Γεράσιμος Λιβιτσάνος
▸ Μειωμένες κατά 676 εκατομμύρια ευρώ οι δαπάνες ασφάλισης
Ενα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της συρρίκνωσης της κοινωνικής ασφάλισης και της περικοπής των συντάξεων έκανε την Πέμπτη το βράδυ η κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, ψηφίζοντας –με ονομαστική ψηφοφορία– το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που εισηγήθηκε ο Γιάννης Βρούτσης. Ένα νομοσχέδιο-έκτρωμα περικοπής συντάξεων και αυξήσεων ορίων ηλικίας που προάγει την ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης. Ένα νομοσχέδιο, όμως, που παράλληλα «χτίζει» πάνω στα θεμέλια των αντι-ασφαλιστικών νόμων που ψήφισαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις, της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ.Ο Γιάννης Βρούτσης, με τις τοποθετήσεις του στη Βουλή, επικαλέστηκε για πολλοστή φορά τις αστειότητες περί αυξήσεων στις συντάξεις — επιχείρημα που διαμόρφωσε η κυβέρνηση αποκλειστικά για τα ΜΜΕ που αναπαράγουν την προπαγάνδα της. Μάλιστα, ο ισχυρισμός αυτός δεν άντεξε ούτε καν στον κοινοβουλευτικό διάλογο, αφού φέτος οι δαπάνες ασφάλισης καταγράφουν απώλειες 676 εκατομμυρίων ευρώ, οπότε τον κυβερνητικό ισχυρισμό καταλύει η πρακτική αριθμητική του δημοτικού.
Το δεύτερο κυβερνητικό επιχείρημα ήταν ότι εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Με ειδική αναφορά στους νέους ανθρώπους που «είναι σίγουρο πώς θα πάρουν σύνταξη», όπως ανέφερε ο υπουργός Εργασίας. Αυτό που φυσικά δεν είπε η κυβέρνηση ήταν το με… ποιες συντάξεις έρχεται αυτή η –αμφισβητούμενη– εξασφάλιση. Με βάση το σύστημα εθνικής ανταποδοτικής σύμβασης και τις συνθήκες που επικρατούν, οι μελλοντικοί συνταξιούχοι θα είναι θαύμα αν μπορέσουν να φτάσουν τα 20 ή –στην πιο αισιόδοξη πρόβλεψη– τα 25 χρόνια ασφαλισμένης εργασίας και αυτά με μισθούς από 586-800 ευρώ. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι στην Εθνική Σύνταξη των 350-385 ευρώ θα προστεθούν από 50 έως 120 ευρώ στην καλύτερη των περιπτώσεων. Οι συντάξεις που προκύπτουν δηλαδή θα είναι της τάξης των 500 ευρώ! Αυτά, σε συνδυασμό με τα όρια ηλικίας που αυξάνονται συνεχώς και προοπτικά θα ξεπεράσουν τα 67 χρόνια, μετά το 2030. Απέναντι σε αυτές τις προοπτικές, η «υπεύθυνη» αντιπολίτευση που άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε να κάνει με τις κατευθύνσεις που έχουν δρομολογήσει οι πολιτικές του «ευρωμονόδρομου» αλλά με το μείγμα πολιτικής που ακολουθείται. Πολύ συνοπτικά εξέφρασε αυτήν τη θέση η εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ
Ε.Αχτσιόγλου, λέγοντας πως επί της αρχής η διαφωνία είναι στη λογική της άνισης αναδιανομής.
Δηλαδή, αποδέχθηκε τη λογική των περιορισμένων δαπανών με διαφορετική κατανομή, άρα και την παγίωση των μνημονιακών πολιτικών που έχουν οδηγήσει στη μείωση των συντάξεων από 40 έως 50%.
Μάλιστα, ακόμη πιο μακριά το πήγε ο Α. Τσίπρας, όπως είπε απευθυνόμενος προς ΝΔ, «αυτό που πάτε να κάνετε σήμερα είναι χειρότερο από αυτό που γινόταν στην εποχή των μνημονίων, γιατί αυτό είναι το τέταρτο μνημόνιο στο συνταξιοδοτικό και το φέρνετε εσείς, χωρίς να σας πιέζει καμία Λαγκαρντ». Δηλώνοντας έτσι, εμφανώς, τα όρια των «χρυσών» κανόνων της ΕΕ και της μεταμνημονιακής εποπτείας στους οποίους κινούνται και οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, η αντιπολίτευση έχει δώσει σαφέστατα δείγματα γραφής, ψηφίζοντας τον νόμο Κατρούγκαλου την Άνοιξη του 2016, οδηγώντας σε σημαντικές μειώσεις των κύριων και επικουρικών συντάξεων για ιδιωτικό και δημόσιο τομέα — νομο που επικρίθηκε από το ΣτΕ και άνοιξε τον δρόμο για το σημερινό ασφαλιστικό Βρούτση.