Σπύρος Μαρκέτος
Η διανοητική μου βιογραφία είναι μια μακροχρόνια αναζήτηση επαρκούς εξήγησης της σημερινής πραγματικότητας, έτσι ώστε κι εγώ και άλλοι να μπορούμε να την επηρεάσουμε. Αναζήτηση διανοητική και συνάμα πολιτική, αφού πάντοτε ένιωθα πως ποτέ δεν θα μπορούσε να υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο, ούτε για μένα ούτε για κανέναν άλλο.
Ιμάνουελ Βαλλερστάιν.
Την περασμένη εβδομάδα πέθανε πλήρης ημερών, κι έχοντας την ικανοποίηση πως πολλά από αυτά που ήθελε στη ζωή του τα έζησε και τα έκανε, ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν. Δεν τα κατάφερε όλα. Την τελευταία δεκαετία ετοίμαζε το κλείσιμο του μεγάλου έργου του για Το καπιταλιστικό κοσμοσύστημα. Στους τέσσερις πρώτους τόμους είχε παρουσιάσει την ιστορία αυτού του κοσμοσυστήματος -ο όρος δικός του- από τότε που εμφανίστηκε, γύρω στα 1500, ως τις αρχές του εικοστού αιώνα. Στους τελευταίους δύο τόμους ήθελε να περιγράψει την πορεία του, έλεγε γελώντας, αλλά και πολύ πολύ σοβαρά ταυτόχρονα, από το 1900 ως το 2050.
Ο Βαλλερστάιν έδειξε πως το σύστημα αυτό, όπως όλα τα συστήματα, έχει την ιστορία και τη γεωγραφία του. Ξεκίνησε γύρω στα 1500 σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος του πλανήτη, στις ανατολικές και δυτικές ακτές του βόρειου Ατλαντικού, διένυσε περιόδους άλλοτε στασιμότητας και άλλοτε εξάπλωσης, με σκληρές συγκρούσεις τελικά κάλυψε ολόκληρη την οικουμένη, και κάπου γύρω στα 1970 μπήκε στην τερματική περίοδο της παρακμής του, η οποία θα λήξει, όπως συμβαίνει σ’ όλα τα συστήματα, με το θάνατό του.
Το σύστημα έχει τη δομή του και τους νόμους του, αλλά η λειτουργία του πάντοτε επηρεάζεται από την ανθρώπινη δράση. Το τέλος του καπιταλισμού θα επέλθει κάπου στις ερχόμενες δεκαετίες, αλλ’ ακόμη και τη στιγμή της κατάρρευσης θα είναι άγνωστο το τι θα επακολουθήσει. Αν δηλαδή οι άνθρωποι θα φτιάξουν τότε μια κοινωνία πιο ελεύθερη και εξισωτική, ή αντίθετα μια δυστοπία που θα συνδυάζει τις μάστιγες του καπιταλιστικού συστήματος και των προηγούμενων, αλλά και άλλες ακόμη που σήμερα δύσκολα τις φανταζόμαστε.
Οι δυο βασικές επιρροές στη θεωρία του Βαλλερστάιν είναι ο Μαρξ και ο γάλλος ιστορικός της σχολής των Αννάλ, Φερνάν Μπρωντέλ, ο οποίος επίσης είχε ασχοληθεί συστηματικά με τη γέννηση του καπιταλισμού και με τις μακράς κλίμακας ιστορικές διαδικασίες. Στην κλίμακα αυτή, έλεγε ο Μπρωντέλ, τα γεγονότα είναι απλή σκόνη, με την έννοια ότι όχι μόνο είναι παροδικά, αλλά και μπαίνουν στα μάτια μας και μας εμποδίζουν να δούμε. Τόσο ο Μπρωντέλ όσο και ο Βαλλερστάιν προσπάθησαν να δουν τις μακροϊστορικές διαδικασίες πίσω από τη σκόνη των γεγονότων. Προσπάθησαν να φτιάξουν «μεγάλες αφηγήσεις», τις οποίες βεβαίως η ακαδημαϊκή μόδα του λεγόμενου μεταμοντέρνου άφησε για μερικές δεκαετίες στο ράφι.
Μολονότι και οι δύο κατηγορήθηκαν για υπέρμετρο ντετερμινισμό, κατά τη γνώμη μου ποτέ δεν παρέβλεψαν τη σημασία της συλλογικής ή ακόμη και της ατομικής ανθρώπινης δράσης. Χάρη στο εύρος της γνώσης και το βάθος της σκέψης τους ενσωμάτωσαν στα θεωρητικά του σχήματα προτάσεις που, αν δεν ιδωθούν διαλεκτικά μέσα στην αλληλεξάρτησή τους, ακούγονται σαν κοινοτοπίες ή δελφικοί χρησμοί, ή και σαν ολότελα αντιφατικές μεταξύ τους. Εξαιτίας τους το έργο του Βαλλερστάιν κατηγορείται από άλλους για υπερβολικό μηχανικισμό και από άλλους για αφόρητη ασάφεια.
