Γιώργος Μιχαηλίδης
Η τοποθέτηση του ΚΚΕ απέναντι στην επίθεση της φασιστικής Ιταλίας και τον ελληνοϊταλικό πόλεμο δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ο πρώτος λόγος ήταν οι διαρκώς μεταβαλλόμενες θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς και της ΕΣΣΔ σε σχέση με τον πόλεμο. Ο δεύτερος ήταν η κατάσταση οργανωτικής αποσύνθεσης λόγω των διώξεων της μεταξικής δικτατορίας, η δημιουργία διαφορετικών κέντρων, ένα απ’ αυτά άμεσα ελεγχόμενο από την ασφάλεια.
Η κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα από την Ιταλία τον Οκτώβριο του 1940 τερμάτισε την περίοδο ουδετερότητας του ελληνικού κράτους μπροστά στις κλιμακούμενες πολεμικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη και ανάγκασε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση. Η κυβέρνηση Μεταξά, υλοποιώντας τις βρετανικές επιθυμίες και σχέδια, αναγκάστηκε να πει το περιβόητο «Όχι» και να καλέσει σε γενική επιστράτευση για την απόκρουση της ιταλικής επίθεσης.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα κλήθηκε και αυτό με τη σειρά του να τοποθετηθεί επί του γεγονότος. Δύο ήταν οι βασικοί παράγοντες που δυσκόλευαν την απόφαση του ΚΚΕ. Ο πρώτος ήταν οι διαρκώς μεταβαλλόμενες θέσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου (Κομμουνιστική Διεθνής και ΕΣΣΔ) σε σχέση με τον πόλεμο. Ο δεύτερος ήταν η εσωτερική κατάσταση οργανωτικής αποσύνθεσης του ΚΚΕ λόγω των διώξεων της μεταξικής δικτατορίας. Πιο συγκεκριμένα 2.000 μέλη και στελέχη του ΚΚΕ βρίσκονταν φυλακισμένα ή στις εξορίες ανάμεσά τους κι ο γενικός γραμματέας του, Νίκος Ζαχαριάδης. Την εποχή του ξεσπάσματος του ελληνο-ιταλικού πολέμου, είχαν δημιουργηθεί τρία κέντρα διοίκησης και αποφάσεων στο όνομα του ΚΚΕ: ο γραμματέας Νίκος Ζαχαριάδης, η Παλιά Κεντρική Επιτροπή που αποτελούνταν από στελέχη που είχαν διαφύγει της σύλληψης ή είχαν αποδράσει και η δημιουργημένη από την Ασφάλεια του Μανιαδάκη Προσωρινή Διοίκηση αποτελούμενη από μεταμεληθέντα στελέχη του ΚΚΕ. Τα δύο τελευταία σώματα εξέδιδαν παράλληλες εκδόσεις του Ριζοσπάστη και αλληλοκατηγορούνταν, ενώ ακόμα και ο Ζαχαριάδης είχε ξεγελαστεί θεωρώντας την χαφιέδικη Προσωρινή Διοίκηση ως τίμια και την ΠΚΕ ως ύποπτη. Ταυτοχρόνως, η συγκεκριμένη κατάσταση σύγχυσης δεν επέτρεπε μία οργανωμένη επαφή με την ΚΔ. Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορούμε να μιλάμε για κάποια συλλογική επεξεργασία του ΚΚΕ για τη στάση του στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Αν εξαιρέσουμε την ασφαλίτικη Προσωρινή Διοίκηση, λοιπόν, έχουμε δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για το ζήτημα του πολέμου από μεριάς ΚΚΕ.
