«Εργάζομαι στα Χαυτεία ως εμποροϋπάλληλος, σ’ ένα κατάστημα που πουλάει μουσικά όργανα (Ντορεμί λεγόταν). Με το που σχόλασα αργά το μεσημέρι, πετάχτηκα πιο κάτω στην Πατησίων, που απ’ το πρωί έχει αρχίσει και συγκεντρώνεται νεαρόκοσμος μέσα και γύρω απ’ το Πολυτεχνείο. Φωνές, συνθήματα, ένταση. Αργότερα, μαζί με κάποιους φίλους και συντρόφους, μπήκαμε μέσα και συμμετείχαμε όσο μπορέσαμε ο καθένας στο τριήμερο της λαϊκής εξέγερσης του Νοέμβρη, μέχρι που μας έβγαλαν τα τανκς». Αυτά έγραφε πριν μερικά χρόνια ο σύντροφος Τάσος Κατίντσαρος, που έφυγε από κοντά μας. «Θέλω απλώς να πω ότι αισθάνομαι όπως τότε που ήμουν 18 χρονών. Σαν κάποιος που μπήκε μέσα στο νέο κόσμο του κατειλημμένου Πολυτεχνείου και… ξέχασε να βγει!».
Αυτά τα λόγια εκφράζουν με τον δικό τους τρόπο τη δυναμική που έχει αυτή η εξέγερση και καταφέρνει να είναι τόσο νεανική. Αρκεί να είναι εξεγερτική βέβαια. Γιατί εκεί κρύβεται το ελιξίριο της νεότητας που έχει το Πολυτεχνείο. Ξεσηκωμός πρωτίστως της νεολαίας το Νοέμβρη του ΄73 μπορεί να διατηρεί τη ζωτικότητά του όταν συνδέεται με τα νέα κύματα ριζοσπαστικοποίησης των νέων και των μεγαλύτερων, όταν συνδέεται με τις αντιθέσεις κάθε συγκυρίας και εκφράζει αταλάντευτα το εξεγερτικό και ανατρεπτικό πνεύμα. Το αίτημα για ένα νέο κόσμο, που θα πλαστεί με την ορμή του κινήματος στους δρόμους και όχι με τα παζάρια στους διαδρόμους, με τη συνάντηση της νέας γενιάς με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική απελευθερωτική προοπτική.
Στους νέους αγώνες ανοίγει τις πύλες του και αναπνέει το Πολυτεχνείο που πνίγεται στις επίσημες τελετές, στην κοινοβουλευτική αναγνώριση, στον κομματικό εναγκαλισμό, στην ιδιοκτησιακή λογική με «αναρχική» κουκούλα, στον κομφορμισμό και στη μουσειοποίηση, στην αφόρητη νοσταλγία που αναζητεί να πει «καλά ως εδώ» σε ένα νέο συμβιβασμό. Το Πολυτεχνείο είναι πολύ σκληρό για να πεθάνει, όσο κι αν το ψεκάζουν τα ΜΑΤ, το ξεφτιλίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, το υποσκάπτει η Πρεσβεία, το βομβαρδίζουν τα μιντιακά πυρά. Γ.Ε.