του Γιώργου Πάσχου*
Στο παρόν κείμενο, θα γίνει μια προσπάθεια εργαλειοποίησης της πολιτικής θεωρίας του Herbert Marcuse, όπως εκείνη αποκρυσταλλώθηκε σε μια σειρά διαλέξεων του, τόσο στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης όσο και σε εκείνο της Χαϊδελβέργης το καλοκαίρι του 1956, με απώτερο σκοπό να καταστεί δυνατή μια εις βάθος ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων της 7ης Ιουλίου. Η χρήση της μαρκουζιανής θεωρίας ως εργαλείο ανάλυσης της εκλογικής αναμέτρησης προέκυψε ως ιδέα, κατά την ανάγνωση του βιβλίου Ψυχανάλυση και Πολιτική, του H. Marcuse, το οποίο κυκλοφόρησε το 1971, σε μετάφραση της Ηρώς Λάμπρου από τις εκδόσεις Ηριδανός
Η εκλογική αναμέτρηση της 7ης Ιουλίου επέφερε μια σειρά ανακατατάξεων στο πολιτικό σκηνικό, οδηγώντας την Ελλάδα στην πρώτη αυτοδύναμη δεξιά κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μετά εκείνη του Κ. Καραμανλή το 2004, καθώς και σε μια αρκετά ισχυρή σοσιαλδημοκρατική, προοδευτική αντιπολίτευση με κυρίαρχο πόλο τον ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, υπήρξε μια τάση καθίζησης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, γεγονός που κρίνεται αναγκαίο να αναλυθεί περαιτέρω, με σκοπό να έρθουν στην επιφάνεια, όχι μόνο τα λάθη των αριστερών κομμάτων αλλά και η αδυναμία της κοινωνίας να κατανοήσει το πρόγραμμα τους. Τέλος, ως μοναδική θετική έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος μπορεί να θεωρηθεί το χαμηλό ποσοστό της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής, στοιχείο βεβαίως που πρέπει να παραλληλιστεί, όχι μόνο με την εκλογική επιτυχία της Ελληνικής Λύσης αλλά και με το υψηλό ποσοστό συσπείρωσης της Νέας Δημοκρατίας, η οποία έγινε ταχύτατα ελκυστική για τα εκφασίζοντα και συντηρητικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας, εργαλειοποιώντας μια ακρδοδεξιά ρητορική.
Το εκλογικό αποτέλεσμα έφερε στην επιφάνεια ένα σύγχρονο πολιτικό σχήμα κυριαρχίας, το οποίο αντλεί δυνάμεις από την πλήρη νέο-φιλελευθεροποίηση του εγχώριου πολιτικού σκηνικού. Η κυριαρχία, με μαρκουζιανούς όρους, τείνει να γίνει ουδέτερη, ανταλλάξιμη, δίχως όμως να μεταβάλει την εσωτερική της δομή ή να οδηγεί παράλληλα το κοινωνικό σύνολο σε μια μεταβολή. Αυτή η τάση ουδετεροποίησης της κυριαρχίας συντελείται καθώς η ίδια η κυριαρχία τείνει να κινείται προς την αναπαραγωγή και διαιώνιση του μηχανισμού που την συντηρεί, είτε αυτός ονομάζεται αστικό κράτος, είτε σύστημα και νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός.
Η σημαντικότερη πολιτική έκφανση της προλεγόμενης ουδετεροποίησης διαφαίνεται στην όλο και μεγαλύτερη εξομοίωση, ιδιαίτερα στον χώρο της άσκησης οικονομικής πολιτικής, των άλλοτε αντίθετων ιδεολογικά κομμάτων, αρχικά της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, και μετέπειτα της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και στον αυξανόμενο μιμητισμό στον χώρο της χρήσης πολιτικού λεξιλογίου, πίσω από το οποίο υποβόσκουν κοινά συμφέροντα. Παράλληλο προς τη χρήση πολιτικού λεξιλογίου φαινόμενο δύναται να θεωρηθεί ο ακραίος λαϊκισμός, ο οποίος εντοπίζεται εύκολα στην επιχειρηματολογία δίχως όμως λογικα επιχειρήματα αλλα με επιθέσεις στο ήθος του αντιπάλου και συνεχείς επικλήσεις προς το συναίσθημα των ψηφοφόρων.
Το νέο δίπολο λοιπόν μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, παρότι ψευδές πολιτικά, φέρνει στο φως μια κεντρική διαφορά η οποία έγκειται στο γεγονός της πάλης μεταξύ του ολοκληρωτικού κράτους της Δεξιάς, όπου ταυτίζεται με μια μορφή πραγματοποίησης του ιδεοτύπου των κυριάρχων, δηλαδή, όπως τόνιζε ο Loic Wacquant, ενός κράτους το οποίο περιορίζεται ολοένα και περισσότερο στην αστυνομική λειτουργία της καταστολής, κηρύσσοντας παράλληλα έναν ανένδοτο αγώνα ενάντια στην ιστορικά δυνατή απελευθέρωση, και της δημοκρατικής μορφής του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος, οργανώνοντας τις διαθέσιμες παραγωγικές δυνάμεις με έναν νεοφιλελεύθερο τρόπο, ουσιαστικά εγκλωβίζει την κοινωνία στη σημερινή της μορφή. Επομένως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι στον σύγχρονο ιδεολογικό χώρο παρουσιάζονται δύο βαθύτατα κοινές και μόνο επιφανειακά αντίθετες μορφές Λόγου. Ο οπισθοδρομικός Λόγος της δεξιάς και ο προοδευτικός Λόγος της σοσιαλδημοκρατίας οι οποίοι είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι κινούνται ταυτόχρονα εναντίων οποιωνδήποτε νέων δυνάμει επιτεύξιμων στόχων, προσπαθώντας να ακυρώσουν τη δυνατότητα υπέρβαση της ιστορικής πραγματικότητας.
Οι δυνάμεις λοιπόν, που σφυρηλάτησαν με μια νέα Βεμπεριανής μορφής θεοδικία των προνομίων τους την κοινωνία, προωθώντας την διαιώνιση των συμφερόντων τους, και καθόρισαν τον Ελληνικό κυριαρχικό πολιτισμό όπου η ικανοποίηση των ατομικών αναγκών επιβίωσης τιθασεύτηκε βίαια από την επιβολή των επίπλαστων αναγκών του κοινωνικού συνόλου, καθορίζουν πλέον και τη συμβολική σχέση της κοινωνίας με το μέλλον[1].
Τόσο λοιπόν ο οπισθοδρομικός, όσο και ο δημοκρατικός Λόγος, προτάσσουν τις θυσίες του ελληνικού λαού, τον τολμηρό αγώνα επιβίωσης που έδωσε για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών, υποκρύπτοντας παράλληλα την πραγματική ουσία της λιτότητας που επέβαλαν, τον εξαναγκασμό δηλαδή των υποκειμένων σε παραίτηση, απομόνωση και καταπίεση για το «συμφέρον της χώρας», για το συμφέρον τελικά της κανονικότητας όπου φαίνεται να μετατρέπεται ταχύτατα σε μια νέα θατσερικού τύπου βαρβαρότητα.
Η παραίτηση του κοινωνικού συνόλου δύναται να ταυτιστεί με την εκλογική καθίζηση της αριστεράς καθώς και με την ανάδυση του παράλογου σε νέο κοινωνικό Λόγο, ενώ παράλληλα η συρρίκνωση των αντικαπιταλιστικών αριστερών κομμάτων και συνδυασμών μπορεί να αναλυθεί με εργαλείο την σκέψη και θεωρία του F. Guattari. Ο Γάλλος φιλόσοφος κατασκευάζει τη θεωρία του ενσωματωμένου καπιταλισμού και συνομιλώντας έντονα με την Μαρξιανή σκέψη του Grundrisse αναφέρει ότι το κεφάλαιο δεν επιταχύνει πλέον μόνο την παραγωγή υλικών αγαθών και αξιών, αλλά και άυλων. Παράγει, δηλαδή, ιδέες, συμπεριφορές, σκέψεις και νέους τρόπους ζωής καθώς μετατοπίζεται απο την παραγωγή αντικειμένων στην παραγωγή νέων υποκειμενικοτήτων.
Πάνω στη συγκεκριμένη θεωρητική βάση κρίνεται αναγκαίο να αναφερθεί ξανά η υπερίσχυση του συνόλου έναντι του ατόμου, το οποίο θυσίασε την ελευθερία του για το γενικό καλό. Θυσιάζοντας όμως την ελευθερία του, το υποκείμενο διαχρονικά γεννούσε μια νέα εσωτερική αντίφαση, ασυνείδητη και σωματοποιημένη, μια νέα ορμή, που τον οδηγούσε, καθώς ο ίδιος δεν έβρισκε την ευτυχία, στην φαντασίωση μιας άλλης μορφής βίωσης της καθημερινότητας. Παρόλα αυτά, η κρίση και ο ενσωματωμένος, κυριαρχικός καπιταλισμός επέτυχαν τα τελευταία χρόνια να δαμάσουν μέσω της παραγωγής νέων υποκειμενικοτήτων αυτή την αντίφαση και την αναδυόμενη ένταση μεταξύ της κανονικότητας του σύγχρονου τρόπου ζωής, ο οποίος φυσικοποιείται μέσω του δόγματος της μη εναλλακτικής[2] ΤΙΝΑ και της ουτοπίας, που υποφώσκει ως πραγματική προοπτική της ιστορίας.
Η ακύρωση, λοιπόν αυτής της ενεργητικής αντίφασης οδήγησε το προοδευτικό εκλογικό σώμα να αδυνατεί να φαντασιωθεί και να ακουμπήσει με τα ακροδάχτυλα του αυτό το ιστορικώς δυνατό, αυτή την προοπτική που φωτίζει το δρόμο της ελευθερίας και υποστήριξε με θέρμη τον παραλογισμό της ανελευθερίας, που πλέον εμφανίζεται ως η μοναδική μορφή της έλλογης καθολικότητας. Ίσως λοιπόν αυτή είναι η αιτία του καταποντισμού της ριζοσπαστικής αριστεράς. Όχι γιατί η ελπίδα χάθηκε, αλλά γιατί εκείνη τιθασεύτηκε βίαια από το παράλογο της αδιαίρετης ενότητας μεταξύ της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής μηχανής, που είναι πλέον ο πραγματικός κυρίαρχος, και της ταυτόχρονης υποταγής του ατόμου στη μηχανή αυτή.
*Ερευνητής και απόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ, ΕΚΠΑ.
[1] Που στην πραγματικότητα και αυτές οι ανάγκες καθορίζονται από τα συμφέροντα των κυρίαρχων ομάδων και εξουσιών ( Σχηματικά, οι λίγοι καθορίζουν τις ανάγκες των πολλών.)
[2] Η οποία πρέπει να τονιστεί ότι αποτελεί μια βαθιά αντιεπιστημονική και ιστορικίστικη άποψη και παρότι εμφανίζεται ως νομοτέλεια, βρίσκεται ουσιαστικά στη σφαίρα της μεταφυσικής.