Ανάλυση
Μαρία Μπικάκη
Εμφανίζονται ξανά προεκλογικά οι υποσχέσεις για φιλολαϊκούς δήμους και περιφέρειες, και από παρατάξεις της Αριστεράς. Παρά την παταγώδη κατάρρευση της αντίστοιχης «αφήγησης» των διοικήσεων ΣΥΡΙΖΑ, οι αυταπάτες (και οι απάτες) επιμένουν. Όπως έδειξε η πείρα είναι η ανατρεπτική πάλη του λαού και η δημιουργία ανεξάρτητων οργάνων που προκαλεί ρωγμές και φέρνει κατακτήσεις.
Τοπική αστική διοίκηση δήμοι και περιφέρειες
Πέρασαν χρόνια από την προχουντική περίοδο που τα δημοτικά συμβούλια με το ν. 3938/59 εκλεγόταν με απλή αναλογική, ο δήμαρχος εκλεγόταν από τους δημοτικούς συμβούλους και οι δήμοι είχαν μια σχετική πολιτική και οικονομική αυτοτέλεια. Μεσολάβησαν πολλά από την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης που δήμαρχοι υποστηριζόμενοι από το ΚΚΕ επέβαλλαν κάποιες ριζοσπαστικές με τα τότε δεδομένα λύσεις για τις κοινωνικές ανάγκες με επίταξη χώρων για λαϊκές και πολιτιστικές ανάγκες, στήριζαν συνελεύσεις συνοικιακών συμβουλίων σε γειτονιές κ.α.. Στη συνέχεια, είδαμε «αριστερούς» δημάρχους να χρησιμοποιούν τους δήμους ως ρουσφετολογικούς μηχανισμούς και την εξουσία τους για διαπλοκή με εργολαβικά συμφέροντα, να μετατρέπουν τις περιοχές τους σε τσιμεντουπόλεις, υποβαθμίζοντας το περιβάλλον και ναρκοθετώντας το μέλλον.
Ούτε λόγος για λειτουργία αυτοδιοίκησης. Ούτε δικαιολογία για αναπόλησή τους, ως να επρόκειτο για τους λαϊκούς θεσμούς, τις συνελεύσεις, τα λαϊκά δικαστήρια που λειτούργησαν στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας του ΕΑΜικού κινήματος.
Και φτάνουμε στη νέα περίοδο. Οι κοινότητες εντάσσονται σε δήμους με τον «Καποδίστρια», οι μικροί δήμοι συγχωνεύονται σε μεγαλύτερους με τον «Καλλικράτη» και οι νομαρχίες αντικαθίστανται από τις περιφέρειες. Η αύξηση των μεγεθών συνοδεύτηκε με αλλαγές στον Κώδικα λειτουργίας Δήμων και Κοινοτήτων, μεταφορά αρμοδιοτήτων, μείωση της κρατικής επιχορήγησης, συγκέντρωση εξουσιών, δημαρχοκεντρικό μοντέλο λειτουργίας.
Ούτε κατ΄ ευφημισμό δεν αποτελούν πλέον οι δήμοι και οι περιφέρειες αυτοδιοικητικούς θεσμούς, όπως από συνήθεια ή για παραπλάνηση αποκαλούνται. Στις διοικήσεις περιφερειών και δήμων εδραιώνονται ως κατεστημένο παρατάξεις και πολιτικά πρόσωπα που πλαισιώνουν το αστικό σύστημα, βρίσκονται σε διαπλοκή με το κεφάλαιο και τους μηχανισμούς του κράτους και της εκκλησίας σε κάθε περιοχή.
Εμπεδώνεται και βαθαίνει η λειτουργία περιφερειών και δήμων ως τοπικό κράτος, εντασσόμενοι στους σχεδιασμούς της κεντρικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Μια σειρά παρατάξεις προχωρούν προεκλογικά σε εξαγγελίες για άσκηση φιλολαϊκής πολιτικής, όταν αναλάβουν τη διαχείριση δήμων και περιφερειών, χωρίς αναφορά στις αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις. Το περίεργο, όμως, είναι ότι σε παρόμοιες υποσχέσεις δεν προχωρούν μόνο πολιτικάντηδες των αστικών κομμάτων. Από κινήσεις και άρθρα (που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς) προβάλλονται ισχυρισμοί ότι «μπορεί να υλοποιηθεί και από άλλες δημοτικές αρχές φιλολαϊκή διαχείριση, όπως εφαρμόζεται ήδη στην Πάτρα. Ως εκ τούτου να υπάρξουν ευρύτερες συμμαχίες, προκειμένου να καταληφθούν οι κατώτερες βαθμίδες του κράτους, οι δήμοι, που ανάλογα με τους συσχετισμούς, μπορούν να λειτουργούν, ως τοπική αυτοδιοίκηση και να παράγουν φιλολαϊκά αποτελέσματα». Δεν έχουν καμιά βάση αυτές οι αιτιάσεις και γιατί παραγνωρίζουν το ρόλο των δήμων και γιατί δεν απηχεί την πραγματικότητα η εκτίμηση πως υπάρχει σήμερα συνολικά φιλολαϊκή διαχείριση σε κάποιους δήμους.
Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στο αστικό κράτος προχωρούν και συγκεκριμενοποιούνται στο επίπεδο δήμων και περιφερειών με το νόμο 4555/2018 «Κλεισθένης Ι» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Με μια απλή ανάγνωση του νόμου, οποιοσδήποτε καταλαβαίνει, ακόμα και αν δεν έχει εμπειρία από την ενασχόληση με τα τοπικά δρώμενα, ότι εμπεδώνεται και βαθαίνει ο ρόλος των δήμων και των περιφερειών ως ιμάντες του κρατικού μηχανισμού. Λειτουργούν, πλέον, ως τοπικό κράτος εντασσόμενοι στους σχεδιασμούς της κεντρικής κυβέρνησης, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπηρετούν τη συρρίκνωση κοινωνικών υπηρεσιών του κεντρικού κράτους, της αυταρχικοποίησης και ολοκλήρωσής του, της περιστολής δαπανών για τις λαϊκές ανάγκες. Η ανακατανομή αρμοδιοτήτων προς περιφέρειες και δήμους δρομολογείται, ώστε να προχωρήσει ως μονόδρομος, ταχύτερα και με ευελιξία η λειτουργία τους με τους κανόνες της αγοράς. Η εμπορευματοποίηση-ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών είναι οι υποχρεωτικοί όροι που τηρούνται απαρέγκλιτα.
Δήμοι και περιφέρειες δεν έχουν δυνατότητα να παρεκκλίνουν από τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Με τον Καλλικράτη και πιο ασφυκτικά με τον Κλεισθένη είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τους κανόνες της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας, την ανταποδοτικότητα για παροχή υπηρεσιών, τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, τις κατευθύνσεις της ΕΕ και των ΕΣΠΑ για τις πηγές των εσόδων και τις κατευθύνσεις των εξόδων, τον προσανατολισμό για συμπράξεις με ιδιώτες, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Δεν επιτρέπεται να μεταφέρουν κονδύλια από κωδικό σε κωδικό. Υποχρεώνονται να αποδέχονται το Παρατηρητήριο (εποπτεία) και τη φορομπηχτική λειτουργία, ώστε να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες αρμοδιότητες σε καθεστώς περικοπής των χρηματοδοτήσεων από το Κεντρικό κράτος.
Λειτουργούν ως τοπική διοίκηση με περιορισμένη αυτοτέλεια, συγκεντρωτικά και δημαρχοκεντρικά με βάση συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο. Τα δημοτικά συμβούλια με αντιδημοκρατικό κανονισμό, αφού οι δημοτικοί σύμβουλοι δεν μπορούν καν να θέτουν θέματα συζήτησης. Ενώ, με τις νέες συνθέσεις που θα προκύψουν από τις εκλογές με τη σύστημα απλής αναλογικής (αλλά με εμπόδια και αποκλεισμούς στη δημιουργία συνδυασμών), θα δρομολογούνται ευρύτερες συναινέσεις και συμμαχίες από τη δημοτική εξουσία, ώστε οι αντιλαϊκές αποφάσεις να υλοποιούνται χωρίς κραδασμούς και αμφισβητήσεις από την πλειοψηφία του δημοτικού συμβούλιου, η οποία δεν θα ταυτίζεται πλέον υποχρεωτικά με την παράταξη του δημάρχου (αν δεν εξασφαλίσει το 50%+1 την πρώτη Κυριακή).