Η πρώτη και ιστορικά μεγαλύτερης βαρύτητας αποτυπώνεται στο πρώτο γράμμα Ζαχαριάδη γραμμένο στις φυλακές της Κέρκυρας στις 31 Οκτωβρίου και δημοσιευμένο στον αστικό Τύπο τις πρώτες μέρες του Νοέμβρη. Εκεί τα μέλη του ΚΚΕ και ο ελληνικός λαός καλούνται να ιεραρχήσουν ανεπιφύλακτα ως κύριο καθήκον τους τη συντριβή της ιταλικής φασιστικής επίθεσης, διαφυλάσσοντας την ανεξαρτησία της Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος απ’ την ελληνική πλευρά διευθυνόταν από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά. Το γράμμα διαπερνά μια βασική αντίθεση καθώς στο δεύτερο μέρος επιχειρείται να περιγραφεί ένα μεταπολεμικό μέλλον όπου ο ελληνικός λαός θα καταφέρει να κατακτήσει ελευθερίες και δικαιώματα αποτινάσσοντας την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και κάθε (όπως τονίζεται) εκμετάλλευση.
Το πρώτο γράμμα Ζαχαριάδη δεν γίνεται πιστευτό ως αυθεντικό από τα στελέχη της Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής
Το γράμμα Ζαχαριάδη αναπαράγεται από τον ασφαλίτικο Ριζοσπάστη, αλλά δεν γίνεται πιστευτό ως αυθεντικό από τα στελέχη της Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής, τα οποία εκδίδουν μανιφέστο στις αρχές Δεκεμβρίου (ενώ τα ελληνικά στρατεύματα βρίσκονται ήδη σε αλβανικό έδαφος). Η ΠΚΕ τοποθετείται με σαφήνεια αρνητικά στη συμμετοχή στον πόλεμο, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ιμπεριαλιστικός. Παράλληλα υπογραμμίζεται ότι η ελληνική συμμετοχή σε αυτόν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Βρετανίας και της ελληνικής άρχουσας τάξης, ενώ ως αντιπαράδειγμα προβάλλεται η σοβιετική ουδετερότητα. Στο ίδιο πνεύμα μπαίνει το ζήτημα της επιστροφής των ελληνικών στρατευμάτων που βρίσκονται εκτός ελληνικού εδάφους, παρομοιάζοντας την κατάσταση με την περιπέτεια του Σαγγάριου (1922), ενώ εργαζόμενοι και στρατιώτες προτρέπονται να προχωρήσουν σε πράξεις διαμαρτυρίας, ακόμα και σαμποτάζ. Ως βασικοί στόχοι τίθενται η απόσυρση της Ελλάδας από τον πόλεμο και η πάλη για την αλλαγή σελίδας στην πολιτική ζωή του τόπου.
Η θέση αυτή βρίσκεται εγγύτερα στην τροποποιητική οδηγία της Κομμουνιστικής Διεθνούς του Σεπτεμβρίου του 1939, με την οποία παύει η διάκριση ανάμεσα σε «φασιστικά» και «δημοκρατικά» κράτη που είχε εισαχθεί με το 7ο Συνέδριο της ΚΔ το 1935 κι ο επικείμενος πόλεμος χαρακτηρίζεται ιμπεριαλιστικός. Ωστόσο, στο έτος που μεσολαβεί ως το φθινόπωρο του 1940, η σοβιετική ηγεσία και αυτή της ΚΔ επανεπεξεργάζονται διαρκώς την τακτική τους απέναντι στον πόλεμο προσπαθώντας να εξειδικεύσουν την απαραίτητη γραμμή για τα εθνικά ΚΚ, ανά ομάδες κρατών και σύμφωνα πάντα με τις εξελίξεις οι οποίες μεταβάλλονται γρήγορα. Δε γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό τα στελέχη του ΚΚΕ, πληροφορούνται αυτές τις διαρκείς μετατοπίσεις και αν οι θέσεις τους λαμβάνονται σε συνεννόηση με το διεθνές κέντρο. Άλλωστε, παρά τον αδιαμφισβήτητο καθοδηγητικό ρόλο που παίζει η ΚΔ και το ΚΚΣΕ, όταν ο Δημητρόφ ζητά απ’ τον Στάλιν συμβουλές για τη στάση που πρέπει να κρατήσει το βουλγαρικό κόμμα μπροστά στην επικείμενη είσοδο γερμανικών στρατευμάτων στη χώρα τον Γενάρη του ‘41, ο Στάλιν σημειώνει ότι το τελευταίο πρέπει να δράσει αυτοβούλως και όχι ως δορυφόρος της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό που ισχύει αλλά δεν είναι πολύ γνωστό είναι πως από τον Ιούνιο του 1940 λειτουργεί στο Ζάγκρεμπ μυστικό κέντρο της ΚΔ για τη δουλειά στα Βαλκάνια και τη νοτιοανατολική Ευρώπη, του οποίου ηγούνται ο Σλοβένος Γιόζιπ Κόπινιτς και μία Ελληνίδα (παλαιό μέλος του ΚΚΕ) που φτάνουν στο Ζάγκρεμπ από την Κωνσταντινούπολη. Η απόλυτη μυστικότητα που περιβάλλει τη λειτουργία αυτού του τμήματος της ΚΔ πιστοποιείται από το γεγονός ότι από όλο το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, μόνο ο Γιόζιπ Μπροζ Τίτο γνωρίζει την ύπαρξή του.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση του μανιφέστου της ΠΚΕ, ο Ν. Ζαχαριάδης προβαίνει σε δύο κινήσεις με τις οποίες τροποποιεί τις θέσεις του πρώτου γράμματος. Στις 26/11/1940 γράφει ένα δεύτερο γράμμα, το οποίο παρακρατείται από την Ασφάλεια και δημοσιοποιείται το 1947, ενώ στις αρχές Δεκέμβρη δημοσιεύεται άρθρο του στον «ασφαλίτικο» Ριζοσπάστη της Προσωρινής Διοίκησης. Σε αυτά τα δύο ντοκουμέντα ο πόλεμος χαρακτηρίζεται πλέον ιμπεριαλιστικός σε γενικό επίπεδο και «φασιστικός-πλουτοκρατικός» υπό τις επιταγές του βρετανικού ιμπεριαλισμού από την ελληνική πλευρά. Ο Ζαχαριάδης σε αυτή τη συγκυρία ζητά τερματισμό των εχθροπραξιών και αναζήτηση ειρήνης και ουδετερότητας με τη μεσολάβηση της ΕΣΣΔ.
Η στροφή ολοκληρώνεται με το τρίτο γράμμα Ζαχαριάδη, γραμμένο στις 15 Ιανουαρίου 1941 (δημοσιεύεται το 1942), με το οποίο καταγγέλλεται η Προσωρινή Διοίκηση ως χαφιέδικη, επαναλαμβάνεται ότι ο ελληνικός λαός ολοκλήρωσε την εμπλοκή του στον πόλεμο με την απόκρουση της ιταλικής επίθεσης, ζητείται ο τερματισμός του πολέμου και κυρίως η ανατροπή της κυβέρνησης Μεταξά κι η εγκαθίδρυση λαϊκής, αντιφασιστικής κυβέρνησης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μη έχοντας πάρει στα χέρια της το δεύτερο και τρίτο γράμμα Ζαχαριάδη, η ΠΚΕ του ΚΚΕ, σε νέο της μανιφέστο στις 3 Μαΐου 1941, στο φόντο της γερμανικής επίθεσης και κατάκτησης της Ελλάδας χαρακτηρίζει το πρώτο γράμμα Ζαχαριάδη ως πλαστό που οδήγησε τον λαό στην αυτοκτονία, ενώ καλεί σε πραγματικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και κυβέρνηση Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας-Ειρήνης που θα οδηγήσει σε αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών και συντακτική εθνοσυνέλευση. Μέσα από αυτή την αντιφατική πορεία και τον συγκερασμό δύο διαφορετικών προσεγγίσεων στο ζήτημα του πολέμου θα ανοίξει ο δρόμος που θα οδηγήσει στη δημιουργία του ΕΑΜ, το οποίο θα συνεχίσει να φέρει στο εσωτερικό του τις αντιφάσεις που σημειώνονται στην πρώτη περίοδο του πολέμου.