Γιώργος Παυλόπουλος
Κυβερνήσεις και επιχειρήσεις μπορούν νόμιμα να κάνουν «λάστιχο» το χρόνο εργασίας
Η Οδηγία 88 του 2003, που παραμένει το βασικό πλαίσιο του χρόνου εργασίας ως σήμερα, μετρά μέσους όρους και όχι σταθερά ωράρια, ενώ προσφέρει τη δυνατότητα και για σειρά ευνοϊκών για το κεφάλαιο εξαιρέσεων
(Νεο)Φιλελεύθεροι ή σοσιαλδημοκράτες, κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί, προοδευτικοί και συντηρητικοί στα δύσκολα επικαλούνται πάντα την ΕΕ και τις «αξίες» της. Συχνά, εγκαλούν οι μεν τους δε ότι είτε τις αγνοούν είτε δεν τις σέβονται και τις παραβιάζουν. Το ίδιο κάνουν και στην υπόθεση του χρόνου εργασίας. Με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις Μητσοτάκη, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν δήθεν βγάλει τα… φωτόσπαθα και προσπαθούν να μας πείσουν, το κάθε κόμμα από την πλευρά του, ότι αντιπροσωπεύει έναν Ευρωπαίο φιλεργατικό Τζεντάι απέναντι στον Νταρθ Βέιντερ, που είναι όργανο των σκοτεινών εργοδοτών.
Είναι όμως έτσι ή μήπως η ίδια η ΕΕ προβλέπει στη νομοθεσία της τα πάντα, ώστε να μη μένει κανείς παραπονεμένος και ο χρόνος εργασίας να μπορεί να γίνεται «λάστιχο» κατά βούληση; Μήπως νομιμοποιεί εκ των προτέρων όχι μόνο τις θέσεις της ΝΔ, αλλά και τα όσα συμβαίνουν στην Αυστρία της συγκυβέρνησης με την ακροδεξιά όπου ο χρόνος εργασίας μπορεί να παραταθεί ως και τις 12 ώρες ημερησίως και τις 60 σε εβδομαδιαία βάση, ή ακόμη στην Ουγγαρία όπου πέρυσι θεσπίστηκε η δυνατότητα των εργοδοτών να επιβάλλουν υπερωρίες ως και 400 ώρες το χρόνο, με δικαίωμα μάλιστα να καθυστερούν την αμοιβή τους μέχρι και για 3 χρόνια; Και δεν είναι η ΕΕ και οι νόμοι της αυτοί που, εκτός από τη νομιμοποίηση της υπερεργασίας, έχουν οδηγήσει και στην εκτίναξη του ποσοστού της μερικής και της ευέλικτης απασχόλησης σε όλα τα κράτη-μέλη, με αποτέλεσμα περίπου ο ένας στους πέντε (και πολύ περισσότεροι στους νέους) να εργάζεται σήμερα με τέτοιου είδους συμβάσεις;
Ας δούμε λοιπόν τι πραγματικά συμβαίνει. Σύμφωνα με την Οδηγία 88 του 2003, η οποία ορίζει και σήμερα το πλαίσιο του χρόνου εργασίας στην ΕΕ, το 40ωρο την εβδομάδα όχι απλώς δεν είναι κατοχυρωμένο, αλλά αναφέρεται ρητά ότι «ο μέσος χρόνος εργασίας για διάστημα επτά ημερών δεν πρέπει να ξεπερνά τις 48 ώρες, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών». Μάλιστα, δίνεται ευθέως η δυνατότητα στα κράτη-μέλη και στους εργοδότες να τον κάνουν κυριολεκτικά «λάστιχο», καθώς στη συνέχεια προβλέπεται πως «με βάση την εθνική νομοθεσία και/ή τις συλλογικές συμβάσεις, ο μέσος όρος των 48 ωρών υπολογίζεται σε μια περίοδο αναφοράς μέχρι 4, 6 ή 12 μήνες».
Όπως είναι φανερό, αυτό σημαίνει πως μια επιχείρηση μπορεί να επιβάλλει στους εργαζόμενούς της –με τους τρόπους που γνωρίζει πολύ καλά και εκμεταλλευόμενη τους νόμους τού κάθε κράτους– να εργάζονται για κάποιο διάστημα μέχρι εξόντωσης, δηλαδή ως και 13 ώρες την ημέρα, για 6 συνεχόμενες ημέρες. Πώς προκύπτει αυτός ο αριθμός; Μα πολύ απλά από το γεγονός ότι η παραπάνω οδηγία προβλέπει πως «για κάθε 24ωρο, ο εργαζόμενος δικαιούται κατ’ ελάχιστο 11 ώρες συνεχόμενης ανάπαυσης», αλλά και ότι «για κάθε επταήμερο, ο εργαζόμενος δικαιούται ανάπαυση 24 συνεχόμενων ωρών, πέραν των 11 ημερησίως». Κάντε λοιπόν την προσθαφαίρεση και θα καταλάβετε…
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η οδηγία της ΕΕ προβλέπει και δυνατότητα εξαιρέσεων από τον γενικό κανόνα – προφανώς προς το χειρότερο για τους εργαζομένους. «Τα κράτη-μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τους κανόνες που αφορούν τον μέγιστο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, την ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση, τα διαλείμματα, την ελάχιστη εβδομαδιαία ανάπαυση και τη διάρκεια της νυχτερινής εργασίας» γράφει ξεκάθαρα η οδηγία, κάνοντας λόγο για «αποκλίσεις με αναφορά σε μια συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων ή έναν κλάδο». Μάλιστα, δίνεται δυνατότητα για εξαιρέσεις και σε μεμονωμένο επίπεδο – ενισχύοντας έτσι περαιτέρω το αντιδραστικό καθεστώς των ατομικών συμβάσεων: «Τα κράτη-μέλη δύνανται να επιτρέψουν την εξαίρεση ενός μεμονωμένου εργαζομένου από τον μέγιστο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, στη βάση αυστηρών όρων και με τη συναίνεση του εργαζομένου, ειδικότερα δε το γεγονός ότι δεν θα έπρεπε να υποστεί ζημία (βλαπτική μεταβολή) στην περίπτωση που αρνηθεί την εξαίρεση».
Συμπέρασμα: Η ευρωπαϊκή οδηγία που διέπει το χρόνο εργασίας (όπως και όλους τους τομείς της εργασίας και της ζωής άλλωστε) δίνει τη δυνατότητα στο κεφάλαιο και στις κυβερνήσεις του, στους Τσίπρες και τους Μητσοτάκηδες, να κάνουν κυριολεκτικά ό,τι θέλουν, όντας απολύτως σύννομοι.
Ένα αντιδραστικό Σύνταγμα
Το νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ αποτελεί, στην ουσία, ένα είδος υπερσυντάγματος για τα κράτη-μέλη, το οποίο διαμορφώνει το γενικό πλαίσιο λειτουργίας του συστήματος – τις «αρχές της Ευρώπης», όπως κατ’ ευφημισμό ονομάζεται από αστούς πολιτικούς και ΜΜΕ. Όπως συμβαίνει δε με όλα τα Συντάγματα, αφήνει το περιθώριο στους εφαρμοστικούς νόμους είτε να διασφαλίζουν σημαντικά περιθώρια δημοκρατικότητας και ισότιμης αντιμετώπισης είτε να κινούνται στα όρια του ολοκληρωτισμού – κάτι που προφανώς καθορίζεται από άλλες παραμέτρους και από τους υπάρχοντες κάθε περίοδο συσχετισμούς.
Έτσι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο βαθμός και ο τρόπος ενσωμάτωσης της παραπάνω ευρωπαϊκής οδηγίας στις εθνικές νομοθεσίες αντανακλά το επίπεδο της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα. Προσφέρει, με άλλα λόγια, ένα πανίσχυρο οπλοστάσιο στην αστική τάξη κάθε χώρας, δίνοντάς της τη δυνατότητα να το αξιοποιήσει όπως κρίνει καλύτερα – ειδικά δε σε περιόδους κρίσης σε συνεργασία με τις Βρυξέλλες και τους «θεσμούς» και στο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων και των πάσης φύσης μνημονίων.
Αυτός, πέρα από τους άλλους, είναι ένας από τους βασικούς λόγους της «ευρω-λαγνείας» του κεφαλαίου, καθώς, εκτός των άλλων, η ΕΕ τού εγγυάται την τελευταία γραμμή άμυνας σε περίπτωση που βρεθεί σε δύσκολη θέση.