Η νέα ταινία του Σεβαστιάν Λέλιο είναι ένα αιρετικό μελόδραμα με φόντο μια κλειστή εβραϊκή κοινότητα στο Λονδίνο. Ένα ασυνήθιστο τρίγωνο έρχεται αντιμέτωπο με τα κοινωνικά ταμπού, την παράδοση καθώς και τις δικές του προκαταλήψεις.
Ο δάσκαλος ραββίνος κατά την διάρκεια μιας τελετής αρχίζει να μιλά για την ελευθερία επιλογής που χαρίζει ο λόγος του Θεού στους ανθρώπους και παθαίνει ανακοπή. Τοποθετώντας έτσι τα γεγονότα, μοιάζει σαν να ήταν θεϊκά αποφασισμένο να κλείσει την ζωή του με αυτό το κήρυγμα, γιατί η έκβαση των γεγονότων αποδεικνύει ότι ποίμνιο και ιερατείο δεν εφαρμόζουν στην πράξη τα λόγια του ΧαΣέμ. Η «Ανυπακοή» (Disobedience) πρώτη αγγλόφωνη και μόλις τρίτη ταινία του χιλιανού σκηνοθέτη Σεβαστιάν Λέλιο εξετάζει τα στενά όρια της θρησκείας και έχει ήδη καταφέρει να κερδίσει κοινό και κριτικούς. Σε αντίθεση με την προηγούμενη ταινία «Μια Φανταστική Γυναίκα» που κέρδισε πέρσι το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, δεν τίθεται στο επίκεντρο η καταπίεση των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, αλλά υποβόσκει προκειμένου να αναδειχτεί πιο συνολικά η καταπιεστική φύση της ιουδαϊκής, φονταμενταλιστικής κοινότητας.
Ο ραββίνος λοιπόν φεύγει πλήρης ημερών και με αφορμή την κηδεία επιστρέφει στο Λονδίνο η κόρη του Ρονίτ (Ρέιτσελ Γουάιζ) από την Νέα Υόρκη. Εξ΄ αρχής φαίνεται ότι δεν ταιριάζει με το περιβάλλον και όλοι μοιάζουν σαστισμένοι και κάποιοι δυσαρεστημένοι με την παρουσία της, εφόσον είχε να εμφανιστεί χρόνια. Είναι ενδεικτικές οι τυπικές κουβέντες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Ρονίτ και των συγγενών, που μέσα στην σοβαροφάνεια και τον καθωσπρεπισμό δεν δείχνουν την παραμικρή θέληση να σεβαστούν το πένθος της. Παρά τα κακεντρεχή σχόλια, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες στιγμές έντασης στην ταινία. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να μεταφέρει ένα περιβάλλον στα όρια της θρησκευτικής κατάνυξης, που δεν αποδέχεται όποιον και όποια ξεφεύγει από τον καθορισμένο τρόπο ζωής. Έτσι, ο τρόπος ζωής τους με τα λευκά, πανομοιότυπα σπίτια σε συνδυασμό με τον μουντό καιρό του Λονδίνου, δημιουργούν ένα καταθλιπτικό, αποστειρωμένο περιβάλλον.
Η Ρονίτ αποφεύγει να συμμορφωθεί με τον καθορισμένο πρότυπο συμπεριφοράς και συγκεντρώνει όλα τα αδιάκριτα βλέμματα. Παρ’ όλα αυτά, ο μαθητής του πατέρας της και καρδιακός φίλος Ντόβιντ, (Αλεσάντρο Νίβολα) που αποτελεί πια εξέχων μέλος της κοινότητας, προσφέρεται να την φιλοξένει στο σπίτι που μένει με την γυναίκα του Έστι (Ρέιτσελ ΜακΆνταμς). Η Ρονίτ αρχικά σοκάρεται από την είδηση του γάμου των δυο παιδικών της φίλων και τελικά δέχεται την πρόσκληση. Ο σκηνοθέτης καθ΄όλη την διάρκεια της ταινίας επιλέγει να μην δώσει εξ’ αρχής την προϊστορία κάθε χαρακτήρα, επομένως επιστρατεύονται τα εκφραστικά μέσα των ηθοποιών. Σταδιακά λοιπόν αποκαλύπτεται τόσο ο λόγος που έφυγε η Ρονίτ από το Λονδίνο όσο και η στενότερη σχέση της με την Έστι. Όσο η Ρονίτ αναβάλλει την αναχώρησή της, φαίνεται να επανεμφανίζονται τα συναισθήματα που τρέφουν μεταξύ τους και που η ανακάλυψη της τότε σχέση τους οδήγησε την Ρονίτ σε φυγή. Η Έστι βρίσκεται διχασμένη ανάμεσα σε μια αβέβαια ζωή ελευθερίας με την Ρονίτ ή στην ενσωμάτωση στο ρόλο της συζύγου του Ντοβίντ, ρόλο που επιτελούσε ήδη τόσα χρόνια και της προσέφερε κάποια σταθερότητα και ασφάλεια.
Η κλιμάκωση της σχέσης των δυο γυναικών και η έκφραση του ερωτισμού σε ένα τόσο συντηρητικό περιβάλλον, αποτελούν ίσως τα πιο πετυχημένα τεχνάσματα του Λέλιο. Από την ανταλλαγή σύντομων βλεμμάτων γεμάτα νόημα στα ανιαρά οικογενειακά τραπέζια, την συζήτηση για τον έρωτα στον «Οθέλλο» στην τάξη που διδάσκει η Έστι και στην ταιριαστή τοποθέτηση του «Love Song» των Cure στο ραδιόφωνο προκειμένου να σπάσει η αμηχανία μεταξύ τους, αυτές οι λεπτομέρειες ραγίζουν το κατά τ’ άλλα μελαγχολικό κλίμα της ταινίας και μετατρέπονται σε μικρές δόσεις ελευθερίας για την Έστι. Αμφότεροι οι γυναικείοι χαρακτήρες αποπνέουν μια κοχλάζουσα δυναμικότητα, που απελευθερώνεται όσο εξελίσσεται η μεταξύ τους σχέση. Η Ρέιτσελ Γουάιζ συνεχίζει τις καλές ερμηνείες στον εναλλακτικό κινηματογράφο, μετά τον «Αστακό» και προσεχώς στο «Favourite» του Γιώργου Λάνθιμου και η Ρέιτσελ ΜακΆνταμς αποτελεί ερμηνευτικά μια ευχάριστη έκπληξη.