Γράμμα από Ολλανδία
Δημήτρης Παυλόπουλος
Στις 17 Σεπτεμβρίου, η κεντροδεξιά κυβέρνηση παρουσίασε τους βασικούς άξονες του κρατικού προϋπολογισμού για το 2020. Όπως κάθε χρόνο, τη δημόσια συζήτηση μονοπώλησαν οι εκτιμήσεις διάφορων κρατικών και ιδιωτικών ινστιτούτων για τις επιπτώσεις των κυβερνητικών σχεδίων στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Έτσι, ο υπουργός Οικονομικών διακήρυξε ότι, το 2020, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών θα αυξηθεί κατά μέσο όρο σε ποσοστό 2.1%.
Όπως έχει αποδειχθεί τα προηγούμενα χρόνια, οι εκτιμήσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Καταρχήν, ο μέσος όρος κρύβει μεγάλες διακυμάνσεις και τα πιο αδύναμα στρώματα του πληθυσμού (άνεργοι) βλέπουν εδώ και χρόνια την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται. Επιπλέον, οι εκτιμήσεις βασίζονται σε μοντέλα που δεν παίρνουν υπόψη τους όλους τους παράγοντες. Έτσι, οι περσυνές κυβερνητικές εκτιμήσεις για αύξηση της μέσης αγοραστικής δύναμης κατά 1.2% μεταφράστηκαν σε πραγματική μέση αύξηση της τάξης του 0.3%.
Η ανούσια συζήτηση για την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών αποκρύπτει την πραγματικότητα: η βελτίωση της γενικής οικονομικής κατάστασης της Ολλανδίας δεν μεταφράζεται σε βελτίωση της οικονομικής κατάστασης και του επιπέδου ζωής των πολιτών που ανήκουν στα χαμηλά και στα μεσαία οικονομικά στρώματα. Ενώ η ολλανδική κυβέρνηση δανείζεται κεφάλαια δωρεάν εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων και οι δείκτες της οικονομικής δραστηριότητας βελτιώνονται, οι μισθοί παραμένουν σταθεροί ενώ οι εργασιακές σχέσεις χειροτερεύουν διαρκώς. Τα επιπλέον κεφάλαια που έχει στη διάθεσή της η ολλανδική κυβέρνηση διοχετεύονται σε ένα επενδυτικό κεφάλαιο από το οποίο θα επωφεληθούν οι μεγάλες επιχειρήσεις. Η κλιματική πολιτική που διαφημίζει η κυβέρνηση Ρούτε αφορά κυρίως ακριβές επιδοτήσεις «πράσινων» επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Στη φορολογία, εισάγει μια νέα νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση με μείωση του αριθμού των φορολογικών συντελεστών από τρεις σε δύο και σχετική επιβάρυνση των χαμηλών εισοδημάτων.
Στην δε αγορά εργασίας, ενώ η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι επιθυμεί τη μείωσης των ευέλικτων μορφών απασχόληση, στην πράξη η θέση των εργαζόμενων χειροτερεύει διαρκώς. Έτσι, οι ατομικές απολύσεις γίνονται πιο εύκολες, ενώ η μέγιστη συνολική διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου αυξάνεται στα τρία χρόνια. Οι εργαζόμενοι με μπλοκάκι θα πληγούν σημαντικά από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης καθώς περιορίζονται σημαντικά οι φοροαπαλλαγές που απολάμβαναν.