Αντώνης Κουρούκλης
Τα τελευταία χρόνια ολοένα και αυξάνεται η βιβλιογραφική παραγωγή γύρω από το ζήτημα της παγκόσμιας ανισότητας. Δύο από τα πλέον δημοφιλή έργα είναι το Παγκόσμια Ανισότητα του Μπράνκο Μιλάνοβιτς και το προγενέστερο Το Κεφάλαιο τον 21ο Αιώνα του Τομά Πικετί — τουλάχιστον απ’ αυτά που εμείς γνωρίζουμε. Κατά την άποψή μας, ακόμη κι αν διαφοροποιούνται σχετικά στη βάση των θεωρητικών τους προσεγγίσεων, η θεμελιώδης φιλοσοφία τους –όπως και αρκετών άλλων– κινείται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και αποτελούν σημαντικά σημεία αναφοράς που τροφοδοτούν και οριοθετούν ένα αρκετά διευρυμένο πλαίσιο δημόσιου διαλόγου.
Θα ξεκινήσουμε με μια σύντομη αναφορά σε αυτά, τα θεωρούμενα και «best sellers» της κατηγορίας, ξεκαθαρίζοντας ότι αυτή δεν πρέπει να εκληφθεί ούτε καν ως συνοπτική παρουσίαση, αφού αυτό θα ενείχε τον κίνδυνο δημιουργίας υπεραπλουστευμένων και, κυρίως, μονοδιάστατων εντυπώσεων για το συνολικό περιεχόμενό τους. Αντίθετα, οι αναφορές μας υπηρετούν –με αντικειμενικό ελπίζουμε τρόπο– αυτό που στο κείμενό μας θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε: Oι συγκεκριμένοι συγγραφείς επιλέγουν μια «κυκλική» αντί μιας «ευθύγραμμης» πορείας σχετικά με τη θεωρητική ανάλυση και τα συμπεράσματα που αφορούν τη συγκεκριμένη ιστορική οικονομική περίοδο, προκειμένου να αποφύγουν την «κακοτοπιά» είτε της αντιπαράθεσης είτε ενδεχομένως της επιστημονικής προσέγγισης με την πραγματική, διαχρονική και ολοκληρωμένη Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, όπως αυτή εκφράστηκε πριν από σχεδόν 150 χρόνια.
Επιλέγοντας τον αβανταδόρικο τίτλο Το Κεφάλαιο τον 21ο Αιώνα, ο Τομά Πικετί εκκινεί από την πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση και φτάνοντας ως τις μέρες μας εμφανίζει τη μακροχρόνια τάση της παγκόσμιας ανισότητας υπό τη μορφή καμπύλης σχήματος U. Το κατώτατο σημείο της καμπύλης αντιστοιχεί στην περίοδο άμβλυνσης των ανισοτήτων και αφορά την περίοδο από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, ενώ τα δύο άκρα στην περίοδο πριν και μετά (υψηλή ανισότητα). Με βάση τα παραπάνω και λαμβάνοντας κυρίως υπ’ όψιν τα παραδείγματα της Αγγλίας και της Γαλλίας μέχρι το 2014, η συνολική αξία του εθνικού κεφαλαίου κυμαινόταν γύρω στα έξι έως επτά έτη εθνικού εισοδήματος, δηλαδή, μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίου (περιουσιών) σε σχέση με το εθνικό εισόδημα (ετήσια ροή εισοδήματος και παραγωγής) που σημαίνει υψηλή ανισότητα. Από το 1914 και μετά, ο λόγος αυτός καταρρέει, για να φτάσει τη δεκαετία του ’50 στα δύο έως τρία έτη εθνικού εισοδήματος, δηλαδή σε δραστική μείωση της ανισότητας. Στη συνέχεια, η τάση εμφανίζεται ήπια αυξητική μέχρι τη δεκαετία του ’70, όπου επιταχύνεται, για να φτάσει στη δεκαετία του 2010 στο επίπεδο που είχε πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς διαφοροποιείται από τον Πικετί, τόσο μεθοδολογικά όσο και θεωρητικά, στηριζόμενος στη «Θεωρία Κούζνετς» (1955), την οποία ο δεύτερος θεωρεί –σωστά κατά την άποψή μας– εντελώς παρωχημένη. Εν τάχει, ο Σάιμον Κούζνετς υποστήριξε πως οι εισοδηματικές ανισότητες θα μειώνονται αυτόματα στις προηγμένες φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης –λόγω διατομεακών μετατοπίσεων στην οικονομία μέσω της αγοράς και άρα μείωση της σημασίας του ήδη καθιερωμένου πλούτου– όποιες κι αν είναι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές ή οι ιδιαιτερότητες κάθε χώρας, μέχρι να παγιωθούν σε ένα ανεκτό κοινωνικά επίπεδο, καμπύλη σχήματος ανεστραμμένου U (καμπάνας). Ο Μιλάνοβιτς λοιπόν παρουσιάζει –σχηματικά– τις δύο θεωρίες (Πικετί & Κούζνετς) σε μία, διατυπώνοντας μία δική του, η οποία περιγράφει τη διαχρονική μεταβολή της ανισότητας με τη μορφή περιοδικών κύκλων. Σχηματικά, την απεικονίζει με κυματοειδή μορφή, όπου την ανεστραμμένη καμπύλη U του Κούζνετς (1914 έως περίπου 1970, μείωση ανισότητας) διαδέχεται η καμπύλη U του Πικετί (1970 και μετά, αύξηση ανισότητας) και η οποία, με τη σειρά της, κάποτε… θα μετατραπεί εκ νέου σε ανεστραμμένη (μείωση ανισότητας). Για να επεκτείνει τη «Θεωρία των Κυμάτων Κούζνετς», όπως την ονομάζει, και στην ιστορική περίοδο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκκινεί –ατυχώς κατά την άποψή μας– από την προβιομηχανική εποχή.
Στον θεωρητικό πυρήνα αυτών των διαπιστώσεων επιβάλλεται να επισημάνουμε: O Πικετί, με βάση τα εμπειρικά δεδομένα, διατυπώνει δύο, κατά την άποψή του, θεμελιώδεις «νόμους» του καπιταλισμού. Αναφέρουμε μόνο την ανισότητα r>g, που αποτελεί την κοινή τους βάση και στην οποία εμφανίζεται το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου υψηλότερο από το ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Εκεί, ουσιαστικά, στηρίζεται το βασικό του συμπέρασμα, το οποίο συνίσταται στο εξής: όταν αυξάνεται η διαφορά τους, οι περιουσίες που προέρχονται από το παρελθόν ανακεφαλαιοποιούνται ταχύτερα από τον ρυθμό ανόδου της παραγωγής και των μισθών και οδηγούμαστε σε αύξηση της ανισότητας — και το αντίστροφο. Κατά την άποψή του, η περίοδος μείωσης της ανισότητας προέκυψε λόγω της τεράστιας καταστροφής κεφαλαίου κατά τη διάρκεια των δύο πολέμων (αναφέρεται σε αυτούς ωσάν να προκύπτουν από μόνοι τους) και της σχετικά υψηλής φορολόγησης του κεφαλαίου, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (ως δευτερεύουσα αιτία αναφέρει την ταξική πάλη, την Οκτωβριανή Επανάσταση κ.λπ.). Τι προτείνει; Την επιβολή ετήσιου προοδευτικού φόρου και κάποιες θεσμικές αλλαγές.
Ο Μιλάνοβιτς προσεγγίζει θεωρητικά το ζήτημα της εσωτερικής ανισότητας, εκκινώντας από τα πρώτα στάδια της Βιομηχανικής Επανάστασης και τη σύνδεση του μισθού με το εισόδημα. Θεωρεί ότι η αύξηση της ανισότητας οφείλεται στη δυνατότητα δημιουργίας «εισοδήματος επιβίωσης» από τη μια και πλεονάσματος από την άλλη, το οποίο απορροφάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις οικονομικές ελίτ. Στη συνέχεια, αναφέρεται στην τάση περιορισμού της ανισότητας που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, η οποία –κατά τον ίδιο– οφείλεται στη μείωση της απόδοσης του κεφαλαίου, στην ενίσχυση του αιτήματος αναδιανομής (αυτά συνιστούν τον «καλοήθη μηχανισμό», όπως τον αποκαλεί) και στην αλληλεπίδρασή τους με έναν «κακοήθη μηχανισμό» που περιλαμβάνει τους πολέμους και τις επαναστάσεις. Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, κατά τον Μιλάνοβιτς, οι δυνάμεις που επηρέασαν πτωτικά την ανισότητα έπαψαν να υφίστανται, επειδή μια νέα (δεύτερη) τεχνολογική επανάσταση (πληροφορική, τομέας των υπηρεσιών) δημιούργησε τις προϋποθέσεις νέας διεύρυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων. Σε αντίθεση όμως με τον Πικετί και το ισχυρό ενδεχόμενο μιας αέναης τάσης αύξησης της ανισότητας στον 21ο αιώνα, ο Μιλάνοβιτς –στη βάση της «Θεωρίας των Κυμάτων Κούζνετς» που αναφέραμε παραπάνω– αναμένει ή θεωρεί πιθανή την αντιστροφή της ανοδικής της πορείας και τη μετατροπή της σε πτωτική. Με ποιο τρόπο; Μέσω πολιτικών που θα οδηγήσουν σε πιο προοδευτική φορολόγηση, θεσμικών αλλαγών και της πιθανής εισοδηματικής σύγκλισης μεταξύ χωρών — το τελευταίο πάντως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Οι μελέτες των δύο συγγραφέων καταλήγουν στο, απολογητικό τελικά, συμπέρασμα για την ανάγκη ενός πιο αναδιανεμητικού και λιγότερο άνισου καπιταλισμού
Ως αρχική γενική παρατήρηση, θα λέγαμε πως κοινό χαρακτηριστικό τους αποτελεί το γεγονός ότι οι προσεγγίσεις τους στηρίζονται στη βάση ιστορικών στατιστικών δεδομένων, ενώ οι θεωρητικές τους αναφορές αποτελούν σε –μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό– παρακολούθημα της διαμόρφωσης και της εξέλιξης αυτών των δεδομένων. Είναι κάτι που αποτελεί και τη μεγάλη τους αδυναμία, αφού οι ουσιαστικές εσωτερικές σχέσεις του ζητήματος της ανισότητας –και κυρίως της ολότητας της οποίας αποτελεί μέρος– εμφανίζονται σαν εξωτερικές, όπως και οι σχετικοί προσδιορισμοί της. Ο πρώτος τέτοιος κοινός προσδιορισμός αφορά το «προπατορικό αμάρτημα» της αστικής πολιτικής οικονομίας, δηλαδή την υιοθέτηση των σχέσεων διανομής ή κατανομής ως αφετηριακή θεωρητική αρχή, σαν το μοναδικό ιστορικό γίγνεσθαι, σε αντίθεση με τη σφαίρα της παραγωγής, της οποίας ο ειδικός χαρακτήρας και οι αντίστοιχες σχέσεις –εκτός των άλλων– αντιμετωπίζονται σαν αιώνια πραγματικότητα.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, οι μελέτες τους «σβήνουν» στο ρηχό και αφηρημένο –και στην ουσία του απολογητικό– συμπέρασμα για την αναγκαιότητα ενός πιο αναδιανεμητικού και λιγότερο άνισου καπιταλισμού, μέσω της αύξησης της φορολογίας κλπ. Βλέπουν, δηλαδή, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, λύση εκεί που στην πιο μετριοπαθή περίπτωση θα έπρεπε να βλέπουν πρόβλημα. Αφήνουν ανέγγιχτο ολόκληρο το αιτιακό πλέγμα που στηρίζεται στον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, εστιάζοντας σε ιδιαιτερότητες και επιμέρους χαρακτηριστικά, από τα οποία άλλα ανήκουν και άλλα δεν ανήκουν εννοιολογικά στον προσδιορισμό του κεφαλαίου σαν αυτό που είναι πέρα από οτιδήποτε άλλο: μια σχέση παραγωγής. Αντιμετωπίζουν το κεφάλαιο μόνο σαν αντικείμενο, σαν πράγμα (πλούτος, περιουσία κ.λπ.), έστω σαν συντελεστή παραγωγής, αλλά σε καμιά περίπτωση σαν σχέση (κυρίως απέναντι στην εργασία). Αποφεύγουν ή αρνούνται να δουν το «κεφάλαιο» γενικά, σε αντίθεση με τα επιμέρους κεφάλαια, όπως ο Κ. Μαρξ, ο οποίος το περιγράφει «σαν αφαίρεση που δεν είναι αυθαίρετη, αλλά συμπυκνώνει την ειδοποιό διαφορά του κεφαλαίου σε αντιδιαστολή με όλες τις άλλες μορφές του πλούτου», αναφέροντας ταυτόχρονα ότι «ο σχηματισμός της χρηματικής περιουσίας πριν από τη μετατροπή της σε κεφάλαιο, ανήκει στην προϊστορία της αστικής οικονομίας». Μόνο εκκινώντας από τη συγκεκριμένη θέση και από τον κεντρικό ρόλο του κεφαλαίου στην παραγωγική διαδικασία, αυτό εμφανίζεται ως ιδιαίτερη παραγωγική σχέση και το ζήτημα της αυτο-αξιοποίησης, του αυτο-πολλαπλασιασμού του, το οποίο μέσα και από τις αντιφάσεις του τροφοδοτεί την αυξητική τάση της ανισότητας, ως ένας από τους βασικούς καθορισμούς της σχέσης αυτής. Επομένως, αφετηριακά και η ανισότητα (με τις μεταβολές της) παρουσιάζεται ως παράγωγη εσωτερική σχέση, ενώ οι θεωρούμενοι από τους δύο συγγραφείς, λίγο έως πολύ, εξωγενείς παράγοντες (ταξική πάλη, τεχνολογία, πόλεμοι κ.ο.κ.) εντάσσονται οργανικά σ’ αυτήν ως οι επιμέρους μεταβλητές της. σχέσεις –εκτός των άλλων– αντιμετωπίζονται σαν αιώνια πραγματικότητα.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, οι μελέτες τους «σβήνουν» στο ρηχό και αφηρημένο –και στην ουσία του απολογητικό– συμπέρασμα για την αναγκαιότητα ενός πιο αναδιανεμητικού και λιγότερο άνισου καπιταλισμού, μέσω της αύξησης της φορολογίας κλπ. Βλέπουν, δηλαδή, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, λύση εκεί που στην πιο μετριοπαθή περίπτωση θα έπρεπε να βλέπουν πρόβλημα. Αφήνουν ανέγγιχτο ολόκληρο το αιτιακό πλέγμα που στηρίζεται στον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, εστιάζοντας σε ιδιαιτερότητες και επιμέρους χαρακτηριστικά, από τα οποία άλλα ανήκουν και άλλα δεν ανήκουν εννοιολογικά στον προσδιορισμό του κεφαλαίου σαν αυτό που είναι πέρα από οτιδήποτε άλλο: μια σχέση παραγωγής. Αντιμετωπίζουν το κεφάλαιο μόνο σαν αντικείμενο, σαν πράγμα (πλούτος, περιουσία κ.λπ.), έστω σαν συντελεστή παραγωγής, αλλά σε καμιά περίπτωση σαν σχέση (κυρίως απέναντι στην εργασία). Αποφεύγουν ή αρνούνται να δουν το «κεφάλαιο» γενικά, σε αντίθεση με τα επιμέρους κεφάλαια, όπως ο Κ. Μαρξ, ο οποίος το περιγράφει «σαν αφαίρεση που δεν είναι αυθαίρετη, αλλά συμπυκνώνει την ειδοποιό διαφορά του κεφαλαίου σε αντιδιαστολή με όλες τις άλλες μορφές του πλούτου», αναφέροντας ταυτόχρονα ότι «ο σχηματισμός της χρηματικής περιουσίας πριν από τη μετατροπή της σε κεφάλαιο, ανήκει στην προϊστορία της αστικής οικονομίας». Μόνο εκκινώντας από τη συγκεκριμένη θέση και από τον κεντρικό ρόλο του κεφαλαίου στην παραγωγική διαδικασία, αυτό εμφανίζεται ως ιδιαίτερη παραγωγική σχέση και το ζήτημα της αυτο-αξιοποίησης, του αυτο-πολλαπλασιασμού του, το οποίο μέσα και από τις αντιφάσεις του τροφοδοτεί την αυξητική τάση της ανισότητας, ως ένας από τους βασικούς καθορισμούς της σχέσης αυτής. Επομένως, αφετηριακά και η ανισότητα (με τις μεταβολές της) παρουσιάζεται ως παράγωγη εσωτερική σχέση, ενώ οι θεωρούμενοι από τους δύο συγγραφείς, λίγο έως πολύ, εξωγενείς παράγοντες (ταξική πάλη, τεχνολογία, πόλεμοι κ.ο.κ.) εντάσσονται οργανικά σ’ αυτήν ως οι επιμέρους μεταβλητές της.
Ενίσχυση κυριαρχίας κεφαλαίου πάνω στην εργασία
▸ Οι δύο συγγραφείς παρερμηνεύουν τον Μαρξ και εξαντλούνται σε ταυτολογίες
ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ των Μιλάνοβιτς και Πικετί περιορίζονται να συσχετίζουν τις αλλαγές στον χαρακτήρα της μισθωτής εργασίας με τη μεταβολή της ανισότητας, χωρίς να καθορίζουν την κατανομή (ανισοκατανομή) του προϊόντος αυτής της εργασίας ως το ειδικό περιεχόμενο και στόχο αλλά και την πιο καθοριστική προϋπόθεση του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ανεξάρτητα από τους όποιους μετασχηματισμούς του. Από το σημείο εκείνο, με βάση τα διαθέσιμα πλέον ιστορικά δεδομένα και τη δική τους εμπειρική επιβεβαίωση των διαχρονικών τάσεων ενίσχυσης της θέσης του κεφαλαίου και της αύξησης της ανισότητας, θα έφταναν ανεμπόδιστα και χωρίς ενδοιασμούς –μέσω «ευθύγραμμης πορείας» όπως προείπαμε– στον πραγματικό, οργανικό νόμο που διέπει τη συγκεκριμένη διαδικασία και ο οποίος αναφέρεται στο γεγονός ότι «ο συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής, όχι μόνο αναπτύσσει την κοινωνική δύναμη της εργασίας υπέρ του κεφαλαίου, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί συνεχώς καινούριους όρους για την ενίσχυση της κυριαρχίας του πάνω στην εργασία». Ταυτόχρονα, θα ενέτασσαν στο αναλυτικό τους πλαίσιο βασικές παραμέτρους, τις οποίες τώρα παρακάμπτουν, όπως π.χ. αυτές που διαμορφώνονται από τη γεμάτη αντιφάσεις κίνηση της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας με τις εναλλαγές του περιοδικού κύκλου που διαγράφει ο βιομηχανικός κλάδος, με αποκορύφωμα τις γενικές κρίσεις.
Αντί αυτών έχουμε θεωρητικές κατασκευές –όπως οι «Θεμελιώδεις Νόμοι» του Πικετί για όποιον τους μελετήσει– που ιδωμένες από την πλευρά της μαρξικής ανάλυσης υποβιβάζονται σε απλές ταυτολογίες. Στην καλύτερη περίπτωση, διατυπώνουν ή περιγράφουν μέρος της συνολικής διαδικασίας, αλλά δεν την ερμηνεύουν. Παράλληλα, οι δύο συγγραφείς είτε παρερμηνεύουν τον ίδιο τον K. Μαρξ (ο Πικετί σχετικά με τον αντιεπιστημονικό και βάρβαρο τρόπο που εργαλειοποιεί και προσαρμόζει στα δικά του μέτρα τη μαρξική θέση της συσσώρευσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου με όρους δήθεν τελεολογικής «Αποκάλυψης», την πτωτική τάση του κέρδους κ.α.), είτε εκφράζουν γενικές επιστημονικές απόψεις, όπως αυτή που εμπεριέχεται στη φράση του Μιλάνοβιτς («Η μελέτη της παγκόσμιας ανισότητας ουσιαστικά ισοδυναμεί με τη μελέτη της οικονομικής ιστορίας του πλανήτη μας»), η οποία ουσιαστικά το μοναδικό που προσφέρει είναι να αντιστρέφει τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος.
Η αξία της μαρξικής οικονομικής θεωρίας
Αναρωτιόμαστε, τέλος, γιατί, με βάση και τα διαθέσιμα πλέον –όπως αναφέραμε παραπάνω– ιστορικά δεδομένα και στοιχεία δεν ξεδιπλώνουν το ερμηνευτικό πλαίσιο των νεοκλασικών ή νεοκεϊνσιανών μακροοικονομικών υποδειγμάτων γενικής ισορροπίας, της οικονομικής της ευημερίας κ.ο.κ. Προφανώς, επειδή θα τους οδηγούσαν σε αδιέξοδα ή σε πλήρη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Ανομολόγητα, λοιπόν, παρότι δεν είναι στις προθέσεις τους, ξαναβάζουν – έστω και με αρνητικό τρόπο– τη μαρξική οικονομική θεωρία σε θέση μηχανοδηγού πιο σωστό, βέβαια, θα ήταν να πούμε ότι αυτό είναι έργο της ίδιας της Ιστορίας. Οφείλουμε, να επισημάνουμε ότι αυτή η επαναφορά καθίσταται επαρκής μόνο μέσω του επαναπροσδιορισμού της ή, ορθότερα, του επανακαθορισμού της ως αυτό που ήταν από την αρχή: μια επιστημονική αφαίρεση, η πιο ολοκληρωμένη και διαχρονική, σχετικά με τη μελέτη των κυρίαρχων τάσεων της αστικής κοινωνίας.
Ολοκληρώνοντας, θα επαναλάβουμε ότι ανεξάρτητα από την κριτική μας, η οποία επικεντρώνεται συνοπτικά, όπως προαναφέραμε, σε συγκεκριμένα θεωρητικά πεδία της προβληματικής των δύο συγγραφέων, τα έργα αυτά –στο σύνολό του– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε πολλαπλά επίπεδα, όπως αυτό της καταγραφής και της αναλυτικής απεικόνισης των ιστορικών δεδομένων, της ανισότητας μεταξύ χωρών, της διάρθρωσης του ανώτερου δεκατημορίου και του ανώτατου εκατοστημορίου της εισοδηματικής ιεραρχίας, των υφιστάμενων τάσεων επιμέρους μεταβλητών της καπιταλιστικής οικονομίας, της μεγέθυνσης κ.λπ. και αξίζει να διαβαστούν.