Οι δημοτικές αρχές ασκούν εξουσία κάτω από συγκεκριμένους νόμους, πολιτικό πλαίσιο, όρια, αρμοδιότητες, χωρίς δυνατότητες σοσιαλιστικών νησίδων στην καπιταλιστική πλημμυρίδα. Στην περίοδο που δεν υπάρχει συνολική άνοδος του εργατικού και λαϊκού κινήματος, ώστε να υπάρξει και μια αλυσιδωτή επέκταση της ανατροπής συσχετισμών σε όλα τα επίπεδα, δεν υπάρχουν δυνατότητες αμφισβήτησης του αστικού συστήματος μέσω δήμων και περιφερειών, ούτε λειτουργίας τους ως ορμητήρια για ανάπτυξη του κινήματος. Ακόμα και μια πρώτη απόπειρα από μια δημοτική αρχή, π.χ. ψήφιση προϋπολογισμού έξω από το μνημονιακό πλαίσιο, φέρνει άμεση έκπτωση από το δημαρχιακό αξίωμα και ποινικές ευθύνες.
Για να υπάρξουν κατακτήσεις και ρωγμές προς όφελος των εργαζομένων και του λαού απαιτείται ανυπακοή, σύγκρουση με το νομικό πλαίσιο, συνολικότερες ανατροπές με κατάργηση των μνημονίων, του Κλεισθένη και της επιτροπείας της ΕΕ. Απαιτείται ρήξη με τους νόμους της αγοράς και το κεφάλαιο, άνοδος του κινήματος και αγωνιστική πίεση.
Η απόκρυψη αυτών των προϋποθέσεων και του ρόλου δήμων και περιφερειών ως μηχανισμών κρατικής επιβολής, προκειμένου να υποστηριχτεί ότι δημοτικές εξουσίες μπορούν να ασκήσουν φιλολαϊκή πολιτική, αποτελεί εξαπάτηση και όχι ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Αλλά, και η κατασκευή μύθων για τι πραγματικά συμβαίνει σε δήμους που τη δημοτική εξουσία είχαν παρατάξεις που στηρίχτηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ και ορισμένες δυνάμεις της μη επίσημης αριστεράς (πχ Ν. Φιλαδέλφεια, Κερατσίνι, Χαλάνδρι) ή παρατάξεις που στηρίχτηκαν από το ΚΚΕ είναι διαστρέβλωση της πραγματικότητας, που εμποδίζει τα σωστά συμπεράσματα. Αυτό που κρίνεται δεν είναι οι προθέσεις και οι διακηρύξεις των δημοτικών αρχών, αλλά το αποτέλεσμα. Το σύνολο της πολιτικής και όχι τα επιμέρους αποσπασματικά μέτρα.
Οι μικρές μειώσεις δημοτικών τελών σε μερικούς δήμους ή απαλλαγές άπορων (ρυθμίσεις και από συντηρητικούς δημάρχους) δεν συνθέτουν ένα σύνολο όρων για να χαρακτηρίσεις μια πολιτική φιλολαϊκή. Κάνοντας μια συνολική αποτίμηση των δημοτικών πεπραγμένων στους δήμους που προβλήθηκαν ως αριστερά υποδείγματα, είναι φανερό πως τα προγράμματα για φιλολαϊκή διαχείριση κατέρρευσαν και οι φορείς τους εξελίχθηκαν σε φορείς υπάκουης αστικής διαχείρισης των δήμων τους και όχι σε φορείς άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής. Για την αποτίμηση των δημοτικών πεπραγμένων των «ροζ» και «κόκκινων» δήμων χρειάζεται συνολική θεώρηση, κριτήρια και δεδομένα, για τα οποία θα επανέλθουμε. Τα μεμονωμένα ή επιμέρους θετικά μέτρα, που μπορεί να λαμβάνονται σε κάποιους δήμους, είναι ελάχιστα, μικρής αξίας, δεν δημιουργούν ρωγμές, δεν αποτελούν ένα συνολικό υπόδειγμα μιας ανατρεπτικής πολιτικής παρέμβασης. Θα επανέλθουμε για μια κριτική των πεπραγμένων με συγκεκριμένα στοιχεία.
Η κομμουνιστική αριστερά έχει ευθύνη και οφείλει να μην καλλιεργεί μειωμένες προσδοκίες απλώς για ένα πιο έντιμο, πιο δημοκρατικά ευαίσθητο δήμαρχο, υποβαθμίζοντας τη συνολική λειτουργία του τοπικού κράτους. Δεν μπορεί να μένει στα επιμέρους μέτρα ανακούφισης και να μη βλέπει την όλη πολιτική που ασκείται. Η στόχευση της αντιστρατεύεται τη διαχείριση των μηχανισμών του κράτους στο τοπικό επίπεδο, που λειτουργούν ως συμπλήρωμα και μακρύ χέρι της κεντρικής εξουσίας, κάτω από τις ντιρεκτίβες και τις πολιτικές του κεφαλαίου και της ΕΕ.
Δεν αναπαράγει αυταπάτες για περιθώρια άσκησης μιας φιλεργατικής, φιλολαϊκής πολιτικής, μέσω των σημερινών δήμων και περιφερειών, ούτε προσχωρεί σε επιδιώξεις για χρηστή διαχείριση τους από πλειοψηφίες αγαθών προθέσεων, παρότι κάποιοι επιμένουν να κατακεραυνώνουν αυτή την εκτίμηση ως αναχωρητισμό και σεχταρισμό.
Η κατασκευή των μύθων της φιλολαϊκής διαχείρισης αποτελεί και πρόσχημα για να καλούνται δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να εγκαταλείψουν θέσεις, να προχωρήσουν σε ευρύτερα μορφώματα εκλογικής συνεργασίας, ακόμα και να διαλύσουν υπάρχοντες κινήσεις ή να τις μεταλλάξουν-διαχύσουν, προκειμένου «να αυξήσουν την απήχησή τους», να «κατακτήσουν δήμους» και να ασκήσουν «φιλολαϊκή διαχείριση», υπερβαίνοντας τις δήθεν στενές και αναποτελεσματικές ριζοσπαστικές, αριστερές, αντικαπιταλιστικές δημοτικές και περιφερειακές κινήσεις.
Παρέμβαση «μέσα» με κριτήριο το «έξω»
Εκλογή στα δημοτικά συμβούλια προς όφελος του κινήματος
Η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές των αριστερών αντιδιαχειριστικών αντικαπιταλιστικών ή με αντικαπιταλιστική κατεύθυνση κινήσεων και ο στόχος τους για εκπροσώπηση δεν σημαίνει αποδοχή της αστικής διαχείρισης και των αστικών θεσμών. Αντίθετα, συμμετέχουν για να προβάλλουν την εναντίωση σε αυτούς και την ανάγκη συγκρότησης άλλων μαζικών οργάνων επιβολής της λαϊκής θέλησης. Για να συμβάλλουν στην οργάνωση των αγώνων και όχι γιατί θεωρούν ότι οι δήμοι είναι φορείς αναβαθμισμένης διεκδίκησης.
Διεκδικούν την εκλογή στα δημοτικά συμβούλια, ώστε από θέσεις αντιπολίτευσης να υπερασπίζουν και προβάλλουν τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα, να υπηρετούν το κίνημα και την ισχυροποίησή του. Να αξιοποιούν τους συμβούλους για παρεμβάσεις και αποκάλυψη των σχεδιασμών και της διαπλοκής του τοπικού κατεστημένου, των δημοτικών-περιφερειακών αρχών, να στοχοποιούν τις αντεργατικές πολιτικές κυβερνήσεων, αστικών κομμάτων και ΕΕ.
