Ντίνα Ρέππα
Η σκυτάλη των αποφασιστικών αγώνων ανατροπής στον μαχόμενο κόσμο της εκπαίδευσης
(φωτογραφία του Μιχάλη Μιλτσακάκη) Μεγαλειώδη πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν κι αυτή την εβδομάδα σε ολόκληρη τη χώρα. Σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Λάρισα, Πάτρα και σε πολλές ακόμα πόλεις, εκπαιδευτικοί, φοιτητές, μαθητές και γονείς διατράνωσαν τη μαζική αντίθεση τους στις αντιδραστικές αντιεκπαιδευτικές επιλογές της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας. Με αποφασιστικότητα και πάθος απαίτησαν να αποσυρθούν τώρα το αντιεκπαιδευτικό πολυνομοσχέδιο που χειροτερεύει τη λειτουργία του σχολείου, αυξάνει τον αριθμό μαθητών ανά τμήμα, οξύνει την εξεταστική αρένα με την επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων, βάζει «κόφτη» στη φοίτηση στα ΕΠΑΛ, προχωρά σε αντιδραστικές τομές στη δομή και το περιεχόμενο του σχολείου υψώνοντας νέους ταξικούς φραγμούς καθώς και η κατάπτυστη τροπολογία για την εγκαθίδρυση της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και τη ζωντανή αναμετάδοση του μαθήματος. Οι αυξανόμενες αντιδράσεις και οι μαζικές πανελλαδικές κινητοποιήσεις υποχρέωσαν κυβέρνηση και υπουργό να «κατεβάσουν γκάζια». Αντίθετα με τις αρχικές διακηρύξεις της υπουργού, τώρα δηλώνει ότι δε θα συμπεριληφθούν στο νομοσχέδιο οι διατάξεις που αφορούν την επαγγελματική εκπαίδευση, τα πρότυπα και πειραματικά και τις εξετάσεις από το Γυμνάσιο στο Λύκειο καθώς και η αύξηση των μαθητών στην Πρωτοβάθμια. Δεν χωράει αμφιβολία ότι η πολιτική αυτή επιλογή της κυβέρνησης οφείλεται πρώτα και κύρια στη μαχητική αντίδραση του εκπαιδευτικού κινήματος. Οι πανεκπαιδευτικές κινητοποιήσεις τείνουν αυξανόμενες γιατί η εκπαιδευτική κοινότητα έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι βρισκόμαστε σε κρίσιμο σταυροδρόμι για τη δημόσια εκπαίδευση. Η κυβέρνηση με αφορμή την πανδημία βρίσκει την ευκαιρία να προωθήσει στόχους που το εκπαιδευτικό κίνημα απέκρουσε τα τελευταία 30 χρόνια όπως κατηγοριοποίηση και ανταγωνισμός των σχολικών μονάδων, αξιολόγηση και πειθάρχηση, αριστεία και ένταση των ταξικών φραγμών και φυσικά τις περικοπές που γίνεται πρωτεύοντας στόχος μπροστά στη νέα κρίση. Σε αυτό που μέχρι στιγμής η κυβέρνηση δεν φαίνεται να κάνει πίσω είναι στο ζήτημα της μονιμοποίησης της εξ αποστάσεως ως οργανικό μόνιμο στοιχείο λειτουργίας της εκπαιδευτικής διαδικασίας καθώς και της ζωντανής αναμετάδοσης του μαθήματος. Για τα ζητήματα αυτά νομοθέτησε «εν μια νυχτί» μέσω της τροπολογίας και της υπουργικής απόφασης (ΥΑ). Είναι πλέον φανερό, ότι η κυβέρνηση συμμορφούμενη με τις επιταγές του ΟΟΣΑ επιδιώκει το ψηφιακό σχολείο να γίνει η πραγματικότητα του «αύριο» της εκπαίδευσης. Σήμερα το παρουσιάζει ως χρυσή ευκαιρία για έκτακτες καταστάσεις αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί όραμα όλων των φιλελεύθερων κυβερνήσεων γιατί ανταποκρίνεται πλήρως στο σχολείο της αγοράς. Πολυνομοσχέδιο, τροπολογία και ΥΑ είναι τρία νομοθετήματα που αλληλοσυμπληρώνονται, εξυπηρετούν τους ίδιους στόχους, το ένα υπάρχει για να διευκολύνει την προώθηση του άλλου. Το σχολείο του μέλλοντος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σχολείο, οικονομικό και «αποτελεσματικό», αφού αυξάνει την αποδοτικότητα που θέλει το κεφάλαιο και μειώνει το κόστος. Φτηνό σχολείο με μείωση του εκπαιδευτικού προσωπικού χωρίς αύξηση των μαθητών στη ζωντανή τάξη αλλά με αύξηση των μαθητών που παρακολουθούν μόνιμα, παράλληλα και συμπληρωματικά στην εκπαιδευτική διαδικασία την εξ αποστάσεως «εκπαίδευση», μείωση των λειτουργικών εξόδων, ολοκληρωτική πειθάρχηση της εργασίας των εκπαιδευτικών σε μόρφωση κονσέρβα δεξιοτήτων με όχημα τις νέες τεχνολογίες. Γι’ όλους τους παραπάνω λόγους η αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος δεν μπορεί να περιοριστεί σε καμία περίπτωση στις κάμερες. Σήμερα διακυβεύονται πολύ συνολικότερα ζητήματα εκτός από τη ζωντανή αναμετάδοση. Γι’ αυτό και εντυπωσιάζει η άρνηση των παρατάξεων ΑΡΚΙ (ΣΥΡΙΖΑ1), ΕΚΕ (ΣΥΡΙΖΑ2) και ΑΣΕ/ΠΑΜΕ να συμπεριλάβουν στην απεργία-αποχή που κήρυξαν, την πρόταση των Παρεμβάσεων για απεργία-αποχή όταν θα ανοίξουν τα σχολεία από το σύνολο της τροπολογίας και της ΥΑ. Δηλώνει μερική αποδοχή από τη μεριά τους της γενικής φιλοσοφίας της τροπολογίας ότι η σύγχρονη εξ αποστάσεως μπορεί να συνεχιστεί και με ανοιχτά σχολεία αρκεί να μην γίνεται αναμετάδοση του μαθήματος. Αυτό όμως είναι μέγιστο ζήτημα για το εκπαιδευτικό κίνημα. Γιατί ήδη στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης οι πιέσεις προς τους καθηγητές δεν αφορούν μόνο τις κάμερες στο σχολείο αλλά και τις κάμερες στο σπίτι. Ακόμα και αν κλείνουν τις κάμερες στην τάξη να ανοίγουν στο σπίτι ώστε να μονιμοποιηθεί η σύγχρονη εξ αποστάσεως στη σχολική καθημερινότητα ως εκπαίδευση ισάξια, παράλληλη και συμπληρωματική της δια ζώσης! Και αυτή η εξέλιξη θα είναι καταστροφική για το δημόσιο σχολείο. Ήδη, ο τρόπος που η κυβέρνηση έχει χειριστεί το ζήτημα της πανδημίας με την καραντίνα και το «τυφλό» κλείσιμο και άνοιγμα των σχολείων, έχει οδηγήσει σε διάλυση την υποχρεωτική εκπαίδευση. Για πρώτη φορά μετά την καθιέρωση της εννιάχρονης υποχρεωτικής και δίχρονης προσχολικής, ακυρώνεται η υποχρέωση του κράτους να παρέχει, εξασφαλίζει, υποχρεώνει στην παρακολούθηση του σχολείου. Με μια απλή δήλωση δίνεται πια η δυνατότητα στους μαθητές να μην παρακολουθούν το σχολείο αλλά να παρακολουθούν τη ζωντανή αναμετάδοση ή και τη σύγχρονη εξ αποστάσεως από το σπίτι του εκπαιδευτικού. Την ίδια στιγμή ΔΑΚΕ/ΠΑΣΚ/ΣΥΡΙΖΑ σε ΔΟΕ/ΟΛΜΕ προχωρούν σε χαμηλών πτήσεων πρόγραμμα δράσης για να βγει η υποχρέωση ενώ η ΑΣΕ/ΠΑΜΕ αρνείται να προτείνει και να ψηφίσει απεργιακή πρόταση στην εκπαίδευση και στο υπόλοιπο εργατικό κίνημα σε δημόσιο κι ιδιωτικό τομέα που έθεσαν οι Παρεμβάσεις στην ΑΔΕΔΥ. Τη σκυτάλη των αποφασιστικών αγώνων ανατροπής οφείλει για άλλη μια φορά να πάρει η ριζοσπαστική πτέρυγα και ο μαχόμενος κόσμος της εκπαίδευσης μέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις, τις επιτροπές αγώνα, το πανεκπαιδευτικό μέτωπο.
Άνοιγμα στα τυφλά και με ελλείψεις
Με πολλά προβλήματα και δυσκολίες ξεκίνησαν τα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης την Δευτέρα 18/5 αναδεικνύοντας την δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίζουν τα μέτρα της κυβέρνησης οι εμπλεκόμενοι στην εκπαιδευτική διαδικασία, γονείς και μαθητές. Η ανησυχία και η ανασφάλεια τους για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση χειρίστηκε την πανδημία και τώρα την επιστροφή στην «κανονικότητα», αποτυπώνεται στα ποσοστά συμμετοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία. Μικρή προσέλευση μαθητών στο Λύκειο, μεγαλύτερη αλλά μακριά από την καθολική συμμετοχή στον Γυμνάσιο. Τα διφορούμενα μηνύματα και κυρίως τα διφορούμενα μέτρα, αποστάσεις για τα σχολεία και τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς αλλά όχι για τα αεροπλάνα, τις βιομηχανίες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, «κινούμενες υγειονομικές βόμβες» τα παιδιά-μικρή μετάδοση από τα παιδιά, η πλήρη αγνόηση των αιτημάτων του υγειονομικού κινήματος, είναι μερικά μόνο από αυτά που οδήγησαν σε μαζική αμφισβήτηση των δηλώσεων της κυβέρνησης και των επιστημονικών της υπευθύνων. Ταυτόχρονα, τα μέτρα που συνόδευσαν το άνοιγμα των σχολείων σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκή. Τα προβλήματα στον καθαρισμό των σχολικών μονάδων, οι μικρές αίθουσες, τα υπερπληθή τμήματα, τα μικρά προαύλια, η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που μαζί με τα παραπάνω οδήγησαν στη μικρή συμμετοχή στα σχολεία την πρώτη βδομάδα του ανοίγματός τους. Τα ποσοστά αυτά δεν τείνουν να αυξάνονται όσο περνούν οι ημέρες. Αντίθετα, τα προβλήματα μεγαλώνουν και διογκώνονται. Ένα μεγάλο ποσοστό των σχολείων της χώρας δεν έχει μόνιμο προσωπικό καθαριότητας αλλά συμβασιούχες εργαζόμενες/ους. Οι οδηγίες για πολύ συχνότερο καθαρισμό των σχολικών χώρων κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους οδήγησε τους δήμους να μετακινήσουν προσωπικό από τα δημοτικά και τα νηπιαγωγεία που είναι ακόμα κλειστά. Τι θα συμβεί όμως όταν τα σχολεία ανοίξουν; Ήδη οι εγγραφές στην Πρωτοβάθμια βρίσκουν τα σχολεία χωρίς προσωπικό καθαριότητας. Η πολιτική επιμονή της κυβέρνησης να μην προχωρά στην ικανοποίηση των αιτημάτων του υγειονομικού κινήματος αλλά να ανοίγει και να κλείνει «τυφλά» σχολεία και χώρους δουλειάς, οξύνει την κατάσταση και θα την οξύνει ακόμα περισσότερο όταν ανοίξουν και οι σχολικές μονάδες της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.