Αντώνης Δραγανίγος
Αναγκαία τα βήματα συγκρότησης εργατικών και κομμουνιστικών δυνάμεων
Για να μπορέσουμε να «διαβάσουμε» το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιούλη πρέπει οπωσδήποτε να εξετάσουμε την ευρωμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που έστρωσε το δρόμο στη ΝΔ και επιτάχυνε την κοινωνική και πολιτική υποχώρηση του ριζοσπαστικού αντιμνημονιακού ρεύματος που γεννήθηκε το 2010-15. Σε συνδυασμό με την απομάκρυνση της προοπτικής της ριζικής αλλαγής και των στόχων που την συμπύκνωναν (αμφισβήτηση του χρέους, ρήξη με την ΕΕ κλπ), αλλά και του αρνητικού συσχετισμού δύναμης στην εργατική τάξη, με την αδυναμία να οικοδομηθεί ένα ρεύμα αγώνα ανεξάρτητο από την συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Έτσι το δίλημμα που πρακτικά μπήκε στον κόσμο δεν ήταν ανάμεσα σε μια έστω «μισή», έστω «θολή» ελπίδα ανατροπής από την μια και τη συνέχιση του ευρωμνημονιακού μονόδρομου από την άλλη, αλλά το αν η διαχείριση του «μονόδρομου» θα γίνει με «κοινωνική ευαισθησία» ή με «νεοφιλελεύθερο κανιβαλισμό». Κάθε άλλη πρόταση φάνταζε ουτοπική. Σε αυτό το περιβάλλον ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης, της φτωχολογιάς, του δημοσίου τομέα αλλά και της διανόησης παρέμεινε στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τα χτυπημένα μεσαία στρώματα και η αγροτιά στράφηκαν προς την ΝΔ.
Τα προβλήματα, η στασιμότητα και οι αντιθέσεις στην Αριστερά γενικά και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ειδικότερα, πρέπει να ιδωθούν κάτω από αυτό το πρίσμα. Η γενική στασιμότητα και υποχώρηση, η αναζήτηση «ρεαλιστικών» συστημικών λύσεων (Βαρουφάκης), η αμυντική αναζήτηση μιας «σταθερότητας» που εγγυάται την ύπαρξη μιας κάποιας Αριστεράς, χωρίς φιλοδοξία ανατροπής, που οδήγησε ένα κομμάτι αγωνιστών στην επιλογή του ΚΚΕ, ήταν πλευρές μιας πολιτικής συμπεριφοράς που είδαμε ζωντανά την περίοδο της εκλογικής μάχης.
Αυτή είναι και η βάση ενίσχυσης των προβλημάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως η απομάκρυνση ενός σημαντικού τμήματος αγωνιστών της, η διεύρυνση της απόστασης ανάμεσα στα ρεύματά της, τα στοιχεία ταλάντευσης και πολιτικής υποχώρησης στην φυσιογνωμία της είτε στην κατεύθυνση δήθεν «ενιαιομετωπικής» συμμαχίας με τον έναν αστικό πόλο (τον ΣΥΡΙΖΑ) είτε με το ζόρι μιας συμμαχίας με τον ρεφορμισμό (ΛΑΕ), η ανάδειξη των πιο αρνητικών οργανωτικών χαρακτηριστικών ορισμένων ρευμάτων της.
Παρόλα αυτά, υποστηρίζουμε, πως υπάρχουν δυνατότητες, τάσεις και αντιστάσεις τόσο στο κίνημα όσο και στην αντικαπιταλιστική αριστερά ώστε τα πράγματα να αλλάξουν ριζικά και να αντιστρέψουμε το βέλος. Και η απάντηση που πρέπει ν αρχίσουμε να σκιαγραφούμε βασίζεται σε τρεις αλληλένδετες μεταξύ τους πλευρές.
Πρώτα απ όλα στον αγώνα ενάντια στην κλιμάκωση της επίθεσης που θα επιχειρηθεί άμεσα από την κυβέρνηση της ΝΔ, πάνω στο έδαφος και τα «κεκτημένα» για το κεφάλαιο και την ΕΕ που κατοχύρωσε τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Επείγει η οργάνωση της μαχητικής εργατικής και λαϊκής αντιπολίτευσης. Μόνο που για να είναι κοινωνικά και πολιτικά αποτελεσματικοί αυτοί οι αγώνες πρέπει να περνούν στα χέρια των ίδιων των αγωνιζόμενων και όχι του αστικοποιημένου, κυβερνητικού συνδικαλισμού τύπου ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, να «σπάνε» τα πολιτικά όρια που θα επιχειρήσει να βάλει στο μαζικό κίνημα η ψευτοαντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, να είναι σε πλήρη ανεξαρτησία από αυτόν και σε αντίθεση με την πολιτική του. Η αντιπολίτευση στη ΝΔ και την αστική πολιτική πρέπει να γίνεται από τις θέσεις του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, της αμφισβήτησης των θεμελιακών ευρωμνημονιακών πολιτικών που συμφωνούν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ και όχι με λογικές «αντιδεξιών μετώπων», του «ενιαίου μετώπου με τον ΣΥΡΙΖΑ» κλπ., που θα ρίξουν νερό στο μύλο ενός νέου γύρου αυταπατών.
Δεύτερο, στην πολιτική αριστερά και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ η κατάσταση δεν μπορεί να μείνει «ως έχει». Απαιτούνται τολμηρές αποφάσεις και τομές σε κατεύθυνση αντικαπιταλιστικού πόλου. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει αντικειμενικά την ευθύνη να πάρει πρωτοβουλίες για το άνοιγμα μιας πλατιάς συζήτησης τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο πλατύ μάχιμο κοινωνικό και πολιτικό δυναμικό που επιμένει στην ανάγκη αυτοτελούς μετωπικής συγκρότησης της αντικαπιταλιστικής αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς, για το περιεχόμενο, τους δρόμους και τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας πορείας. Στη συζήτηση αυτή δεν ξεκινάμε απ το μηδέν. Στηριζόμαστε στέρεα πάνω στις πολιτικές και προγραμματικές κατακτήσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και την επίγνωση ότι αυτές δεν επαρκούν, στην εμπειρία από την «άνοδο και την πτώση» της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ, από την οριστική κρίση των ρεφορμιστικών σχεδίων που επιχείρησαν να κάνουν κριτική από «αριστερά», χωρίς να υπερβούν τον πολιτικό και προγραμματικό ορίζοντα του ΣΥΡΙΖΑ, στις ανάγκες της ταξικής πάλης στην νέα περίοδο. Είμαστε αντίθετοι με το κλίμα παραίτησης, υποχώρησης, αγνωστικισμού και μιας νέας «ενωτολογίας», που καταλήγει στο «να ενωθούμε για να υπάρχουμε» που τελικά θα αναπαράγει την ηγεμονία του αστικά ανασυγκροτημένου ΣΥΡΙΖΑ.
Στη συζήτηση αυτή δεν περισσεύει κανένας. Ο κόσμος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που παλεύει, αλλά και όσοι δεν συμμετέχουν πια ενεργά, δυνάμεις και αγωνιστές που στήριξαν τις περιφερειακές και δημοτικές κινήσεις, αλλά και αυτοί που τελικά δεν συμπαρατάχθηκαν μαζί μας, κόσμος από το πρωτοπόρο δυναμικό των αγώνων και την βάση της αριστεράς που αναζητά σε αριστερή, ανατρεπτική κατεύθυνση, ανεξάρτητα από την στάση που τήρησε στις εκλογές και που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρείται οριστική.
Σε αυτή την κατεύθυνση θα συμβάλλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μέσα από την αναζωογόνηση της πολιτικής λειτουργίας των τοπικών και κλαδικών επιτροπών της, την αποκατάσταση της εσωτερικής δημοκρατικής λειτουργίας της στην πορεία προς την 5η Συνδιάσκεψη της, την επανασυσπείρωση του δυναμικού της, και το αναγκαίο άνοιγμα της συζήτησης και της κοινής δράσης με τους χιλιάδες αγωνιστές που αποδεσμεύονται από τις ρεφορμιστικές αυταπάτες, που απορρίπτουν την υποταγή της αριστεράς στον εθνικισμό και τις αντιλήψεις φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού.
Τρίτο, το ζήτημα «κρίκος», εκεί από όπου πρέπει να ξεκινήσουμε, είναι τα βήματα συγκρότησης των πρωτοπόρων εργατικών και κομμουνιστικών δυνάμεων. Πράγματι μια πορεία υπέρβασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού πόλου-μετώπου προϋποθέτει πρώτα από όλα μια πολύ ανώτερη συγκρότηση των ριζοσπαστικών εργατικών δυνάμεων, ώστε να ενισχύεται η ταξική βάση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, να υπερβαίνει την «υπερβολική» επίδραση των μικροαστικών αντιλήψεων στο εσωτερικό της. Προϋποθέτει τη σχετικά διακριτή συγκρότηση των πρωτοπόρων δυνάμεων στα βασικά μέτωπα (εργατικό κίνημα, πόλεις / περιφέρειες, νεολαία) ώστε να λειτουργήσουν προωθητικά στη συγκέντρωση δυνάμεων σε μια ταξική, αντιδιαχειριστική, αντικαπιταλιστική βάση. Προϋποθέτει τέλος την ολοκλήρωση της υπόθεσης του κομμουνιστικού φορέα.
Η περίοδος που μπαίνουμε είναι περίοδος αγώνων και ριζικής, συνεκτικής και συνολικής ανασυγκρότησης της αντικαπιταλιστικής και σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς.