Κώστας Σουφτάς
▸ Αμφίβολο το εάν θα επαναληφθεί το οικονομικό «θαύμα» της δεύτερης, με ανάλογη ανάταση της κερδοφορίας
Η κυρίαρχη αφήγηση για τη σχέση των τεχνολογικών καινοτομιών με την κοινωνία παρουσιάζεται μονοσήμαντα ως αντιστοίχιση των κοινωνικών εξελίξεων με κάποιες μεμονωμένες εφευρέσεις. Η αλήθεια είναι ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες δεν αλλάζουν από μόνες τους την κοινωνία αλλά ενισχύουν και αναπτύσσουν –και αναπτύσσονται από– δυναμικές που υπήρχαν ήδη. Αυτό σημαίνει ότι καμία εξέλιξη της τεχνολογίας και καμιά επίπτωσή της δεν μπορεί να εξεταστεί, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η ίδια η κοινωνία και ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής. Η τεχνολογία στον καπιταλισμό τίθεται στην υπηρεσία του κεφαλαίου, ώστε να βοηθήσει στην απόσπαση υπεραξίας. Συμβάλλει την εντατικοποίηση της εργασίας και την αύξηση της παραγωγικότητας, εισάγοντας αυτοματισμούς και επιτρέποντας τον έλεγχο μέσω επιτήρησης.
Ήδη από την πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση, οι μηχανές και τα εργοστάσια αρχικά εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν, όχι λόγω κάποιου πλεονεκτήματος σε επίπεδο ποιότητας ούτε με σκοπό να βελτιώσουν το επίπεδο ζωής των εργατών. Αντιπροσώπευαν, πρώτα και κύρια, ένα χτύπημα στην εξουσία των εργατών πάνω στην παραγωγική διαδικασία. Η σύνδεση της βιομηχανίας με την επιστήμη, η μείωση των αποστάσεων (τρένα, τηλέγραφοι κ.α.), σε συνδυασμό με το πολιτικό πλαίσιο του ιμπεριαλισμού και τις δυνατότητες πρόσβασης σε νέες αγορές, οδήγησαν σε μια οικονομική ανάπτυξη χωρίς προηγούμενο. Με τις εξελίξεις στη χαλυβουργία και τη χημική βιομηχανία, με τα νέα μηχανήματα και τις νέες πηγές ενέργειας, παράγονταν πρωτόγνωρα ως τότε αγαθά, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει έξω από το νέο βιομηχανικό σύστημα και την ανεπανάληπτη παραγωγικότητά του.
Οι επιθέσεις του κεφαλαίου και οι αντιστάσεις των εργατών δεν σταμάτησαν ποτέ. Όμως, με τις κατακτήσεις που κερδήθηκαν στην πορεία, υπήρξε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και για τους εργάτες. Αυτή η «ανοδική πορεία», όμως, είχε ημερομηνία λήξης. Μετά την κρίση του 1970, η αστική τάξη αναζήτησε διάφορες λύσεις για αντιρρόπηση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Η απάντηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού συνδέθηκε εξαρχής με τους νέους τομείς της ηλεκτρονικής, της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, που αναπτύσσονταν χέρι-χέρι με την απορρύθμιση της εργασίας, την «παγκοσμιοποίηση» και τις (νεο)φιλελεύθερες πολιτικές. Με την βοήθεια της ανάπτυξης της μικροηλεκτρονικής, των τηλεπικοινωνιών και των δικτύων (Η/Υ, Ίντερνετ, PLC κ.α), επιτεύχθηκε σε πρωτοφανή έκταση η αυτοματοποίηση τόσο της διανοητικής εργασίας όσο και της επιτήρησης/ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας με πιο συγκεντρωτικές και απομακρυσμένες μορφές. Οι νέες μορφές αυτοματοποίησης επέτρεψαν αντίστοιχα τη μείωση, για την ίδια ποσότητα εργασίας, των υπαλληλικών και εξειδικευμένων θέσεων εργασίας που απαιτούνταν, καθώς και τη μεταφορά/κατάργηση ολόκληρων τμημάτων ή επιχειρήσεων μέσω του φαινομένου του outsourcing.
