Μπάμπης Συριόπουλος
Αφιέρωμα: Η θεωρία του μεταμοντερνισμού
Έργο-σταθμός το Η μεταμοντέρνα κατάσταση, του Φρανσουά Λυοτάρ, που αποτελεί τη μεγάλη αφήγηση του μεταμοντερνισμού
Ο Φρανσουά Λυοτάρ ανήκε κάποτε στον εκδοτικό πυρήνα του περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα μαζί με τους Κορνήλιο Καστοριάδη, Κλοντ Λεφόρ και άλλους. Κατόπιν αίτησης του προέδρου της κυβέρνησης του Κεμπέκ (γαλλόφωνος Καναδάς), ο Λυοτάρ έγραψε μια έκθεση σχετικά με τη γνώση μέσα στις «πιο αναπτυγμένες κοινωνίες» προς το Συμβούλιο των Πανεπιστημίων ,που συγκλήθηκε από την παραπάνω κυβέρνηση. Η δημοσίευση του κειμένου στη Γαλλία αποτέλεσε κάτι σαν μανιφέστο του μεταμοντερνισμού και είναι σημείο αναφοράς ακόμα και σήμερα.
Αναφερόμενος στη «νομιμοποίηση» της γνώσης μίλησε για πρώτη φορά για «μεγάλες αφηγήσεις» ή «μετααφηγήσεις», όπως η διαλεκτική του πνεύματος, η ερμηνευτική του νοήματος ή η χειραφέτηση του έλλογου ή εργαζόμενου υποκειμένου, η παγκόσμια ειρήνη, ορίζοντας ως «μεταμοντέρνα τη δυσπιστία απέναντι στις μετααφηγήσεις» (Η μεταμοντέρνα κατάσταση, εκδ. Γνώση, σελ. 26). Από τότε ο όρος «μεγάλη αφήγηση» επεκτάθηκε από τη γνώση στην ιστορία ή την πολιτική, σημαίνοντας οποιοδήποτε νόημα καθολικό, μεγάλο ή μακροπρόθεσμο μπορεί να νομιμοποιήσει, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει, αδιάφορο αν απελευθερώνει ή υποδουλώνει, αν διαφωτίζει ή αν συσκοτίζει, αν παρουσιάζει την πραγματικότητα σαν παραμύθι ή ένα παραμύθι σαν την πραγματικότητα.
Ο Λυοτάρ διαπιστώνει ότι «η ταξική πάλη αμβλύνεται μέχρι να χάνει κάθε ριζοσπαστικότητα», καταντώντας «“ουτοπία” ή “ελπίδα”, διαμαρτυρία για λόγους τιμής εν ονόματι του ανθρώπου ή του λόγου[…]» (σελ. 52). Εξηγεί αλλού (σελ. 99): «Σε αυτή την παρακμή των αφηγήσεων μπορούμε να δούμε ένα αποτέλεσμα της ανόδου των τεχνικών και των τεχνολογιών μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που έριξε το βάρος περισσότερο στα μέσα της δράσης παρά στους σκοπούς της ή, επίσης, το αποτέλεσμα της επανεκδίπλωσης του φιλελεύθερου καπιταλισμού» που «εξάλειψε την κομμουνιστική εναλλακτική λύση και καταξίωσε την ατομική απόλαυση αγαθών και υπηρεσιών». Ως αποτέλεσμα (σελ. 55), «[…] δεν έχουμε να κάνουμε αληθινά με ένα σκοπό ζωής. Ο σκοπός αυτός έχει αφεθεί στη διάκριση του καθενός. Και όλοι γνωρίζουν πόσο λίγος είναι τούτος ο εαυτός».
Ο Λυοτάρ θριαμβολογεί για την «ατομική απόλαυση», τη «χαλάρωση» και τον «εφησυχασμό», διακηρύσσοντας ότι οι μεγάλοι σκοποί και οι επαναστάσεις «ήταν μια λόξα νεανική που τώρα έχει περάσει»
Ο Λυοτάρ δεν αναγνωρίζει απλά την άμβλυνση της ταξικής πάλης ή την παρακμή των μεγάλων σκοπών αλλά και την «εξάλειψη της κομμουνιστικής εναλλακτικής λύσης» προς όφελος της «ατομικής απόλαυσης». Η εκτίμηση της πραγματικότητας, η διαπίστωση μιας πραγματικής ήττας είναι ίσως η αναγκαία προϋπόθεση για το ξεπέρασμά της, ωστόσο ο ίδιος δεν διαπιστώνει απλά, αλλά επιχαίρει γι αυτήν την ήττα. Στο κείμενό του Να ξαναγράψουμε τη νεοτερικότητα, γράφει: «Γνωρίζουμε ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση υπό την αιγίδα του μαρξισμού δεν έκανε και ότι κάθε επανάσταση δεν κάνει και δεν θα κάνει τίποτε άλλο παρά να ξανανοίγει την ίδια πληγή […]. Οι μαρξιστές πίστεψαν ότι εργάστηκαν για την κατάργηση της αλλοτρίωσης της ανθρωπότητας, η αλλοτρίωση όμως του ανθρώπου επαναλήφθηκε αμέσως μόλις μετατοπίσθηκε». Σε άλλο κείμενό του (Τι είναι το μεταμοντέρνο) ξιφουλκεί κατά του «όλου»: «Πληρώσαμε ακριβά τη νοσταλγία για το όλο και το ένα […]. Πίσω από τη γενική απαίτηση για χαλάρωση και εφησυχασμό, διακρίνουμε, εντούτοις, πολύ καθαρά τον ψίθυρο της επιθυμίας να ξαναρχίσει ο τρόμος για μια ακόμα φορά, να επαναδραστηριοποιηθεί η φαντασίωση του περικλεισμού της πραγματικότητας. Η απάντηση σ’ αυτά είναι: Να πολεμήσουμε το όλον, να δώσουμε μαρτυρία για το μη αναπαραστάσιμο, να ενεργοποιήσουμε τις διαφορές […]». Ο Αλέξανδρος Χρύσης σημειώνει πάνω σ’ αυτό: «Αυτός ο πόλεμος εναντίον του όλου, επιμένω, εκπίπτει αναπόφευκτα σ’ ένα παιχνίδι αυτοκαταστροφής, όπου η κατάφαση της διαφοράς αναδεικνύεται σε αυτοσκοπό, όπου η αποδοχή της ιδιαιτερότητας όχι μόνο δεν λειτουργεί ως έναυσμα για συνάντηση, αλλά καταδικάζει το φορέα της να ζήσει σε μια απέραντη έρημο εκατομμυρίων υπάρξεων που αργοσβήνουν […]. Είναι σε αυτήν την απέραντη έρημο όπου οι διαφορές –στο όνομα των οποίων κηρύσσει τον πόλεμο κατά του όλου ο Λυοτάρ– αντί για γέφυρες γίνονται συρματοπλέγματα». Ο Λυοτάρ θριαμβολογεί για την «ατομική απόλαυση», τη «χαλάρωση» και τον «εφησυχασμό», διακηρύσσοντας ότι οι μεγάλοι σκοποί και οι επαναστάσεις «ήταν μια λόξα νεανική που τώρα έχει περάσει», όπως λέει ο ποιητής — και μάλιστα μια λόξα επικίνδυνη που φέρνει τρόμο.
Τι μένει μετά την «εξάλειψη της κομμουνιστικής εναλλακτικής λύσης»; Τα γλωσσικά παιχνίδια, απαντάει ο Λυοτάρ. Σύμφωνα με το Βιτγκενστάιν, που εισήγαγε αυτόν τον όρο, γλωσικό παιχνίδι είναι «το σύνολο που αποτελείται από τη γλώσσα και τις δραστηριότητες με τις οποίες είναι συνυφασμένη» (Φιλοσοφικές Έρευνες, εκδ. Παπαζήση σελ. 28). Οι ανθρώπινες υλικές δραστηριότητες, σύμφωνα με το Βιτγκενστάιν, δεν αποτυπώνονται στη γλώσσα, αλλά είναι γλώσσα. Τα γλωσσικά παιχνίδια στον Λυοτάρ έχουν συναινετικούς κανόνες και λεκτικές κινήσεις από τις οποίες «απαρτίζεται ο κοινωνικός δεσμός» (σελ. 46), ενώ και οι θεσμοί «είναι μάλλον το προσωρινό αποτέλεσμα και το ριψοκινδύνευμα στρατηγικών της γλώσσας, οι οποίες υιοθετούνται μέσα κι έξω» απ’ αυτούς. Επίσης, από το γλωσσικό παιχνίδι αποκλείεται η τρομοκρατία (σελ. 116): «Όποτε η αποτελεσματικότητα, δηλαδή η επίτευξη του ζητούμενου αποτελέσματος, έχει ως κίνητρο ένα “πες ή κάνε αυτό, διαφορετικά δε θα μιλήσεις πια”, μπαίνουμε στην τρομοκρατία, καταστρέφουμε τον κοινωνικό δεσμό». Το κοινωνικό σύστημα, οι θεσμοί, οι κοινωνικές συγκρούσεις απαρτίζονται από γλωσικά παιχνίδια και λεκτικές κινήσεις και μάλιστα χωρίς «τρομοκρατία», ενώ είναι γνωστό πως το «πες ή κάνε αυτό, διαφορετικά δεν θα μιλήσεις πια» είτε σαν εξαίρεση είτε σαν κανονικότητα, είναι αναγκαίο στοιχείο του «κοινωνικού δεσμού».
Το σύστημα, σύμφωνα με τον Λυοτάρ, ακόμα κι όταν αντιμετωπίζει απεργίες ή κρίσεις ή ανεργία που μπορεί και να γεννήσουν ελπίδες για μια εναλλακτική λύση, προχωρεί σε «εσωτερικές αναπροσαρμογές» που το ανανεώνουν (σελ. 49). Παρά τη δυσπιστία του για το καθολικό, μας διαβεβαιώνει με τον πιο απόλυτο τρόπο ότι το σύστημα δεν ανατρέπεται, μόνο αναπροσαρμόζεται. Αυτή τη μεγάλη αφήγηση του μεταμοντερνισμού, ενός αθάνατου καπιταλισμού που ενσωματώνει κάθε αντίσταση, είναι ανάγκη να την αμφισβητήσει ένα σύγχρονο ρεύμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης.