Αιμιλία Καραλή
Κάθε εποχή έχει την δική της Αντικόλαση. Η δειλία και η νωθρότητα δεν αφορούν πλέον μόνο την απραξία, αλλά και την πράξη εκείνη που ευνοεί την παραίτηση από τολμηρά εγχειρήματα, ιδέες, στόχους, όνειρα, ελπίδες που δεν χρειάζονται καμιά κόλαση για βασανισμό και κανέναν παράδεισο για δικαίωση.
Στην (Θεία) Κωμωδία του Ντάντε Αλιγκιέρι λίγο πριν την Κόλαση υπάρχει ένας προθάλαμος: η Αντικόλαση. Εκεί βρίσκονται όλοι εκείνοι που δεν έκαναν κάτι κακό ώστε να τους δεχτεί η Κόλαση ούτε κάτι καλό για να τους δεχτεί ο Παράδεισος. Είναι οι νωθροί, οι άβουλοι και οι δειλοί: «οι χαμένοι που ποτέ δεν ζήσαν». Είναι εκείνοι που δεν αξίζουν ούτε ένα βλέμμα γι’ αυτό και ο Βιργίλιος, ο δάσκαλος και οδηγός του Δάντη στο μεταφυσικό –και τόσο πραγματικό ταξίδι- προτρέπει τον μαθητή του: Guarda e passa (Κοίτα και πέρνα).
Κάθε εποχή έχει βέβαια και την δική της Αντικόλαση. Η δειλία και η νωθρότητα δεν αφορούν πλέον μόνο την απραξία, αλλά και την πράξη εκείνη που ευνοεί την παραίτηση από τολμηρά εγχειρήματα, ιδέες, στόχους, όνειρα, ελπίδες που δεν χρειάζονται καμιά κόλαση για βασανισμό και κανέναν παράδεισο για δικαίωση. Το ζούμε καθημερινά σε όλους τους χώρους που δοκιμαζόμαστε: στις σχέσεις μας, στους χώρους της εργασίας, στο πώς προσεγγίζουμε την γνώση και την αναγκαιότητα της γνώσης, στο πώς διαθέτουμε τον εαυτό μας αλλά στην ιδέα που έχουμε γι’ αυτόν.
Όμως κριτήριο της αλήθειας έλεγαν παλιά είναι η πράξη. Κι αυτήν πρέπει να αναλογιστούμε όσοι τουλάχιστον δεν θεωρούμε τον εαυτό μας φεουδάρχη και αποκλειστικό ιδιοκτήτη της αλήθειας. Μάλλον πρέπει σαν τους Πυθαγόρειους εκείνους φιλοσόφους να κάνουμε καθημερινά τον απολογισμό: «Σε τι αστόχησα; Τι έπραξα; Τι έπρεπε να κάνω και δεν έκανα;»
Ίσως έτσι αποφύγουμε το αυτομαστίγωμα και την αυτολύπηση, ίσως έτσι υποστείλουμε την έπαρση και την αλαζονεία για το ό,τι το δικό μας δίκαιο είναι πιο δίκαιο από του άλλου και κατανοήσουμε καλύτερα τις πραγματικές συνθήκες και τις αντοχές που απαιτούν οι δρόμοι των μεγάλων αποστάσεων. Κυρίως όμως την μοναξιά που εμπεριέχουν. Και φαίνεται πως πρέπει να συμφιλιωθούμε με αυτήν την μοναξιά αν προσδοκούμε να φτάσουμε κάποτε στο νήμα.
Λείπουν οι καθημερινές πράξεις που μπορούν να εμπνεύσουν δρομείς μεγάλων αποστάσεων και τεράστιων αντοχών
Η συμφιλίωση αυτή σημαίνει ακόμη μεγαλύτερο πείσμα απέναντι σε ό,τι κυριαρχεί ή σε ό,τι επιβάλλεται από τους κυρίαρχους ως μονόδρομος: στον κυνισμό, στην βία, στο μίσος, στην απανθρωπιά και στην νομή της όποιας εξουσίας απαξιώνει την ελευθερία και την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου όπου γης. Ακόμη κι αν η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει εξοικειωθεί με αυτοεξαθλίωσή της και δεν μπορεί να την αναγνωρίσει. Ακόμη κι αν την υποστηρίζει επιλέγοντας να είναι με το μέρος αυτών που την εξαχρειώνουν. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Αντίθετα, με υφέσεις και εξάρσεις συνεχίζει να υπάρχει. Η φρίκη του να επιλέγει κάποιος τα δεσμά του είναι δομικό στοιχείο της ιστορίας –ή της προϊστορίας, όπως την αποκαλούσαν κάποιοι σοφοί πριν από μας- του ανθρώπου.
Ας σκεφτούμε λοιπόν ξανά τις προσδοκίες μας και κυρίως την αφετηρία μας. Τι ώθησε τον καθένα μας να ξεκινήσει τον δρόμο αντοχής και αν υποψιάστηκε ποτέ ότι είναι δρόμος αντοχής. Τι τον συγκίνησε, τι τον οδήγησε να επιλέξει αυτόν και όχι κάποιον άλλο. Και κυρίως αν θέλει να τον συνεχίσει.
«Πάντα μας τρόμαζαν οι ευκολίες. Τόσο πολύ αγαπήσαμε την ζωή», έγραφε κάποτε η Μέλπω Αξιώτη. Η αγάπη αυτή ως συλλογική υπόθεση που προϋποθέτει την προσωπική επιλογή δοκιμάζεται σε κάθε σημείο του δρόμου που επιλέγουμε. Οι δυσκολίες είναι κίνητρα και εφόδια για την συνέχιση του δρόμου, για την διαρκή ανακάλυψή του. Λείπει σε μεγάλο βαθμό ο ειλικρινής διάλογος πρώτα με τον εαυτό μας και την συνείδησή μας και γι’ αυτές. Λείπουν οι καθημερινές πράξεις όλων μας –με όποιον τομέα και αν ασχολούμαστε- ως παραδείγματα ζωής που μπορούν να εμπνεύσουν, να συνεγείρουν και άλλους δρομείς μεγάλων αποστάσεων και τεράστιων αντοχών.
Ας τις επιχειρήσουμε ανοιχτά και θαρραλέα. Γιατί κάποιος άλλος είχε συμπληρώσει τον στίχο του Δάντη και με ένα επιπλέον ρήμα: Guarda, sputa e passa (Κοίτα, φτύσε και πέρνα). Αφορούσε πλέον και αυτούς που έκαναν την δειλία τους ιδεολογικό άλλοθι για να πολεμήσουν αυτούς που συνέχιζαν.