Ανάλυση
Βασίλης Μηνακάκης
Αδύνατη η ερμηνεία με τα σχήματα του 1929 ή του 1875
Η εκδήλωση και η επιμονή της κρίσης αντανακλούν δυσεπίλυτα προβλήματα τόσο στη σφαίρα της παραγωγής υπεραξίας όσο και σε εκείνες της πραγμάτωσης αλλά και της κατανομής της υπεραξίας
Μύθος η ανάκαμψη, η κρίση συνεχίζεται
«Το κεντρικό πρόβλημα της αποτροπής μιας βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης έχει πρακτικά λυθεί», δήλωνε το 2003 ο Ρόμπερτ Λούκας, Νόμπελ Οικονομίας και πρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Εταιρείας. Παραπλήσιες ήταν οι προβλέψεις όταν κλονίστηκαν η HSBC και η Bear Srearns (Φεβρουάριος και Ιούνιος 2007): Ο τότε πρόεδρος της FED Μπεν Μπερνάνκι δήλωνε ότι «πρόκειται για μεμονωμένο φαινόμενο». Άλλωστε, στις 19 Ιουλίου 2007 ο δείκτης Dow Jones ξεπερνούσε τις 14.000 μονάδες. Τον Μάιο του 2007, ωστόσο, ο μαρξιστής οικονομολόγος Ίστβαν Μέσαρος υποστήριζε: «Σε σύγκριση με την κρίση προς την οποία οδεύουμε, η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-1933 θα μοιάζει με πάρτι!».
Δέκα χρόνια μετά, οι Νιου Γιορκ Τάιμς έγραψαν: «[…] πλήρης ανάκαμψη της οικονομίας δεν έχει επιτευχθεί ακόμα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ΗΠΑ είναι σχεδόν 70.000 δολάρια λιγότερο στη διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου συγκριτικά με το τι θα ήταν εάν η οικονομία συνέχιζε απρόσκοπτα την πορεία της, χωρίς την κρίση του 2008. Τα σχετικά αναφέρει έκθεση της Fed του Σαν Φρανσίσκο. Οι συντάκτες συμπεραίνουν πως είναι απίθανο η αμερικανική οικονομία να ανακτήσει το χαμένο έδαφος».
Και για να μην αφήσουν περιθώριο παρανόησης: «Η ίδια η κρίση και η παρέμβαση της κυβέρνησης επιδείνωσαν τις μακροπρόθεσμες τάσεις της οικονομίας, που προκαλούν στασιμότητα μισθών, προσφέροντας ταυτόχρονα στο πλουσιότερο 1% του πληθυσμού μεγαλύτερο μερίδιο στον πλούτο. […] Οι χρηματιστηριακοί δείκτες εκτινάσσονται σε υψηλότατα επίπεδα χάρη στις φοροαπαλλαγές. Σύμφωνα με σχετικό δείκτη του νομπελίστα οικονομολόγου Ρόμπερτ Σίλερ, οι μετοχές των αμερικανικών εταιρειών είναι πιο υπερτιμημένες από ό,τι πριν από το 2008
Η κρίση ξέσπασε στο έδαφος αυτού του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της νέας ποιότητας που έχει σε σχέση με τις προηγούμενες βαθμίδες-στάδια στην εξέλιξη των καπιταλιστικών σχέσεων. Δεν είναι ίδια με καμιά άλλη κρίση-σταθμό, ούτε μια συνηθισμένη κρίση ή «ουρά» της κρίσης του 1973, όπως ισχυρίζονται και ορισμένοι μαρξιστές.
Όταν κατέρρευσε η Lehman Brothers ο καπιταλιστικός κόσμος έπλεε σε ωκεανούς αισιοδοξίας. Οι σημαίες της «παγκοσμιοποίησης» και των αυτορρυθμιζόμενων αγορών κυμάτιζαν πλησίστιες. Οι πρώην χώρες του «υπαρκτού» σοσιαλισμού είχαν ασπαστεί τα καπιταλιστικά δόγματα. Κυριαρχούσαν ο τεχνολογικός οπτιμισμός και η τυφλή πίστη στις απεριόριστες δυνατότητες των ψηφιακών υποδομών και των έξυπνων χρηματοπιστωτικών προϊόντων –τύπου δομημένων ομολόγων και subprimes- που είχαν εμπνευστεί οι οικονομικοί φωστήρες των αμερικανικών πανεπιστημίων. Οι «τραπεζικός κεϊνσιανισμός» αναπλήρωνε το συρρικνωμένα εισοδήματα κι ανακούφιζε προσωρινά τους μισθωτούς. Και κανένας δεν έμοιαζε να θυμάται τις «προειδοποιήσεις» της κρίσης dot.com (2001), την κατάρρευση του κερδοσκοπικού αμοιβαίου κεφαλαίου LTCM, τη χρηματοπιστωτική κρίση στη νοτιοανατολική Ασία (1997) ή την «κρίση τεκίλα» (1995), που έπληξε το Μεξικό το 1995 και εξαπλώθηκε ακαριαία σε πολλές χώρες. Θλιβερά μόνος, ο Νουριέλ Ρουμπινί, ο «προφήτης της κρίσης» όπως αποκλήθηκε εκ των υστέρων, αντιμετωπιζόταν τότε όπως η Κασσάνδρα από τους Τρώες.
Λίγο μετά φούντωνε η συζήτηση για το «πώς» και το «γιατί» της κρίσης. Για τις βαθύτερες αιτίες, τα χαρακτηριστικά και τις προοπτικές της. Για το πώς επηρεάζει την ταξική πάλη. Στους αστούς οικονομολόγους κυριαρχούσαν οι απόψεις που απέδιδαν την κρίση στις υπερβολές της αγοράς και της «παγκοσμιοποίησης» ή στην κυριαρχία της πλασματικής οικονομίας επί της πραγματικής και της οικονομίας εν γένει επί της πολιτικής. Στους κύκλους των μαρξιστών, ορισμένοι αντιμετώπιζαν την κρίση ως μία από τις συνηθισμένες διακυμάνσεις του καπιταλιστικού κύκλου, άλλοι θεωρούσαν πως είναι ένα ακόμη επεισόδιο της κρίσης του 1973-75, που δεν είχε ξεπεραστεί αν και είχαν περάσει 35 χρόνια, ενώ κάποιοι την απέδιδαν στη λεγόμενη «χρηματιστικοποίηση» των καπιταλιστικών οικονομιών.
Δέκα χρόνια μετά, είναι φανερό ότι η γενεαλογία και το ποιόν της κρίσης δεν μπορούν να ερμηνευτούν με αυτά τα σχήματα. Πρώτα απ’ όλα, γιατί είναι κρίση ενός καπιταλισμού πολύ διαφορετικού από εκείνον του 1929 και του 1875. Καπιταλισμού βέβαια, αλλά διαφορετικού.
Είχαν μεσολαβήσει οι αναδιαρθρώσεις στο πεδίο της εργασίας και γενικά της οικονομίας που δρομολογήθηκαν ιδίως μετά το 1980, απογειώνοντας την εκμετάλλευση των μισθωτών και τον δεσποτισμό του κεφαλαίου. Η ελαστική εργασία και ο λεγόμενος «τογιοτισμός» αντικαθιστούσαν τη σταθερή απασχόληση και τον κλασικό τεϊλορισμό. Οι τεχνολογίες πληροφοριών-επικοινωνιών αποτελούσαν πλέον «νεύρο» των παραγωγικών και οικονομικών λειτουργιών. Το «ελάχιστο κράτος» είχε πάρει τη θέση του «κεϊνσιανού» κράτους και σάρωναν οι ιδιωτικοποιήσεις. Η καπιταλιστική διεθνοποίηση σημείωνε ποιοτικά άλματα, ενώ το πρώην ανατολικό μπλοκ πρόσφερε άφθονα καύσιμα εκτατικής ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων. Το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο γιγαντωνόταν και αυτονομούνταν, σε σημείο που η αναλογία των ίδιων κεφαλαίων προς τα κεφάλαια που κινούσε να είναι 1 προς 20, θυμίζοντας αντεστραμμένη –και εξαιρετικά ευάλωτη- πυραμίδα. Στην αρχή δε αυτής της περιόδου, η συντριβή των ανθρακωρύχων από τη Θάτσερ και των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας από τον Ρήγκαν σηματοδοτούσαν μια φάση υποχώρησης του εργατικού κινήματος, η οποία έκανε πιο εύκολη την εδραίωση των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων που προωθούσε το κεφάλαιο.
Η κρίση ξέσπασε στο έδαφος αυτού του καπιταλισμού: Του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και της νέας ποιότητας που έχει σε σχέση με τις προηγούμενες βαθμίδες-στάδια στην εξέλιξη των καπιταλιστικών σχέσεων. Δεν είναι ίδια με καμιά άλλη κρίση-σταθμό, ούτε μια συνηθισμένη κρίση ή «ουρά» της κρίσης του 1973. Έχει ως υπόβαθρο τις πάγιες αντινομίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αντινομίες που αν και εγγενείς στον καπιταλισμό εκφράζονται με ιδιαίτερο τρόπο στις αρχές του 21ου αιώνα. Αν και όμοιες ως προς την ουσία και το περιεχόμενό τους, αποκτούν διαφορετική διάσταση και τρόπο εκδήλωσης. Αν και φέρνουν στο προσκήνιο την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους (υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, που αδυνατεί να αξιοποιηθεί με αποδεκτό ποσοστό κέρδους), δίνουν ιστορικά πρωτότυπη μορφή και στην εκδήλωση και στους μηχανισμούς αντιρρόπησής της.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για κρίση που εδράζεται στο πρώτο κύμα των ανακατατάξεων οι οποίες δρομολογήθηκαν σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις και οδήγησαν στην αποκρυστάλλωση θεμελιακών χαρακτηριστικών του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η οποία, συνάμα, επιταχύνει και εμβαθύνει ποιοτικά αυτές τις ανακατατάξεις, ώστε να εμπεδωθεί πλήρως η νέα καπιταλιστική ποιότητα – στο βαθμό, βέβαια, που δεν υπάρξουν εργατικά ανατρεπτικά αναχώματα.
Η εκδήλωση της κρίσης και κυρίως η επιμονή της, η «βαριά σκιά» της ακόμα κι όταν οι αναπτυξιακού ή χρηματιστηριακοί δείκτες αναθαρρούν, φαίνεται πως αντανακλούν μια βαθύτερη δυσκολία του κεφαλαίου. Μια δυσκολία που σχετίζεται με δυσεπίλυτα προβλήματα που εμφανίζονται τόσο στη σφαίρα της παραγωγής υπεραξίας όσο και σε εκείνες της πραγμάτωσης (πώληση των παραχθέντων προϊόντων), αλλά και της κατανομής της υπεραξίας ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες δράσης και «εθνικές αφετηρίες» του κεφαλαίου.
Στην παραγωγή υπεραξίας, οι δυσκολίες προκύπτουν από το γεγονός ότι η καταβύθιση του ήδη συμπιεσμένου εργατικού κόστους δεν μπορεί πλέον -όπως παλαιότερα- να δώσει μεγάλες ανάσες κερδοφορίας, καθώς το μεταβλητό κεφάλαιο σε ορισμένους κλάδους αποτελεί μικρό μόνο κλάσμα του κόστους παραγωγής. Προκύπτουν επίσης επειδή η πραγματική πηγή του καπιταλιστικού κέρδους (η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης) στενεύει, καθώς από τη μια εκατομμύρια εργαζόμενοι καταδικάζονται στην ανεργία ή υποκαθίστανται όλο και πιο πολύ από μηχανές, ενώ παράλληλα εξελίσσεται η τάση γήρανσης του πληθυσμού. Τέλος, μια επιπλέον αιτία έγκειται στο ότι τα νέου τύπου μέσα παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) είναι μεν πιο ευέλικτα, ταυτόχρονα όμως είναι και πιο ακριβά, απαξιώνονται πιο γρήγορα, απαιτούν διαρκείς οργανωτικές αλλαγές και αλλαγές του μοντέλου εργασίας και πωλήσεων.
Οι δυσκολίες στην πραγμάτωση της υπεραξίας προκύπτουν από τη συμπίεση των εργατικών αμοιβών, που δυσκολεύει την αγορά προϊόντων από τεράστια τμήματα των εργαζομένων, από την ευρεία αντικατάσταση των εργαζομένων (που καταναλώνουν) από ρομπότ (που παράγουν μεν, αλλά δεν καταναλώνουν) και από το γεγονός ότι πολλά από τα νέα προϊόντα -ιδιαίτερα αυτά που σχετίζονται με τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών- έχουν υψηλό κόστος παραγωγής, αλλά απαξιώνονται, φτηναίνουν ή αντιγράφονται ταχύτατα.
Οι δυσκολίες στην κατανομή της υπεραξίας ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες δράσης και τα επιμέρους τμήματα του κεφαλαίου έχουν να κάνουν με τον ανταγωνισμό ανάμεσα στο ηγεμονικό τμήμα του (πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια) και σε αυτό και τα άλλα τμήματα, ανάμεσα στο παραγωγικό και το χρηματοπιστωτικό κεφαλαίου, ανάμεσα στο παραγωγικό και το εμπορικό, καθώς και ανάμεσα στους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς.
Εγγενής η ανάγκη για «όπλα μαζικής καταστροφής»
Τα παράγωγα και η μόχλευση έγιναν πυλώνας του συστήματος
«Όπλα μαζικής καταστροφής». Έτσι αποκάλεσε ο Τζορτζ Σόρος τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τη διαδικασία της μόχλευσης, που βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα το 2008. Κι όμως, λίγο πριν εμφανίζονταν ως ελιξίριο της αιώνιας νεότητας και κερδοφορίας του καπιταλισμού, ασπίδα προστασίας από τις κρίσης και εφεδρεία για την εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης. Έτσι, είχαν γίνει ο πυλώνας στον οποίο στηρίχτηκε η υπερεπέκταση του χρηματοπιστωτικού συστήματος – ιδιαίτερα μετά το 2001. Πώς φτάσαμε, όμως, σε αυτή τη χρηματοπιστωτική γιγάντωση;
Καταρχήν, υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια που δεν έβρισκαν δρόμο επικερδούς αξιοποίησης. Αναζητούσαν, όμως, πεδία τοποθέτησης και απόσπασης αξιόλογου κέρδους, έστω και με βραχυχρόνιο ή νομαδικό χαρακτήρα. Η «εικονική» οικονομία πρόσφερε αυτή τη δυνατότητα. Στην Ευρώπη, ενώ η οικονομία αναπτυσσόταν το 2007-8 με ετήσιο ρυθμό 3% και τα κέρδη με 15%, τα οφέλη των τραπεζών και των hedge funds αυξάνονταν με ρυθμό 40-80%! Έπειτα, υπήρχε η δυνατότητα που έδιναν οι τεχνολογίες πληροφορικής κι επικοινωνιών, επιτρέποντας την on line, κάθε ημέρα και ώρα και σε παγκόσμιο επίπεδο λειτουργία των χρηματαγορών, καθώς και τα προαναφερθέντα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, που έδιναν την ψευδαίσθηση ότι μπορούν χαλιναγωγήσουν τις αντιθέσεις του καπιταλισμού και να εξοβελίσουν τις κρίσεις.
Τέλος, υπήρχε η ανάγκη. Η ανάγκη των μισθωτών, που μετά από τα αλλεπάλληλα κύματα λιτότητας έβρισκαν στον τραπεζικό δανεισμό μια πρόσκαιρη «διέξοδο» για την κάλυψη βασικών κυρίως αναγκών (κατοικία, σπουδές, κ.ά.). Αλλά και του βιομηχανικού κεφαλαίου, το οποίο αντλούσε από τον τραπεζικό δανεισμό ή -όλο και περισσότερο- από το χρηματιστήριο τα χρήματα που απαιτούνταν για τη μαζική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και τη συναφή ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμο
Το κράχ του 2008 αποτελεί σταθμό
Κάθε κρίση του καπιταλισμού έχει συγκεκριμένη ιστορική σημασία, η οποία προσδιορίζεται από το κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον εντός του οποίου ξεσπά, από τα χαρακτηριστικά της, από τους μηχανισμούς που κινητοποιεί το κεφάλαιο για την υπέρβασή της και, ασφαλώς, από τα χαρακτηριστικά της ταξικής πάλης στους «γκρίζους» καιρούς της. Βέβαια, δεν είναι όλες οι κρίσεις ιστορικές, σταθμοί στην εξέλιξη των καπιταλιστικων σχέσεων. Τέτοιες είναι μόνο εκείνες που συνδέονται με βαθύτερα, ποιοτικά και μακροπρόθεσμης σημασίας δεδομένα, όσον αφορά τόσο το παρελθόν και το παρόν τους όσο και την επόμενη μέρα τους. Αναμφίβολα, η κρίση που ξέσπασε ανοιχτά στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 έχει όλα τα στοιχεία ώστε να χαρακτηριστεί κρίση-σταθμός. Κι αν τότε υπήρχαν αμφιβολίες περί τούτου, τώρα δεν υπάρχει καμιά.
Την καθιστούν σταθμό τα κρίσιμα χαρακτηριστικά της. Ότι, για παράδειγμα, ξέσπασε στην καρδιά του αναπτυγμένου καπιταλισμού και των κλάδων αιχμής, γενικεύτηκε ακαριαία σε χώρες και άλλους κλάδους, ενώ απαίτησε για να αντιμετωπιστεί τεράστια κεφάλαια. Επίσης, το γεγονός ότι εκδηλώθηκε μετά από τρεις δεκαετίες αναδιαρθρώσεων, οι οποίες διαμόρφωσαν ένα νέο «πρόσωπο» στον καπιταλισμό – αποκαλύπτοντας, έτσι, τα όριΚαι βεβαίως, η γιγάντια και υπεραντιδραστική εκστρατεία που δρομολογήθηκε για την υπέρβασή της, με καύσιμη ύλη τις ανάγκες και τις ελευθερίες των εργαζομένων και των νέων, τη φύση και την ειρήνη.
Τέλος, την συγκεκριμένη κρίση καθιστά σταθμό η δυσκολία -παρά τα διαρκή «μεταρρυθμιστικά» σοκ- να εξευρεθεί αξιόπιστη και βιώσιμη λύση που θα ανατάσσει μακροπρόθεσμα την καπιταλιστική κερδοφορία και θα θωρακίζει την αστική κυριαρχία.