Στάθης Γκότσης*
Η «πληγή» των αρχαίων
«Η Ελλάς έχει δύο πληγές: τη Δασική Υπηρεσία και την Αρχαιολογική Υπηρεσία», διακήρυττε πριν από 40 περίπου χρόνια ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, συμπυκνώνοντας το αίτημα ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων «να απελευθερωθεί η ελληνική γη, γιατί αποτελεί το μοχλό της ανάπτυξης». Από τότε χρονολογείται η συστηματική και ενορχηστρωμένη προσπάθεια αμφισβήτησης και συρρίκνωσης αρμοδιοτήτων των δημόσιων υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Στη σχετική ρητορική και στο όνομα της προώθησης των κάθε λογής επενδυτικών σχεδίων, αλλά και κρατικών αναπτυξιακών πρωτοβουλιών ή έργων υποδομής, τα μνημεία και οι αρχαιότητες παρουσιάζονται, ολοένα και πυκνότερα, ως «εμπόδια» στην πάση θυσία και µε συνοπτικές διαδικασίες «ανάπτυξη», που ευαγγελίζονται οι απανταχού υποστηρικτές της. Συνακόλουθα, η Αρχαιολογική Υπηρεσία εμφανίζεται ως εχθρός των επενδύσεων, στελεχωμένη, μάλιστα με επιστημονικό προσωπικό έμπλεο εμμονών και ιδεοληψιών!
Την τελευταία, μάλιστα, δεκαετία, υπό το πρόσχημα της δημοσιονομικής πίεσης, των απαιτήσεων των δανειστών και των μνημονιακών δεσμεύσεων της χώρας, η επίθεση ενάντια στις αρχαιότητες, τους αρχαιολόγους και την Αρχαιολογική Υπηρεσία οξύνεται. Δεν πρόκειται για τυχαίο ή περιστασιακό φαινόμενο. Εγγράφεται στο ευρύτερο πλαίσιο της ασφυκτικής πίεσης που ασκείται στον δημόσιο τομέα και στα δημόσια αγαθά, καθώς οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο, επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν την κρίση χρέους ως το εφαλτήριο για να πετύχουν ένα συνολικότερο σχέδιο: την αντιδραστική αναδιάρθρωση των κοινωνιών της Ευρώπης, την αναδιανομή του εισοδήματος μέσα από την περικοπή μισθών και συντάξεων, τη διεύρυνση της ανισότητας, τη διακυβέρνηση με τρόπους «έκτακτης ανάγκης», τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου και τη συρρίκνωση μέχρι εξαφάνισης κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους και δημόσιου αγαθού.
Σε αυτό το φόντο είναι που ασκείται, από τις διαδοχικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, και η πολιτική στον τομέα της διαχείρισης των μνημείων και των αρχαιοτήτων.
Μεθοδεύσεις απροκάλυπτης εκχώρησης των πάντων στο Ελληνικό στον Λάτση
Στον πυρήνα της συζήτησης «αρχαία και ανάπτυξη» και των αντιπαραθέσεων που αυτή γεννά βρίσκεται η ίδια η έννοια του μνημείου ως δημόσιου αγαθού. Η πολιτιστική κληρονομιά, αποτελεί αγαθό υπό τριπλή έννοια: ως στοιχείο διαμόρφωσης της ιστορικής μνήμης και των συλλογικών ταυτοτήτων, ως συνιστώσα της ποιότητας ζωής του κάθε πολίτη και ως διαχρονικός παράγοντας εμπλουτισμού της ζωής κάθε ανθρώπου στο διηνεκές. Από την άποψη αυτή, στην οποία λίγο πολύ όλοι συμφωνούν επί της αρχής και η οποία αποτυπώνεται θεσμικά στον ισχύοντα αρχαιολογικό νόμο, τα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς συγκροτούν μια ιδιαίτερη κατηγορία δημόσιων αγαθών και υπάγονται στη δημόσια περιουσία, εκπληρώνοντας ειδικούς και σύνθετους δημόσιους σκοπούς.
Η προβολή των αρχαίων ως «εμποδίων» για την ανάπτυξη και η συνακόλουθη απαξίωση και δαιμονοποίηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, συγκαλύπτουν επί της ουσίας μια συνειδητή προσπάθεια διάρρηξης των ορίων ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό αγαθό, διολίσθησης του δημόσιου χώρου σε χώρο άσκησης ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας, μετατροπής ενός αγαθού που θα όφειλε καταστατικά να βρίσκεται πέραν της λογικής της «αξιοποίησης» σε αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης.
Κορυφαίο επεισόδιο στην κατεύθυνση ευθείας αμφισβήτησης του δημόσιου χαρακτήρα των μνημείων και της διαχείρισής τους αποτελεί, αναμφίβολα, η εν κρυπρώ μεταβίβαση, το καλοκαίρι του 2018, με Υπουργική Απόφαση Τσακαλώτου, στην ΕΤΑΔ ΑΕ, τη θυγατρική του Υπερταμείου Ιδιωτικοποιήσεων της Δημόσιας Περιουσίας, 2.330 αρχαιολογικών χώρων, μνημείων, και άλλων ακινήτων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος σε ολόκληρη τη χώρα (ανάμεσά τους εμβληματικοί χώροι και μνημεία, όπως η Κνωσός, ο Λευκός Πύργος, οι αρχαιολογικοί χώροι της Ελευσίνας και των βασιλικών τάφων των Αιγών στη Βεργίνα, ο προϊστορικός οικισμός στο Ακρωτήρι Θήρας!).
Η προβολή των αρχαίων ως «εμποδίων» για την ανάπτυξη συγκαλύπτει μια συνειδητή προσπάθεια μετατροπής ενός αγαθού που θα όφειλε καταστατικά να βρίσκεται πέραν της λογικής της «αξιοποίησης» σε αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης.
Ο σάλος που προκλήθηκε όταν αποκαλύφθηκε η μεθόδευση, καθώς και η πολύμηνη σθεναρή μάχη που δόθηκε, πρωτοστατούντος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), υποχρέωσαν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να ανακαλέσει τη μεταβίβαση αυτή.
Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, καθώς ακόμη και σήμερα δεν έχουν καν ταυτοποιηθεί τα μνημεία και άλλα ακίνητα του Υπουργείου Πολιτισμού που περιλαμβάνονται στον μακρύ κατάλογο των 72.000 ακινήτων που έχουν μεταβιβαστεί στην ΕΤΑΔ πριν το 2016 – ανάμεσά τους το Ιλίου Μέλαθρον (Νομισματικό Μουσείο), το Φρούριο Ιτζεδίν στα Χανιά και το Μπούρτζι -, ενώ, δεδομένου ότι δεν έχουν τροποποιηθεί οι διατάξεις του νόμου για το Υπερταμείο, ο κίνδυνος της ανά πάσα στιγμή επανάληψης μιας τέτοιας κίνησης είναι διαρκής.
Η προσπάθεια κατακερματισμού, συρρίκνωσης και αποδυνάμωσης του ρόλου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας περνά, παράλληλα, και μέσα από θεσμικές ρυθμίσεις που οδηγούν στην απόσπαση από αυτήν δράσεων δημόσιου χαρακτήρα και την εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη διαχείριση μνημείων και μουσείων. Ο δρόμος αυτός έχει ανοίξει από τη δεκαετία του 1990, κυρίως με την ίδρυση ποικιλώνυμων Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή και Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ), Οργανισμών ή και Ανωνύμων Εταιρειών.
Στην ίδια κατεύθυνση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη διατρανώνει σήμερα την πρόθεσή της για απόσπαση των μεγάλων κρατικών Μουσείων (π.χ. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού κ.λπ.), από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με την μετατροπή τους σε αυτοχρηματοδοτούμενα ΝΠΔΔ, με διοικητική αυτοτέλεια και διορισμένες διοικήσεις. Πρόκειται για την επαναφορά μιας καταστρεπτικής πρότασης που επιχειρήθηκε (ανεπιτυχώς λόγω των αντιδράσεων) να υλοποιηθεί και το 2005, στη βάση γνωστών ψευδεπίγραφων επιχειρημάτων περί «ευελιξίας», «εκσυγχρονισμού» κλπ, των ίδιων που ανασύρθηκαν για την ίδρυση του Νέου Μουσείου Ακρόπολης ως ΝΠΔΔ το 2008.
Επαναφορά σε προηγούμενες, καταστρεπτικές για τα μνημεία, προτάσεις έχουμε και στην περίπτωση των αρχαιοτήτων στον σταθμό Βενιζέλου στο Μετρό Θεσσαλονίκης. Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε στη ΔΕΘ ότι το μοναδικό μνημειακό σύνολο στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου θα αποσπαστεί από τη θέση του, επαναφέροντας μια κατασκευαστική πρόταση, η οποία στο παρελθόν είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, και είχε τελικά απορριφθεί με την ομόφωνη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και τη συνακόλουθη έκδοση Υπουργικής Απόφασης το 2017, για την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων. Η αναμόχλευση του διχαστικού διλήμματος «μετρό ή αρχαία», ενώ ήδη προχωρούν οι εργασίες για την υλοποίηση μιας λύσης η οποία εξασφαλίζει και την κατασκευή του Σταθμού και την ανάδειξη των παγκόσμιας σημασίας μνημείων των πρώιμων βυζαντινών χρόνων, ως ανοιχτό μουσείο εντός του σταθμού, φανερώνει την κυβερνητική εμμονή σε κατευθύνσεις που δεν διστάζουν να θυσιάσουν ένα δημόσιο αγαθό στον βωμό των εργολαβικών συμφερόντων!
Για την επίτευξη του σκοπού τους, που εντελώς συνοπτικά εκθέσαμε, οι κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις επιστρατεύουν τα φίλια ΜΜΕ σε ένα ενορχηστρωμένο εγχείρημα χειραγώγησης της κοινής γνώμης και καθυπόταξης των όποιων κοινωνικών αντιστάσεων. Το φαινόμενο αυτό έλαβε τερατώδεις διαστάσεις σε πολλές περιπτώσεις, με αποκορύφωμα τη σύγκρουση του καλοκαιριού του 2017 για την κήρυξη χώρου του Ελληνικού ως αρχαιολογικού, του χαρακτηρισμού αξιόλογων κτηρίων του ως νεοτέρων μνημείων και τη διασφάλιση της τήρησης στοιχειωδών κανόνων της ίδια της αστικής νομιμότητας! Η επίθεση που εξαπολύθηκε, με απειλές, καταστροφολογία και ωμή διαστροφή της πραγματικότητας, ενάντια στους αρχαιολόγους και το σύλλογό τους που, μαζί με συλλογικότητες και αυτοδιοικητικές κινήσεις, αντιτάχθηκαν σε πρωτοφανείς μεθοδεύσεις απροκάλυπτης εκχώρησης των πάντων στον Λάτση, σε ένα ακόμη επεισόδιο του μεγαλύτερου μεταπολεμικά οικονομικού και περιβαλλοντικού εγκλήματος, είναι ενδεικτική των μέσων που μετέρχεται το κεφάλαιο και το πολιτικό προσωπικό που το υπηρετεί για να πετύχουν το στόχο τους.
Κι όμως, παρά το ασφυκτικό κλίμα που φαίνεται να κυριαρχεί σε αυτήν τη ζοφερή εποχή της νεοφιλελεύθερης επέλασης και των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων, συνεχίζουν να υπάρχουν ελπιδοφόρες φωνές αντίστασης και να καταγράφονται νίκες, μικρές και μεγάλες, που κρατάνε ζωντανή την υπόθεση της υπεράσπισης των αρχαιοτήτων και των μνημείων ως δημόσιων αγαθών. Το στοίχημα για την επόμενη περίοδο είναι να τις δυναμώσουμε και να τις καταστήσουμε περισσότερο αποτελεσματικές, εμπλέκοντας ενεργά μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού σώματος σε ένα ζήτημα που, προφανώς, δεν αφορά μόνο ούτε κυρίως τους ειδικούς.