Η γοητεία που ασκεί το νέο αφήγημα σε επιχειρήσεις και πολιτικό προσωπικό
είναι έντονη
Αυτό το τρίτο κύμα τεχνολογικής καινοτομίας έδωσε μια ώθηση στην κερδοφορία του κεφαλαίου, η οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν έφτασε την αντίστοιχη που έδωσαν οι βιομηχανικές επαναστάσεις του προηγούμενου αιώνα, συνταράσσοντας τον κόσμο και την οικονομία. Οι νέοι αυτοί κλάδοι αντιπροσωπεύουν, μετά τη δεκαετία του ’90, τα μεγαλύτερα «success story» κερδοφορίας και αποδεικνύονται ιδιαιτέρως διεισδυτικοί. Αρχικά με την ανάπτυξη των ψηφιακών καταστημάτων που στηρίζονται σε αποθήκες οι οποίες διαθέτουν αυτοματοποιημένη εφοδιαστική αλυσίδα και, μετέπειτα, με την ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των διάφορων «πλατφορμών» (Uber, Airbnb κ.α.) και των υπηρεσιών «νέφους» (cloud), έχουν καταφέρει να συμμετέχουν ή και να διαμεσολαβούν τόσο στην αυτοματοποίηση των επιχειρήσεων όσο και στις διαπροσωπικές σχέσεις και την καθημερινότητα των ανθρώπων.
Στην αιχμή των νέων τεχνολογιών και επιχειρηματικών μοντέλων βρίσκονται τα λεγόμενα «μεγάλα δεδομένα» (big data), το «Ίντερνετ των Πραγμάτων» (Ιnternet of Things), η μηχανική μάθηση, οι υπηρεσίες cloud και οι πλατφόρμες διαμεσολάβησης. Με το «Ίντερνετ των Πραγμάτων» εφοδιάζονται τα «φυσικά» αντικείμενα (συσκευές, άνθρωποι, κτίρια, χωράφια κ.λπ.) με αισθητήρες και δυνατότητα δικτυακής επικοινωνίας με υπολογιστικά συστήματα, ώστε να μπορούν να παρακολουθηθούν ή να ελεγχθούν απομακρυσμένα. Στις δύο άλλες περιπτώσεις, η συγκέντρωση τεράστιων όγκων δεδομένων (από μηχανές αναζήτησης, e-mail, δορυφόρους, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έγγραφα, αισθητήρες κ.λπ.), η επεξεργασία και αποθήκευση τους, έδωσε τη δυνατότητα να μετατρέπονται τα ίδια τα δεδομένα σε εμπόρευμα, αλλά και να χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση αλγορίθμων μηχανικής μάθησης σε τεράστιες υπολογιστικές υποδομές. Μέσω δε των υπηρεσιών cloud, τόσο οι υπολογιστικές υποδομές όσο και οι αλγόριθμοι μπορούν να παρέχονται σε άλλες επιχειρήσεις ως υπηρεσίες. Τέλος, οι πλατφόρμες έχουν τον ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα σε χρήστες που προσφέρουν κάποιο προϊόν και χρήστες που το επιθυμούν/αναζητούν, με κάποιο αντίτιμο για τη διαμεσολάβηση φυσικά, προσφέρουν πολύ εύκολη συμμετοχή, αλλά και συνεχή αξιολόγηση.
Η γοητεία που ασκείται σε επιχειρήσεις και πολιτικό προσωπικό είναι ευδιάκριτα. Το χαράτσι των παρόχων και οι αυξημένοι κίνδυνοι ωχριούν μπροστά στην υπόσχεση για τη μείωση του κόστους της αρχικής επένδυσης όσον αφορά στους νέους αυτοματισμούς και τη μείωση των αναγκών σε εργατικό δυναμικό. Από την άλλη, η εδραίωση των πλατφορμών σε διάφορους κλάδους (όπως εμπόριο, συγκοινωνίες και τουρισμός) δημιουργεί ένα ασφυκτικό κλίμα εξατομίκευσης και ανταγωνισμού στις τάξεις των εργαζόμενων ή των μικρών επιχειρήσεων — οι οποίες θα μετακυλήσουν το βάρος της συμπίεσης κερδών πάλι στους εργαζόμενους.
Είναι, παρ’ όλα αυτά, αμφίβολο κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για νέα Βιομηχανική Επανάσταση, υπό την έννοια μιας επαναφοράς του οικονομικού θαύματος που κορυφώθηκε με τη δεύτερη. Οι απόπειρες υποστήριξης μιας τέτοιας θέσης σκοντάφτουν πάνω στα δεδομένα πληθώρας εμπειρικών ερευνών. Αυτό που τελικά συμβαίνει είναι μια εκτόπιση της ζωντανής εργασίας, της παραγωγού δηλαδή της αξίας και της υπεραξίας. Πίσω από τη μελλοντολογία συγκαλύπτεται μια περίοδος συχνότερων κρισιακών φαινομένων και ανάπτυξης των θέσεων εργασίας χωρίς ιδιαίτερη αύξησή τους, με την κερδοφορία να εξασφαλίζεται περισσότερο μέσα από τη συμπίεση των πραγματικών μισθών.