Στα τέλη του Φλεβάρη με αρχές Μάρτη, πριν ακριβώς 172 χρόνια, κυκλοφόρησε το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, δια χειρός Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς, θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού και καθοδηγητών του διεθνούς επαναστατικού εργατικού κινήματος στην πρώτη ιστορική περίοδο του καπιταλιστικού συστήματος, αυτή του ελεύθερου ανταγωνισμού. Το δικό μας Μανιφέστο.
Ένα έργο – ώριμο φρούτο της όξυνσης των αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτές οι αντιθέσεις ήταν που έθεσαν τους συγγραφείς του ικανούς να συγγράψουν ένα έργο σαν το Μανιφέστο και που, σχεδόν την ίδια περίοδο με την έκδοση του έργου, πυροδότησαν τις εργατικές αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις σε μια σειρά χωρών της Ευρώπης (η «Άνοιξη των λαών»). Ένα έργο ξεχωριστό, γιατί συνδύαζε με εντελώς πρωτόγνωρο για την επιστήμη αλλά και το εργατικό κίνημα της εποχής τις δύο συνισταμένες του επαναστατικού «ποιείν»: τη θεωρία και την πράξη.
Οι συγγραφείς του έκαναν τον ιστορικό υλισμό, εργαλείο μελέτης του επιστημονικού αντικειμένου του μαρξισμού δηλ. της ιστορικής εξέλιξης των κοινωνιών, όπλο στα χέρια των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων, των φτωχών εργατών. Γιατί μπορεί το ζήτημα να είναι με τη δράση μας να αλλάξουμε τον κόσμο, όπως επισημαίνει ο Μαρξ στην περίφημη 11η θέση για τον Φόιερμπαχ, όμως ταυτόχρονα ένα επαναστατικό κίνημα χωρίς γερά θεμελιωμένη επιστημονική μεθοδολογία και θεωρία είναι καταδικασμένο, στην καλύτερη, απλώς να αποτύχει, ή, στη χειρότερη, να ενσωματωθεί στο σύστημα (όπως έχει δείξει στη χώρα μας και η πρόσφατη εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όσα βλέπουμε σήμερα από τα πολιτικά του τέκνα). Η διαλεκτική αυτή σχέση θεωρίας και πράξης λοιπόν μετουσιώνεται για πρώτη φορά σε πολιτική διακήρυξη, που δεν έχει τον χαρακτήρα φιλοσοφικής/επιστημονικής πραγματείας (όπως το Κεφάλαιο, το Αντι-Ντίρινγκ ή η Γερμανική ιδεολογία), αλλά πολιτικού μανιφέστου που απευθύνεται εξαρχής στον εργαζόμενο λαό. Η επιστήμη, για πρώτη φορά, γειώνεται κοινωνικά και υλικά και γίνεται όπλο στα χέρια των φτωχών, όπλο στην ταξική πάλη.
Μελετώντας το Μανιφέστο και την κομβική του θέση στην Ιστορία του διεθνούς εργατικού λαϊκού επαναστατικού – κομμουνιστικού κινήματος αλλά και της ανθρώπινης Ιστορίας εν γένει, πρέπει να αποφύγουμε μία αντιιστορική – αντιεπιστημονική και δογματική προσέγγιση, που θέλει την ιστορική εξέλιξη εξ ολοκλήρου αντικειμενική πορεία, δίχως υποκειμενικό παράγοντα (τον εργαζόμενο λαό): αυτή η αφήγηση θέλει το Μανιφέστο «αγία γραφή» του κομμουνιστικού κινήματος και συνάμα «προφητεία».
Στην επιστήμη όμως «αγίες γραφές» δε χωράνε, παρά μόνο μεθοδολογικές αρχές. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Μαρξ – Ένγκελς μέχρι και στον πρόλογο της έκδοσης του 1872 αναγνωρίζουν με κριτική παρρησία ότι δεν ωφελεί να αποδίδεται ιδιαίτερη πολιτική σημασία στα μέτρα που πρότειναν στην αρχική έκδοση, του 1848: μερικές δεκαετίες μόλις μετά και καθώς σιγά-σιγά στρωνόταν ο δρόμος για το πέρασμα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, τα μέτρα εκείνα είχαν ξεπεραστεί από την ίδια την ταξική πάλη.
Στη δογματική – νομοτελειακή λοιπόν αυτή τάση οι Μαρξ – Ένγκελς απαντούν σαφώς ήδη από το Μανιφέστο: ιστορικά ενδέχεται η εργατική τάξη να μην αντιληφθεί την ταξική της θέση και να μην επαναστατίσει. Αυθόρμητες εξεγέρσεις πυροδοτούνται όντως από τις ίδιες τις αντιθέσεις του συστήματος (βλ. σήμερα Χιλή, Γαλλία κλπ.), όμως δεν είναι νομοτελειακό ότι αυτές θα γίνουν συνειδητές και άρα θα γίνουν επαναστάσεις. Στη συνείδηση της εργατικής τάξης, του κοινωνικού δηλαδή υποκειμένου, υπάρχουν οι τάσεις χειραφέτησης και οι τάσεις υποταγής και κρίνεται από την πολιτική δουλειά της πρωτοπορίας, του κομμουνιστικού φορέα, αν θα υπερισχύσουν οι πρώτες έναντι των δεύτερων.
«Έτσι κι αλλιώς, η γη θα γίνει κόκκινη
ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο…»
Γιατί επιμένουμε στο Μανιφέστο σήμερα;
Σήμερα ζούμε σε χαλεπούς καιρούς, όπου ο σύγχρονος, ολοκληρωτικός καπιταλισμός, με ιδεολογικό του μηχανισμό το ΤΙΝΑ (Δεν υπάρχει εναλλακτική) σπέρνει και διαιωνίζει τη φτώχεια και τον πόλεμο παγκοσμίως. Τόσα πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή που εκδόθηκε το Μανιφέστο (ας αναλογιστούμε ότι πλέον βιώνουμε την 4η Βιομηχανική Επανάσταση). Και είναι αλήθεια ότι με βάση τις αλλαγές αυτές απαιτείται ιστορικά η επαναθεμελίωση του κομμουνιστικού κινήματος και η χάραξη σύγχρονης επαναστατικής τακτικής. Γιατί λοιπόν το Μανιφέστο παραμένει ένα τόσο επίκαιρο και αναγκαίο ανάγνωσμα – όπλο στα χέρια των απανταχού καταπιεσμένων; Γιατί, όσο και αν αλλάζει ο τρόπος που το σύστημα εκμεταλλεύεται και καταπιέζει/το πώς κερδοφορούν οι λίγοι και πλούσιοι εις βάρος μας, η ουσία παραμένει ίδια: στην κοινωνία που ζούμε, στον καπιταλισμό, οι πολλοί δουλεύουν και είναι φτωχοί, γιατί τον καρπό του μόχθου τους απολαμβάνουν οι λίγοι και πλούσιοι, που κυριολεκτικά παρασιτούν. Το αποτέλεσμα είναι όλα όσα βιώνουμε σήμερα: η φτώχεια, η ανεργία, η κοινωνική εξαθλίωση, η αλλοτρίωση, η κατάθλιψη, ο σεξισμός, ο ρατσισμός, ο φασισμός, η καταστολή και η πολεμική απειλή. Όσο αυτή η βάρβαρη και σάπια κατάσταση επικρατεί, το Μανιφέστο θα είναι εδώ, με διαφορετική ποιότητα, να μας υπενθυμίζει ότι με τους αγώνες μας «δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα παρά μόνο τις αλυσίδες μας – έχουμε έναν κόσμο ολόκληρο να κερδίσουμε». Και όλοι μαζί, αυτό τον κόσμο θα τον κερδίσουμε.