Τα κοιτάσματα της περιοχής πόλος έλξης για το διεθνές κεφάλαιο
Χάρης Ζαφειρόπουλος
Σειρά πολεμικών συρράξεων και οικονομικών και πολιτικών εκβιασμών, σε ένα φόντο υποβάθμισης και καταστροφής για τη φύση και το περιβάλλον, διεξάγονται με μόνο κριτήριο το όσο γίνεται μεγαλύτερο δυνατό κέρδος και την ενίσχυση των πολυεθνικών ομίλων και του μεγάλου κεφαλαίου. Αν η αντίθεση μεταξύ του ανθρώπου και της σχέσης του με τη φύση είναι από τις σημαντικότερες και πιο επικίνδυνες αντιθέσεις, η ενέργεια, η «παραγωγή» και η αγοραπωλησία της -ειδικά σε ότι αφορά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο-, παίζει το σημαντικότερο ίσως ρόλο στην όξυνση αυτής της αντίθεσης. Παράλληλα, χώρες ολόκληρες και οι οικονομίες τους, γίνονται υποχείρια των ισχυρότερων ως κομμάτι του κυνηγιού του «μαύρου χρυσού».
Γι’ αυτό το γαϊτανάκι και για την αέναη διατήρηση του υπεύθυνο είναι ένα σύμπλεγμα πολυεθνικών, μεγάλων ομίλων αλλά και κυβερνητικών κέντρων. Κυρίαρχος είναι ο ρόλος των ΗΠΑ, οι οποίες χρόνια τώρα καθορίζουν τη διαπάλη γύρω από την κίνηση των «πετρελαϊκών ροών». Ωστόσο μια σειρά δυνάμεων διεκδικούν την ένταξη τους στο παιχνίδι συνολικά της ενέργειας. Τα Πολυεθνικά Πολυκλαδικά Μονοπώλια (ΠΠΜ) απαιτούν και έχουν εξασφαλίσει για την ώρα, απόλυτη ελευθερία στο καταστροφικό αυτό κυνήγι, ενώ ακόμα και οι συμφωνίες τύπου «Παρισιού», δεν εξασφαλίζουν κανένα απολύτως εχέγγυο για τους λαούς του κόσμου -μιας και είτε αποσκοπούν αποκλειστικά στη καλύτερη δυνατή συμφωνία μεταξύ των επιμέρους κεφαλαίων είτε γίνονται «για τα μάτια του κόσμου» με χώρες να αποχωρούν (βλ. ΗΠΑ) όποτε θέλουν.
Μέρος αυτής της κατάστασης αποτελούν το ελληνικό κεφάλαιο και η ελληνική κυβέρνηση! Το Αιγαίο αποτελεί πέρασμα για εκατομμύρια τόνους πετρελαίου κάθε χρόνο, ενώ δεκαετίες ολόκληρες τα ελληνικά κοιτάσματα τα εκμεταλλεύονται ιδιωτικές εταιρείες, με βάση τη «νέα πετρελαϊκή πολιτική» που επέβαλλε η ΕΟΚ-ΕΕ. Σύμφωνα με την ανωτέρω πολιτική, η απελευθέρωση της αγοράς πετρελαιοειδών συνδυάζεται και σήμερα με την ιδιωτικοποίηση των κρατικών πετρελαϊκών εταιρειών και με την ενθάρρυνση της συμμετοχής ξένων εταιρειών στην έρευνα πετρελαίου στη χώρα μας.
Ακόμα πιο «χοντρά» τίθεται το ζήτημα των κοιτασμάτων της χώρας μας τελευταία, μετά και την έκθεση της Ακαδημίας Αθηνών για το 2018 με τίτλο «Ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας». Σύμφωνα με αυτή, η Ελλάδα διαθέτει κοιτάσματα που θα της επέτρεπαν να καλύπτει το σύνολο των αναγκών της για περίπου 140 χρόνια. Χαρακτηριστικά, η έκθεση αναφέρει πως «είναι δυνατόν να ανακαλυφθούν και να παραχθούν συνολικά 19,5 δισ. ισοδύναμα βαρέλια πετρελαίου ακαθάριστης αξίας -με τιμές πετρελαίου περίπου 55 δολ. το βαρέλι της τάξης του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων». Γίνεται κατανοητό λοιπόν, το μέγεθος του «παιχνιδιού». Ήδη έχει ανοίξει η συζήτηση για το πως «πρέπει να μειωθούν δραστικά οι περιττές γραφειοκρατικές διατυπώσεις που αποτρέπουν τις πετρελαϊκές εταιρείες να επενδύσουν» και το πως άρα έτσι θα διαμορφωθεί ένα πλαίσιο που θα ευνοεί ακόμα περισσότερο τη λογική της καταλήστευσης του φυσικού πλούτου της χώρας μας από το διεθνές κεφάλαιο. Ενώ φυσικά, τόσο «οι ειδικοί», όσο και η ExonMobil, η Total κι οι λοιποί καλοθελητές, κάνουν λόγο για περαιτέρω διερεύνηση του ελλαδικού χώρου το συντομότερο δυνατόν, καθώς καταγράφεται σημαντική καθυστέρηση. Αυτό, προφανώς όχι για να έχει ο εργαζόμενος στην Ελλάδα πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια, αλλά για την αύξηση των δικών τους κερδών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σε συνέχεια με όλες τις προηγούμενες, από τη μία φροντίζει να παρέχει όλες τις δυνατές ευκολίες στο ελληνικό και διεθνές κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στον χώρο του πετρελαίου, από την άλλη δεν έχει πάρει τα αναγκαία μέτρα ελέγχου από κρατικούς φορείς για την αποτροπή και την αντιμετώπιση περιστατικών ρύπανσης ή έκτακτων περιστατικών και αντίστοιχων καταστάσεων σαν αυτό της πετρελαιοκηλίδας στο Σαρωνικό τον περασμένο Σεπτέμβρη. Χαρακτηριστικό για την κατάσταση που επικρατεί και τη «φροντίδα» που δείχνει η κυβέρνηση είναι το ότι το «Αγία Ζώνη ΙΙ» (το πλοίο που προκάλεσε την εν λόγω πετρελαιοκηλίδα) κυκλοφορούσε με ληγμένες άδειες και συνεχείς παρατάσεις του υπουργείου.
Όσο λοιπόν είναι η λογική του κέρδους που κινεί τα νήματα, όσο αυτοί που ελέγχουν τη παραγωγή και τη κατανομή των ενεργειακών αποθεμάτων δεν είναι άλλοι από τα Πολυεθνικά Πολυκλαδικά Μονοπώλια (ΠΠΜ) και τις κυβερνήσεις που φροντίζουν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους και όσο δεν είναι οι κοινωνικές ανάγκες που καθορίζουν το πού, το πόσο και το τι χρειάζεται να εξορυχτεί, τόσο ο «μαύρος χρυσός» θα «μαυρίζει» τις ζωές και το περιβάλλον μας.