Η εργατική αντιπολίτευση δεν αποτελεί «μισή» δουλειά και η ολόκληρη είναι η συμμετοχή στις διοικήσεις των δήμων. Καμιά σχέση δεν έχει η εκλογή σε Δ.Σ. εργατικών σωματείων (ακόμα και αν πρόκειται για σωματεία με εργοδοτική-κυβερνητική πλειοψηφία) με τη συμμετοχή σε διοικήσεις δήμων και περιφερειών, που είναι ιμάντες του μηχανισμού του αστικού κράτους και ένα σαφώς εντελώς διαφορετικό πεδίο παρέμβασης. Συνεπώς, δεν χρειάζεται να αποδείξει η αντισυστημική Αριστερά ότι ξέρει να διοικεί. Ούτε αποτελεί ένδειξη ευθύνης ή υποχρέωση, επειδή συμμετέχεις στις εκλογές, να δηλώνεις ότι θέλεις να «κυβερνήσεις» σε αυτό το σύστημα και με το υπάρχον πλαίσιο.
Το μέσα στα συμβούλια υπηρετεί το έξω από αυτά. Τη διεκδίκηση και τους αγώνες που οργανώνονται από τις οργανώσεις της εργατικής τάξης, την πτέρυγα και του φορείς του κινήματος.
Δύναμη οι αριστερές αντισυστημικές κινήσεις
Η συγκρότηση και η δράση κινήσεων, που παρεμβαίνουν κόντρα στο αστικό τοπικό κατεστημένο και την αντιλαϊκή πολιτική δημοτικών και περιφερειακών αρχών, με φιλοδοξία να συμβάλλουν και στη συγκρότηση μιας άλλης αριστεράς, είναι μια μεγάλη κατάκτηση. Σήμερα υπάρχουν αριστερές αντισυστημικές κινήσεις σε 12 περιφέρειες και σε πάνω από 30 δήμους. Συνέβαλαν σε νίκες, απόκρουση αντιλαϊκών μέτρων, συσπείρωση αγωνιστών, ανάδειξη προβλημάτων, οργάνωση των αγώνων. Προσανατολίστηκαν στην κινητοποίηση της εργατικής πλειονότητας και τη συγκρότηση οργάνων αγώνα.
Καθοριστικό ρόλο για τη φυσιογνωμία και δράση των κινήσεων έπαιξε η ριζοσπαστική οπτική τους για το χώρο, το περιβάλλον, το ρόλο των μηχανισμών του κράτους και της ΕΕ. Καθώς, και η επιλογή να μην αποτελούν τμήμα της διοίκησης αυτών των μηχανισμών, να μη συμπράττουν με αστικές δυνάμεις στη διαχείριση του συστήματος και να διαχωριστούν από το πολιτικό κατεστημένο σε όλα τα επίπεδα. Η αταλάντευτη στάση τους κόντρα στην ενσωμάτωση και ο αγώνας από θέσεις αντιπολίτευσης εκτιμιέται από το λαϊκό κόσμο, αλλά και τους πολιτικούς αντιπάλους.
Στις περιφερειακές εκλογές το 2014 έλαβαν πανελλαδικά ως διακριτό ρεύμα 2,4% και εξέλεξαν 9 συμβούλους, ενώ συγκέντρωσαν ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά στους δήμους, όπου εκλέχτηκαν πάνω από 18 σύμβουλοι.
Χρέος και ευθύνη κάθε αγωνιστή/στριας είναι να συμβάλλουμε αυτές οι κινήσεις να δυναμώσουν, να αναβαθμιστούν, να μαζικοποιηθούν και να πολλαπλασιαστούν. Η απήχησή τους να εκφραστεί και στις εκλογικές αναμετρήσεις των τοπικών εκλογών για να ενισχύεται το αντικαπιταλιστικό ρεύμα της ριζοσπαστικής, αντισυστημικής αριστεράς, να ανοίξει ο δρόμος για την εργατική χειραφέτηση και την πραγματική αυτοδιοίκηση-αυτοδιεύθυνση.