Ο «αναπτυξιακός» νόμος σαρώνει κάθε προστασία
Την τελευταία δεκαετία ψηφίστηκε πλειάδα ειδικών και κατ’ εξαίρεση διατάξεων για να προωθηθεί συνολικά η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Αλλεπάλληλες νομοθετικές διατάξεις κατά παρέκκλιση άλλων ισχυουσών διατάξεων, ειδικές contra legem ρυθμίσεις έναντι γενικών αναγκαστικού δικαίου ρυθμίσεων, ιδιωτικοφανείς συμβάσεις με νομοθετική ισχύ, συνθέτουν ένα τοπίο παρεκτροπής, στο οποίο εγγράφεται και η συστηματική προσπάθεια «ψαλιδίσματος» του Αρχαιολογικού Νόμου και παράκαμψης της αρχαιολογικής υπηρεσίας.
Σε αυτήν τη χορεία νομοθετημάτων εντάσσεται και το «Αναπτυξιακό» πολυνομοσχέδιο που έφερε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για την τροποποίηση του αντίστοιχου νομοθετήματος (ν. 4608/2019) της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Πέρα από τα αντεργατικές και αντισυνδικαλιστικές ρυθμίσεις που περιλαμβάνει, αξίζει να σημειωθούν μερικές από τις νέες παρεμβάσεις που συνδέονται με τις αρχαιότητες:
- για την πραγματοποίηση Στρατηγικών Επενδύσεων επιτρέπονται ειδικές παρεκκλίσεις από τους ισχύοντες όρους και περιορισμούς δόμησης της περιοχής για λόγους «υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος»,
- μεταφέρεται η αρμοδιότητα για την έκδοση κάθε άδειας αποκλειστικά στον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων,
- τα πιεστικά χρονοδιαγράμματα για τη διεκπεραίωση αιτημάτων επενδυτών συναρτώνται με την πρόβλεψη για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων σε περίπτωση ακόμα και ανυπαίτιας καθυστέρησης στην τήρησή τους,
- για τον Ενιαίο Ψηφιακό Χάρτη υποχρεούται το Υπουργείο Πολιτισμού να καταθέσει εντός 6μήνου το σύνολο των γεωχωρικών δεδομένων (για αρχαιολογικούς χώρους ή ιστορικούς τόπους, αλλά και το «σύνολο των πληροφοριών που αφορούν άμεσα ή έμμεσα σε συγκεκριμένη τοποθεσία (…) από τις οποίες εξαρτάται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η αδειοδότηση της οποιασδήποτε επενδυτικής ή κατασκευαστικής δραστηριότητας»). Κι όλα αυτά ενώ δεν έχει ολοκληρωθεί η σύνταξη του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου, το οποίο, άλλωστε, περιλαμβάνει μέρος μόνο από τους κηρυγμένους και οριοθετημένους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, καθώς υπάρχουν πλείστα γνωστά μνημεία τα οποία δεν έχουν κηρυχθεί αλλά προστατεύονται αυτοδίκαια εκ του νόμου. Επιπλέον, ο κατάλογος των κηρυγμένων χώρων και μνημείων εμπλουτίζεται συνεχώς μέσω νέων ανασκαφών και γεωχωρικών δεδομένων, ενώ το νομοσχέδιο προβλέπει πως «δεν επιτρέπεται άρνηση αδειοδότησης της οποιασδήποτε επενδυτικής ή κατασκευαστικής δραστηριότητας στη βάση γεωχωρικών δεδομένων που δεν συμπεριλαμβάνονται στον Ενιαίο Ψηφιακό Χάρτη»!
*Ιστορικός, Γενικός Γραμματέας Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων