Αναμενόμενα, σε γενικές γραμμές, ήταν τα στοιχεία για το ΑΕΠ κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, οπότε και καταγράφηκε συρρίκνωση της τάξης του 15,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019. Με τη δημοσιοποίησή τους, δε, συμπληρώθηκε το παζλ που δείχνει ότι οι επιπτώσεις της κρίσης την οποία προκάλεσε η πανδημία είναι σαφώς μεγαλύτερες για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, εξαιτίας και του μεγαλύτερου ειδικού βάρους που έχει ο τουρισμός σε αυτές — για του λόγου το αληθές, τα αντίστοιχα ποσοστά έχουν διαμορφωθεί στο 22,1% για την Ισπανία, 19% για τη Γαλλία, 17,3% για την Ιταλία και 16,5% για την Πορτογαλία.
Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, η οριακά καλύτερη εικόνα που αποτυπώνουν οι αριθμοί για την Ελλάδα δεν δικαιολογεί τους πανηγυρισμούς ορισμένων κυβερνητικών στελεχών. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι είχε προηγηθεί μια καταστροφική δεκαετία που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια του ενός τετάρτου του ΑΕΠ και την εκτίναξη του δημόσιου χρέους πάνω από το 180%. Παράλληλα, το πλήγμα που δέχθηκαν τα λαϊκά στρώματα και ο κόσμος της εργασίας στο ίδιο διάστημα υπήρξε συντριπτικό. Έτσι, η Ελλάδα εκκινεί από σαφώς μειονεκτική θέση, ενώ τα ποσά στα οποία ελπίζει από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ (που δεν είναι ακόμη δεδομένα) θα αργήσουν να έρθουν — και όταν αυτό γίνει, θα συνοδεύονται από νέους σκληρούς μνημονιακού τύπου όρους.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη δεδηλωμένη απόφαση του κεφαλαίου και της κυβέρνησης της ΝΔ να αξιοποιήσουν την κρίση, προκειμένου να επιταχύνουν και να ολοκληρώσουν τις αντιδραστικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα, προδιαγράφουν μαύρες μέρες για την πλειοψηφία του λαού.