Μαριάννα Τζιαντζή
Από αλλού περιμέναμε την τηλεοπτική έκπληξη της χρονιάς (από την τελευταία σεζόν του Game of Τhrones) και από αλλού μας ήρθε: από μια σειρά 5 επεισοδίων, το Τσερνόμπιλ, μια παραγωγή του αμερικανικού συνδρομητικού καναλιού ΗΒΟ η οποία συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία ως προς τις κριτικές και τις κατατάξεις.
Αναφέρεται στο μεγάλο πυρηνικό ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ της Ουκρανίας το 1986, όμως ΔΕΝ ακολουθεί τη γνωστή συνταγή των χολιγουντιανών ταινιών καταστροφής. Σε ένα πρώτο επίπεδο είναι το «χρονικό» μιας μεγάλης καταστροφής, όμως κυρίως επικεντρώνεται στις προσπάθειες των Σοβιετικών (α) να αντιμετωπίσουν την καταστροφή, (β) να κατανοήσουν τις αιτίες της ώστε να εμποδίσουν την επανάληψή της.
Με άλλα λόγια, το Τσερνόμπιλ καταπιάνεται με ένα αιώνιο θέμα της μυθοπλασίας: την προσπάθεια του ανθρώπου να υπερνικήσει και να δαμάσει όχι τη Φύση (όπως συμβαίνει π.χ. στο εμβληματικό μυθιστόρημα Μόμπι Ντικ), αλλά το ενίοτε ολέθριο αποτέλεσμα της επίδρασης του ανθρώπου πάνω στη Φύση.
Η σκηνοθετική και η σεναριακή προσέγγιση είναι ανθρωποκεντρική και όχι ανθρωπιστική παλιάς κοπής. Παράλληλα με την αντικειμενική, την τεχνοκρατική περιγραφή των γεγονότων, αναπτύσσονται οι χαρακτήρες που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο μετά το ατύχημα, καθώς και οι σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτούς τους χαρακτήρες. Κάποιοι χαρακτήρες είναι υπαρκτά πρόσωπα και άλλοι επινοημένα, όπως μια πυρηνική φυσικός από τη Λευκορωσία αλλά, όπως εξηγείται στο τέλος, αυτή εκπροσωπεί το σύνολο της κοινότητας των Σοβιετικών επιστημόνων που πάλεψαν με νύχια και με δόντια να αποτρέψουν μια ακόμα χειρότερη παγκόσμια καταστροφή.
Δεν πρόκειται για παλιομοδίτικο μελό, αλλά στην αφήγηση, που ξεδιπλώνεται με ρυθμό ντοκιμαντέρ παρεμβάλλονται –και διόλου τυχαία– δυνατές συναισθηματικές πινελιές, που διαρκούν λίγες δεκάδες δευτερόλεπτα αλλά αγγίζουν κατευθείαν την καρδιά του θεατή, όπως η εξολόθρευση των μολυσμένων από ραδιενέργεια σκυλιών.
Η πολιτική σημασία του αληθινού Τσερνόμπιλ είναι τεράστια. Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι σήμανε την αρχή του τέλους της άλλοτε κραταιάς σοβιετικής αυτοκρατορίας. Στη σειρά απεικονίζονται ο γραφειοκρατικός δογματισμός, η απωθητική πόζα αρκετών κομματικών στελεχών, αλλά και ο πατριωτισμός και η αυτοθυσία των πυροσβεστών, των εργατών και των επιστημόνων. Οι τελευταίοι προσπάθησαν να δαμάσουν το ραδιενεργό τέρας μετά την έκρηξη και, ταυτόχρονα, να βρουν και να πουν την αλήθεια για το τι έγινε. Ιδίως στο πέμπτο μέρος της σειράς, όταν διεξάγεται η δίκη των υπευθύνων για το ατύχημα, αναπτύσσεται η σχέση ανάμεσα στην «επίσημη αλήθεια», το «επίσημο ψέμα» αλλά και την αντικειμενική αλήθεια. Φαίνεται ότι μερικές φορές το να βρει κανείς την αλήθεια είναι πιο δύσκολο από το να την πει και να φτάσει αυτή στον κόσμο.
Η δύναμη του τηλεοπτικού Τσερνομπίλ έγκειται στα ποιοτικά επιμέρους στοιχεία του: στην πιστή (ή μάλλον πειστική) αναπαράσταση των χώρων και των γεγονότων, στις έξοχες ερμηνείες, αλλά κυρίως στο ρυθμό του που συχνά θυμίζει θρίλερ. Σημασία όμως έχει ότι όλα αυτά τα στοιχεία «δένουν» μεταξύ τους και κρατούν αμείωτη την προσοχή του θεατή. Όσο για την ακρίβεια της αναπαράστασης, οι πλέον αρμόδιοι να μιλήσουν έχουν αποφανθεί θετικά στα περισσότερα σημεία, αν και έχουν εντοπίσει αρκετές αποκλίσεις από την πραγματικότητα και «καλλιτεχνικές ελευθερίες». Π.χ., στα χρόνια του Γκορμπατσόφ η απειλή της εκτέλεσης λόγω πολιτικής ανυπακοής δεν ίσχυε πια, αλλά οι περισσότεροι αποδέχονταν τον παραλογισμό επειδή ήταν μαθημένοι να υπακούουν. Αναμένεται πάντως η ρωσική απάντηση, δηλαδή η εγκεκριμένη από τον Πούτιν εκδοχή.
Ως προς τις πολιτικές της θέσεις ή προθέσεις της σειρά, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ίσως το αδύνατο σημείο της είναι η προέλευσή της, το ότι είναι αμερικανική που εξαρχής μπορεί να μας καταστήσει καχύποπτους (κοίτα ποιος μιλάει!). Εύκολα δηλαδή μπορεί κάποιος να πει ότι «οι νικητές ξαναγράφουν την ιστορία» και το τηλεοπτικό Τσερνόμπιλ είναι το προϊόν ενός εκσυγχρονισμένου αντισοβιετισμού ή αντικομμουνισμού. Όμως δεν είναι αυτό το στοιχείο που καθορίζει τη σειρά και ας απεικονίζει με μελανά χρώματα τον κομματικό μηχανισμό. Ωστόσο, ο κρατικός μηχανισμός δεν εμφανίζεται ξεχαρβαλωμένος, απλά αργόσυρτος και γερασμένος. Η εκκένωση της πόλης Πρίπιατ μοιάζει, στην οθόνη, να διεξάγεται με αποτελεσματικό τρόπο αν και πραγματοποιήθηκε με μια μέρα καθυστέρηση.
Πλάι στο «υπάκουε και μη ερεύνα», ξεδιπλώνονται και άλλα πράγματα, π.χ., η ετοιμότητα των σοβιετικών νοσοκομείων, η ανθρωπιά αλλά και το μικρολάδωμα του προσωπικού τους, όπως και η ικανότητα των ανθρώπων να αλλάζουν και να θέτουν το γενικό καλό πάνω από το προσωπικό τους συμφέρον (δηλαδή την κομματική και επιστημονική τους ανέλιξη). Και αν κάτι πρέπει να μας απωθεί δεν είναι ο αυταρχισμός των κομματικών στελεχών, αλλά η τυφλή υπακοή των «από κάτω» στις αποφάσεις της κομματικής ηγεσίας.
Από μια άποψη το τηλεοπτικό Τσερνομπίλ είναι παλιομοδίτικα διδακτικό. Δεν μας διδάσκει πόσο υποκριτικός και γραφειοκρατικός ήταν ο σοβιετικός σοσιαλισμός, αλλά το πώς ο άνθρωπος είναι ικανός και για το καλό και για το κακό.
Ας μην ξεμπερδεύουμε εύκολα με το Τσερνόμπιλ χαρακτηρίζοντάς το «έργο προπαγάνδας». Πρόκειται για μια από τις μεγάλες στιγμές της τηλεόρασης που επιβεβαιώνει τη δύναμη και τις δυνατότητες αυτού του μέσου.