του Γιώργου Παυλόπουλου
Το Brexit είναι η ρωγμή που φέρνει στην επιφάνεια τις μεγάλες αντιθέσεις οι οποίες έτσι κι αλλιώς υπάρχουν τόσο εντός της αστικής τάξης και στους κόλπους της βρετανικής κοινωνίας όσο και στο παγκόσμιο καπιταλιστικό οικοδόμημα, στο οποίο η συγκεκριμένη χώρα συνεχίζει να έχει περίοπτη θέση. Είναι μια ρωγμή η οποία προκλήθηκε από την «ανταρσία» και την ανυπακοή της πλειοψηφίας του λαού απέναντι στις νουθεσίες και τις απειλές της πλειοψηφίας του κεφαλαίου και των μηχανισμών του στο δημοψήφισμα του 2016. Εκεί που εκφράστηκε ένα –σε μεγάλο βαθμό– κοινωνικό «όχι», που όμως είχε εξαρχής αντιδραστικά πολιτικά χαρακτηριστικά, τα οποία στην πορεία ενισχύθηκαν.
Έτσι, όσα συμβαίνουν σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, δύο μήνες πριν εκπνεύσει η νέα διορία την οποία έχουν δώσει οι Βρυξέλλες στο Λονδίνο, αποτελούν ένα διπλό και παράλληλο πραξικόπημα.
Πρωταγωνιστής του ενός είναι ο Μπόρις Τζόνσον και η κυβέρνησή του. Είναι αυτοί που επιχειρούν να παρακάμψουν τη Βουλή –εκμεταλλευόμενοι, πάντως, νόμιμες διαδικασίες τις οποίες «ξεχειλώνουν» στα όριά τους– προκειμένου να ολοκληρώσουν την έξοδο από την ΕΕ μέχρι τις 31 Οκτωβρίου. Στόχος τους, όπως και όσων τους στηρίζουν (που δεν είναι λίγοι…), είναι να δώσουν την ευκαιρία στην πρώην αυτοκρατορία να διεκδικήσει εκ νέου έναν αναβαθμισμένο ρόλο, εκμεταλλευόμενη τις μεγάλες ανακατατάξεις που συντελούνται. Απαλλαγμένη από τα «δεσμά» της ΕΕ, μέσα από μια νέα στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ, τις οποίες θεωρούν πιο φυσικό και προνομιακό σύμμαχο.
Πρωταγωνιστής του άλλου είναι το (πλειοψηφικό, όπως φαίνεται) τμήμα του βρετανικού κεφαλαίου που θεωρεί εξαιρετικά επικίνδυνο το διαζύγιο με το ευρωπαϊκό καπιταλιστικό οικοδόμημα – μαζί φυσικά με τους πολιτικούς του υπηρέτες, κυρίως τους Εργατικούς και τους Φιλελεύθερους, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να μπλοκάρουν το σχέδιο του Τζόνσον. Η πτέρυγα αυτή θεωρεί, προφανώς, ότι τα ενδεχόμενα κέρδη δεν δικαιολογούν με κανέναν τρόπο το ρίσκο που ενέχει η διάρρηξη των στενών και οργανικών δεσμών που έχουν οικοδομηθεί με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και την ενιαία αγορά της ΕΕ – εκτιμώντας, ανάμεσα στα άλλα, ότι οι Αμερικανοί θα χάσουν έδαφος το επόμενο διάστημα και δεν μπορούν να θεωρούνται προνομιακοί συνέταιροι.
Σε αυτή τη στρατηγική διελκυστίνδα, τα δύο στρατόπεδα έχουν ως «καύσιμη ύλη» τους τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα και δικαιώματα – που, για την ώρα, είναι πολιτικά ορφανά.