Έφη Καραχάλιου
Η ταινία του Νίκου Λαμπό αποτελεί μια θαυμάσια κινηματογραφική αποτύπωση της πολλαπλότητας των ρόλων της γυναίκας στο σήμερα.
Η Παναγιώτα Σιμιρτζή (Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου) ζει με την οικογένειά της και τον άντρα της (Δημήτρης Ήμελλος) σε μια φτωχική μονοκατοικία κάπου στην Αθήνα. Στωικά αφοσιωμένη στη φροντίδα των παιδιών της και στο νοικοκυριό, μοιάζει απορροφημένη στο ρόλο της νοικοκυράς. Όταν όμως ο άντρας της μείνει άνεργος, αυτή πρέπει να στηρίξει, πέρα από συναισθηματικά, και οικονομικά την οικογένειά της, οπότε βγαίνει για πρώτη φορά στα 40 της χρόνια στην αγορά εργασίας της μεταμνημονιακής Ελλάδας. Το αποτέλεσμα είναι μια ειλικρινή ιστορία χειραφέτησης που, παρά την υπεραισιόδοξη πολλές φορές οπτική της, μετατρέπεται στον ευαίσθητο παλμογράφο της ελληνικής κοινωνίας του 2019. Χωρίς να προσδοκά εν γένει να αποτυπώσει μια πολιτική θέση, εντούτοις η ίδια η πραγματικότητα προσθέτει το δικό της πρόσημο και αυτό στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται με την πλευρά των καταπιεσμένων.
Όντας σχεδόν αναλφάβητη και με μηδενική προϋπηρεσία, η Παναγιώτα θα προσληφθεί σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: σε μια εταιρεία καθαρισμού σε ένα καινούργιο mall. Εκεί, νιώθοντας αποδεσμευμένη από τους συνήθεις οικιακούς της ρόλους, έρχεται σε επαφή με τις υπόλοιπες γυναίκες καθαρίστριες και κοινωνικοποιείται, για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Με ελάχιστα χρήματα και ένσημα, παρά τις υπερωρίες, κερδίζει σταδιακά αυτοπεποίθηση και οικονομική ανεξαρτησία, πράγμα που μοιάζει να αποδυναμώνει τον αρχηγικό ρόλο του συζύγου της και να δημιουργεί εντάσεις στο σπίτι. Πάντα ακούραστη και πρόθυμη, η Παναγιώτα κάνει αθόρυβα την προσωπική της επανάσταση ακόμα και αν αυτό συντελείται στις χειρότερες κοινωνικές συνθήκες. Παράλληλα αναδεικνύονται οι χείριστες εργασιακές συνθήκες της ελαστικής εργασίας και της επισφάλειας, των συμβάσεων αορίστου χρόνου και των εκδικητικών απολύσεων, μια πραγματικότητα για την πλειονότητα των εργαζομένων στη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Είναι ενδιαφέρουσα και η αναπαράσταση των διαφορετικών συνειδήσεων στο σώμα των καθαριστριών, η οποία κινείται από το συνδικαλισμό και την σύγκρουση με τον εργολάβο μέχρι τη λογική των ίσων αποστάσεων που υιοθετεί η Παναγιώτα. Από την εργοδοτική αυθαιρεσία δεν εξαιρείται όμως κανένας εργαζόμενος και εργαζόμενη, γιατί στην τελική όλοι και όλες είναι αναλώσιμοι για την απρόσωπη διεύθυνση και τα κέρδη της. Αυτή η εμπειρία, παρά την όποια έκβασή της, αποτέλεσε μια χειραφετητική τομή για τη ζωή της Παναγιώτας, που μένει να αντιμετωπίζει το μέλλον με πηγαία αισιοδοξία και δύναμη.
Η σκηνοθεσία του Νίκου Λαμπό συμβάλλει με τον καλύτερο τρόπο σε μια καλαίσθητη, αψεγάδιαστη απεικόνιση των χώρων του σπιτιού και της δουλειάς που συνήθως κινείται η ηρωίδα. Ο κλειστός χώρος της κουζίνας τα βράδια μετά τη βάρδια εναλλάσσεται με τους λευκούς, φωτεινούς χώρους του πολυκαταστήματος με τις κυλιόμενες σκάλες, τις λεντ επιγραφές και τις βιτρίνες των καταστημάτων. Οι σταθερές κινήσεις της κάμερας δεν χάνουν από το κέντρο του πλάνου το μόνιμα αγχωμένο και κουρασμένο πρόσωπό της, με το οποίο νιώθει τόσο εύκολα ταύτιση και συμπόνια ο θεατής. Η Παναγιώτα συγκεντρώνει στο βλέμμα της όλη την ανέχεια μιας ζωής με στερήσεις, χωρίς να χάνει τη σπίθα της αισιοδοξίας, μας θυμίζει τη γειτόνισσα από τον τρίτο όροφο που δουλεύει διπλοβάρδιες στον Ασπρόπυργο, την οικονομική μετανάστρια και την πρόσφυγα που παλεύει να επιβιώσει σε μια ξένη (και αφιλόξενη) χώρα, όλες εκείνες τις γυναίκες που επιλέγουμε να αγνοούμε στο δρόμο, στο ασανσέρ, στο λεωφορείο: μη-ορατές ταυτότητες που βυθίζονται μέσα στο βούρκο της μητρόπολης.
Η ταινία παρουσιάζει επίσης υποδειγματικές ερμηνείες, τόσο από τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου που κάνει δυνατή επανεμφάνιση στη μεγάλη οθόνη, όσο και από τον Δημήτρη Ήμελλο, ακόμη και από τα μικρά παιδιά. Βαθιά ανθρώπινες ερμηνείες και περιστατικά βγαλμένα από την καθημερινότητα οποιασδήποτε εργατικής οικογένειας που μαστίζεται από την κρίση, που ωστόσο τείνουν να παρουσιαστούν στρογγυλεμένα και εξωραϊσμένα. Στην πραγματικότητα, η ταινία αποφεύγει οποιοδήποτε τόνο δράματος και αποπνέει μια διάχυτη αισιοδοξία μέσα από το οδοιπορικό της χειραφέτησης της πρωταγωνίστριας.
Ξεφεύγοντας από το νευρωτικό και ψυχαναλυτικό προφίλ που τείνει να εδραιωθεί ως κυρίαρχη τάση στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, η ταινία γίνεται αυθόρμητα πολιτική. Από τις παρεμβαλλόμενες ειδήσεις του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης που δίνουν τον παλμό μιας κοινωνίας σε αναταραχή μέχρι το bullying στο σχολείο και τον εργασιακό Μεσαίωνα, παντού ενυπάρχει ένα πολιτικό σχόλιο που προτρέπει σε αντίσταση και ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος.