στο προσκήνιο τις καταλήψεις των εργοστασίων και την αυτοοργάνωση των εργατών, οι οποίοι καταλαμβάνουν κρίκους της αλυσίδας εφοδιασμού με είδη πρώτης ανάγκης. Ένοπλες εργατικές φρουρές συγκροτούνται, με ευθύνη των συμβουλίων, για να προασπίσουν τα εργοστάσια και την παραγωγή από τους εργοδοτικούς μηχανισμούς, την κυβέρνηση, το στρατό. Το Τορίνο, το Μιλάνο, η Γένοβα συγκλονίζονται από τις απεργίες. Στη Φλωρεντία, την Αγκόνα, την Εμίλια Ρομάνα καταλαμβάνονται αποθήκες και δημόσια κτίρια και τα τρόφιμα μοιράζονται στον λαό. Παράλληλα, η επιτυχία των μπολσεβίκων στη Ρωσία, πυκνώνει τις γραμμές του PSI και των συνδικάτων με κύματα νέων μελών απευθείας από τα σπλάχνα της εργατικής τάξης.
Εργοδότες και κυβέρνηση τηρούν άκαμπτη στάση στις εργατικές διεκδικήσεις. Το 1920 το κίνημα κορυφώνεται και φτάνει σε κρίσιμη καμπή. Οι καταλήψεις κλιμακώνονται και τα συμβούλια έχουν αναπτυχθεί πλήρως. Τον Αύγουστο, τα μεγαλύτερα συνδικάτα, η γενική συνομοσπονδία και η ομοσπονδία των εργατών μετάλλου (FIOM), με επίκεντρο το Τορίνο, κηρύσσουν γενική απεργία. Οι φλόγες της τυλίγουν την Ιταλία απ’ άκρη σε άκρη και περισσότερα από δύο εκατομμύρια εργάτες συμμετέχουν στις καταλήψεις. Ίσως αυτό είναι και το πλέον κρίσιμο διάστημα, όπου τα σοβαρά κενά στρατηγικής και τακτικής οδήγησαν σε οδυνηρό συμβιβασμό και ήττα. Ασφαλώς, η κριτική εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς μικρή ως μηδαμινή αξία έχει. Η ιστορία γράφεται με τις αποφάσεις που πάρθηκαν ή δεν πάρθηκαν την κρίσιμη ώρα. Αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες πάντοτε συντελούν σε αυτό. Κομβικό αποδείχτηκε το ζήτημα της εξουσίας και ενός συνεκτικού και αποφασιστικού σχεδίου για την κατάληψή της. Τελικά, αποδείχτηκε ότι το πιο συνεκτικό σχέδιο το είχε η ηγεσία του PSI, η οποία μιλούσε επαναστατικά, αλλά έπραττε υποταγμένη στους κανόνες της αστικής δημοκρατίας.
Συνακόλουθα, το ζήτημα της εξουσίας θέτει επί τάπητος και το ζήτημα του κόμματος, της συγκρότησης της πρωτοπορίας και του υποκείμενου. Έτσι και οι επαναστατικές δυνάμεις εντός PSI υπό τον Γκράμσι και τον Μπορντίγκα δεν κατάφεραν να ξεφύγουν εγκαίρως από το θανάσιμο εναγκαλισμό με τους ρεφορμιστές. Άλλα ρεύματα, όπως το αναρχοσυνδικαλιστικό, επίσης δεν μπόρεσαν να προωθήσουν μια λογική υπέρβασης του καπιταλισμού, από τη δική τους οπτική. Το κενό στρατηγικής κλήθηκαν εκ των πραγμάτων να καλύψουν τα συμβούλια, τα οποία συνεθλίβησαν στις Συμπληγάδες της ακραίας υποτίμησης από τη μια και της αποθεωτικής υπερτίμησης από την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο το εργατικό κίνημα δεν θα ηττηθεί απλώς, αλλά θα βιώσει και την τραγωδία του φασισμού.