Ο Βαλερστάιν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιστορική περιοδολόγηση και την κατανόηση του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος
Η δική μου αίσθηση είναι πως, αν διαβαστεί συνολικά και διαλεκτικά, είναι κάθε άλλο παρά ασαφές ή μηχανιστικό. Ωστόσο συγκεκριμένα σημεία του επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις, ή και μερικές φορές εργαλειοποιούνται στην υπηρεσία προγραμμάτων που ο ίδιος δεν προσυπέγραφε. Στην Ελλάδα τον χρησιμοποίησαν κατά καιρούς το ΠΑΣΟΚ όσο και ο χώρος που αργότερα θα μετασχηματιζόταν σε ΣΥΡΙΖΑ. Ένας ιδιαίτερα επιφανής κι επιδέξιος διανοούμενος κατόρθωσε μάλιστα να τον συνδυάσει με ολυμπισμό κι εθελοντισμό. Μικρή παρηγόρια ότι ακόμη κι ο ίδιος ο Μαρξ δεν ξέφυγε από την ίδια μοίρα.
Ο Βαλλερστάιν φυσικά ξεκίνησε από τον Μαρξ, και αναδείχθηκε σ’ έναν από τους σημαντικότερους διερμηνευτές στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Χάρη στη διανοητική του τόλμη και το συνολικό του όραμα εφάρμοσε δημιουργικά τη λογική του Μαρξ σε πεδία με τα οποία ο ίδιος ο Μαρξ δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε ν’ ασχοληθεί αναλυτικά. Η ιστοριονομία του, εστιάζοντας στις μεγάλες επιλογές και στα σημεία καμπής, αμφισβητεί τη γραμμικότητα της προοδευτικής διαδοχής των τρόπων παραγωγής -δουλοκτησία, φεουδαρχία, καπιταλισμός.
Στον καπιταλισμό ο Βαλλερστάιν βλέπει πέρα από τον δυναμικό μηχανισμό που σαρώνει τη σκουριά των αιώνων, μια καταστροφή σ’ όλα τα πεδία της κοινωνικής και ατομικής μας ύπαρξης. Η κυριαρχία του δεν είχε τίποτε το αναπόφευκτο, δεν ήταν προδιαγεγραμμένη, αλλά αφότου εδραιώθηκε το κοσμοσύστημα επέβαλε τη δική του δυναμική, ώσπου οδηγήθηκε στα όρια του. Και τούτο συνέβη στις ημέρες μας. Σήμερα μπορούμε πράγματι ν’ ανατρέψουμε τον καπιταλισμό σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά δεν είναι δεδομένο ότι θα το καταφέρουμε. Πρέπει με τις δικές μας δυνάμεις να βρούμε τον σωστό τρόπο για να το κάνουμε αυτό.
Ο Βαλλερστάιν κρατά τη λέξη «κρίση» μονάχα για τη δική μας περίοδο. Οι προηγούμενες δεν ήταν κρίσεις αλλά απλώς προβλήματα, λέει, που όταν κάποια στιγμή λύνονταν, τότε ο καπιταλισμός εγκαινίαζε ένα νέο κύκλο συσσώρευσης. Το σύστημα δεν είχε τότε αγγίξει τα όριά του. Η εποχή όμως που εγκαινιάστηκε με την παγκόσμια επανάσταση του 1968, όπως την χαρακτηρίζει, και την κατάρρευση του συστήματος νομισματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς το 1971, έχοντας σημαντικό της χαρακτηριστικό την χρηματιστικοποίηση, είναι η αληθινή κρίση, η τερματική κρίση του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος.
O Βαλλερστάιν διαχωρίζει προσεκτικά τις έννοιες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του καπιταλιστικού συστήματος. Το πεδίο που μελέτησε κατεξοχήν ο Μαρξ ήταν ο τρόπος παραγωγής, η αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε διαρκώς μεγαλύτερη κλίμακα και η αέναη συσσώρευση και συγκέντρωσή του. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής υπήρχε και σε παλαιότερα συστήματα, λόγου χάρη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή στην Κίνα, αλλά δεν ήταν εκεί κυρίαρχος. Το σύστημα παραγωγής συναρθρώνει διαφορετικούς τρόπους παραγωγής, αλλά κάποιος μεταξύ τους μπορεί να επιβάλλει στους υπόλοιπους τη δική του πρωτοκαθεδρία, να τους χρησιμοποιεί για τους δικούς του σκοπούς. Ποτέ στην ιστορία δεν υπήρχαν τόσο πολλοί δούλοι όσο στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο καπιταλισμός επέβαλε σε πολλά μέρη του κόσμου τη δουλεία και την έκανε ατμομηχανή της συσσώρευσης.
Η ιστορική περιοδολόγηση του Βαλλερστάιν, κεντρικό στοιχείο του έργου του, συχνά ξενίζει, καθώς ήταν ένας από τους πρώτους θεωρητικούς που άφησαν πίσω τους τον ευρωκεντρισμό. Στο έργο του η Γαλλική και η Ρωσική επανάσταση μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο, ενώ στο πρώτο έρχονται η «πανευρωπαϊκή επανάσταση του 1848» και η «παγκόσμια επανάσταση του 1968». Με την πρώτη ο φιλελευθερισμός γίνεται ηγεμονική ιδεολογία, με την έννοια ότι οι άλλες δύο, ο συντηρητισμός και ο ριζοσπαστισμός, ενστερνίζονται τους δικούς του στόχους και θεωρήσεις. Με τη δεύτερη ο φιλελευθερισμός γκρεμίζεται από το βάθρο, και τώρα οι συντηρητικοί ξαναγίνονται συντηρητικοί, ενώ οι ριζοσπάστες ξαναγίνονται ριζοσπάστες. Στην τερματική κρίση του καπιταλισμού συγκρούονται η συντηρητική δεξιά με τη ριζοσπαστική αριστερά.
Τον όρο «ιδεολογία» τον χρησιμοποιεί με την ουδέτερη σημασία των κοινωνικών επιστημών, και όχι με την κριτική έννοια του Μαρξ. Η ιδεολογία στον Βαλλερστάιν δεν είναι αναγκαστικά ψευδής συνείδηση, αλλά μια πολιτική μεταστρατηγική, δηλαδή μια στρατηγική για να βρίσκεις άλλες επιμέρους στρατηγικές.
Τα μεγάλα έργα του συγκεφαλαιώνουν μια συνολική εικόνα του καπιταλιστικού συστήματος, με την οποία μπορεί κανείς να διαφωνεί ή να συμφωνεί, αλλά καλύτερα να μην αγνοεί. Του προσέφεραν παγκόσμια αναγνώριση και ιδιαίτερα μεγάλο θεσμικό κύρος, χάρη σ’ αυτά κυρίως εκλέχτηκε για αρκετά χρόνια πρόεδρος της Παγκόσμιας Κοινωνιολογικής Εταιρείας. Το ότι δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά αποτυπώνει τις παθογένειες του ακαδημαϊκού μας συστήματος όσο και της δήθεν ελεύθερης αγοράς, η οποία, όπως εύγλωττα μας εξηγεί ο ίδιος, μόνον ελεύθερη δεν είναι. Την καλύτερη εισαγωγή στις κεντρικές ιδέες του μας δίνει μια σειρά πέντε διαλέξεων σ’ ένα ισπανικό πανεπιστήμιο, που κυκλοφορεί στη γλώσσα μας με τίτλο Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας. Αξίζει πράγματι να διαβαστεί.
Σημαντικό κομμάτι του έργου του ήταν η κριτική που άσκησε στη διαμόρφωση των επιστημονικών πεδίων από το Διαφωτισμό και μετά. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι αδύνατο να εντοπιστεί η θέση του πάνω στον καμβά των κατεστημένων επιστημών. Τις επιστήμες όπως τις ξέρουμε σήμερα, επέμενε, τις έφτιαξε ο καπιταλισμός για τους δικούς του σκοπούς, και πρέπει να τις ξεπεράσουμε αν θέλουμε ν’ αναπτύξουμε κριτική γνώση που να συμβάλλει στην ανατροπή του. Υπερασπιζόταν όχι τη λεγόμενη πολυεπιστημονικότητα, αλλά τη μονοεπιστημονικότητα, δικός του και αυτός όρος, την ενιαία επιστήμη που δεν διαχωρίζει την αναζήτηση του αληθινού από την αναζήτηση του σωστού και του όμορφου, διαχωρισμοί που πρώτος ο καπιταλισμός επέβαλε.
Από αυτό το πρίσμα της μονοεπιστημονικότητας μελετά την ιστορία και τη γεωγραφία των κοινωνικών σχηματισμών η σχολή της «ανάλυσης κοσμοσυστημάτων», όπως ονομάζεται. Αλλά τον πιο εντυπωσιακό φόρο τιμής στο έργο του απέτισαν ριζοσπάστες που το προέκτειναν προς νέες κατευθύνσεις. Όπως η Σίλβια Φεντερίτσι, που αναδεικνύει την κεντρική σημασία του πατριαρχικού μισογυνισμού στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, και νεότεροι μελετητές όπως ο Κερέμ Νιζαμτσίογλου και ο Αλεξάντρ Ανιέβας που αναβίωσαν πρόσφατα μια θεωρία άνισης και συνδυαστικής ανάπτυξης η οποία ολοκλήρωνε την κριτική του στον ευρωκεντρισμό.