Ηλέκτρα Γεωργίου
- Η σύνοδος κορυφής της ΕΕ επισφράγισε την αντιδραστική στροφή με μια συμφωνία που θα ζήλευαν Σαλβίνι και Λεπέν
Ο Τσίπρας ευθυγραμμίστηκε πλήρως με την Μέρκελ, ελπίζοντας σε ανταλλάγματα
Κλειστά στρατόπεδα για τους αιτούντες άσυλο σε όλη την ΕΕ και στα νότια σύνορα της Μεσογείου και δυνατότητα άμεσων επιστροφών στη βάση ενός νέου, μεταρρυθμισμένου Κανονισμού του Δουβλίνου. Αυτή είναι, με λίγες λέξεις, η εξέλιξη που κομίζει η σύνοδος κορυφής που έγινε στις Βρυξέλλες. Μετά από συζήτηση εβδομάδων μεταξύ των κρατών-μελών και αντιπαραθέσεις στα σημεία – που προβλήθηκαν στο δημόσιο λόγο, με περισσή υπερβολή, ως «τεράστια απειλή» για την πολιτική σταθερότητα – οι κυβερνήσεις τους κατέληξαν σε ένα νέο σχέδιο διαχείρισης που συνιστά μια αντιδραστική τομή με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα. Και μάλιστα, σε μια περίοδο που δεν υφίσταται προσφυγική κρίση στην Ευρώπη. Αντιθέτως, ο αριθμός των εισερχομένων παρουσιάζει σημαντική τάση μείωσης: Το πρώτο εξάμηνο του 2018 οι αφίξεις στην ΕΕ μέσω θαλάσσης ανήλθαν σε 42.845 ενώ, αντίστοιχα, το 2017 οι αφίξεις ήσαν 172.152. Τον δε Μάιο, ο συνολικός αριθμός των εισροών έχει μειωθεί κατά 95% σε σχέση με την περίοδο κορύφωσής του, τον Οκτώβριο του 2015.
Έφτασε ένα βέτο εκ μέρους του πρωθυπουργού της Ιταλίας, την Πέμπτη το βράδυ, για να καμφθούν σε λίγες ώρες οι …ανθρωπιστικές ευαισθησίες της Μέρκελ. Κατορθώθηκε, έτσι, να γίνει αποδεκτή όλη η ακροδεξιά ατζέντα που η Ιταλία, η Γαλλία και οι χώρες του Βίσεγκραντ είχαν εισηγηθεί το προηγούμενο διάστημα, προκειμένου να συμβιβαστούν οι αντιτιθέμενες επιδιώξεις ως προς την υποχρέωση υποδοχής και εξέτασης των αιτούντων – υπό τον κοινό παρονομαστή, όμως, της γενικευμένης κι εναλλακτικής εφαρμογής όλων των δυνατών πρακτικών κατασταλτικής διαχείρισης.
Με το κείμενο των συμπερασμάτων της συνόδου που εκδόθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής, παρέχεται κάθε δυνατότητα ως προς την παραπάνω κατεύθυνση: Εντατικοποιείται η συνεργασία με χώρες διέλευσης όπως αυτές της περιοχής Σαχέλ, καθώς και με τη δολοφονική λιβυκή ακτοφυλακή. Λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα για την πληρέστερη υλοποίηση της εγκληματικής συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, μεταξύ των οποίων και η επανεργοποίηση της συμφωνίας επανεισδοχής με την Ελλάδα. Προβλέπεται στενότερη συνεργασία με χώρες των δυτικών Βαλκανίων για την επιτήρηση και έλεγχο των συνόρων και τις διαδικασίες επανεισδοχής. Παρέχεται οικονομική ενίσχυση στην Ισπανία και το Μαρόκο, για να συμβάλλουν στην ανάσχεση των ροών.
Ταυτόχρονα, προτείνεται να δημιουργηθούν «περιφερειακές πλατφόρμες αποβίβασης» σε τρίτες χώρες, που θα λειτουργούν υπό την εποπτεία της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ και του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης. Δημιουργούνται «ελεγχόμενα κέντρα» για τους αιτούντες άσυλο στις χώρες της ΕΕ (φυλασσόμενα στρατόπεδα), όπου θα εξετάζονται με ταχείες διαδικασίες και υπό κοινοτική εποπτεία τα αιτήματα. Η εν λόγω διαδικασία ορίζεται ότι θα γίνεται σε «εθελοντική βάση», δηλαδή σε κάθε περίπτωση, τα κράτη-μέλη – και ανάλογα με τον εκάστοτε συσχετισμό δύναμης και λοιπά διπλωματικά και πολιτικά ενδιαφέροντα – θα διατηρούν το δικαίωμα να επαναπροωθούν απεριόριστο αριθμό στη χώρα πρώτης εισόδου με βάση τη νέα εκδοχή του Κανονισμού του Δουβλίνου. Απελευθερώνονται χρήματα για την Τουρκία και την Αφρική, ώστε να κρατούν τους πρόσφυγες στο έδαφός τους.
Όσον αφορά την Ελλάδα, ο Τσίπρας έσπευσε πρώτος από όλους να δηλώσει ότι θα δεχτεί επιστροφές για να ελεγχθούν οι δευτερογενείς μετακινήσεις των αιτούντων εντός ΕΕ και να δοθεί το αναγκαίο μήνυμα αποτροπής. Τάχθηκε, επίσης, υπέρ της ενίσχυσης των συνοριακών ελέγχων και της συνεργασίας με τρίτες χώρες για την αντιμετώπιση των ροών, εντασσόμενος στη συμμαχία των προθύμων της «ευρωπαΐστριας» Μέρκελ, με την οποία εξάλλου είχε ιδιαίτερη συνάντηση στο περιθώριο της συνόδου. Υποτιμώντας το θέμα των επιστροφών, ισχυρίστηκε σε συνέντευξή του στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς πως καθώς είναι ελάχιστοι όσοι διασχίζουν τα βόρεια σύνορα (50-60 κάθε μήνα, όπως δήλωσε), οι επιστροφές δεν θα σημάνουν επιβάρυνση για την Ελλάδα, ενώ συναίνεσε στην επιστροφή από τη Γερμανία αιτούντων που μέλη της οικογένειάς τους βρίσκονται στην Ελλάδα, ακυρώνοντας έτσι κάθε συζήτηση για την προώθηση των οικογενειακών επανενώσεων. Σημειωτέον δε ότι στα ελληνοτουρκικά χερσαία σύνορα, παρά τα όσα ισχυρίζεται ο πρωθυπουργός, υπάρχει αξιόλογη αύξηση των εισερχομένων που ανέρχεται, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, για το πρώτο τετράμηνο του 2018, σε 6.000 περίπου άτομα.
Σε κάθε περίπτωση, ο Τσίπρας ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τη σκλήρυνση της προσφυγικής πολιτικής της ΕΕ, προσδοκώντας οικονομικά ανταλλάγματα και πολιτικά οφέλη. Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι και η πρόσφατη πρωτοβουλία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας για την προμήθεια 25 μη επανδρωμένων αεροσκαφών, «τα οποία θα εκτελούν αποστολές επιτήρησης και ελέγχου των εξωτερικών συνόρων, στην περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου, με σκοπό τον έλεγχο της λαθρομετανάστευσης».
Η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του προσφυγικού αποτέλεσε ουσιαστικά μια σύνοδο μες στη σύνοδο και ανέδειξε μια σειρά πολιτικών διεργασιών εντός ΕΕ. Ενώ θεωρητικά οι ηγέτες είχαν να ασχοληθούν με μια σειρά σοβαρών θεμάτων, όπως το Brexit, το εμπόριο, και τα ζητήματα οικονομικής ολοκλήρωσης, το προσφυγικό αποτέλεσε κεντρικό επίδικο. Πέρα από το υπαρκτό ενδεχόμενο αύξησης των ροών λόγω πολεμικής απειλής, φαίνεται ότι η διαχείριση του προσφυγικού αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο για την αναδιάταξη εσωτερικών συσχετισμών και συμμαχιών εντός της ΕΕ. Επίσης, είναι ένα θέμα που εισάγει πιλοτικά κατασταλτικές πρακτικές, νομιμοποιώντας στην κοινωνία – στο όνομα της ασφάλειας – τη διαμόρφωση νέων μηχανισμών ελέγχου και την ολοκλήρωση της στρατιωτικής και αστυνομικής συγκρότησης σε επίπεδο ΕΕ.
Καθόλου ήσσονος σημασίας δεν είναι επίσης η προοπτική πιο ενεργής ανάμειξης της ΕΕ στο εσωτερικό των αφρικανικών χώρων, όπως φαίνεται από την επιμονή κυρίως της Ιταλίας να ανοίξουν σχετικά χρηματοδοτικά προγράμματα και να γίνουν οι χώρες διέλευσης, ακόμα και προέλευσης, εταίροι της διαχείρισης των εκατομμυρίων απελπισμένων που προσπαθούν να τις εγκαταλείψουν. Έτσι, οι παλιοί αποικιοκράτες είναι έτοιμοι να επιστρέψουν στον τόπο του εγκλήματος και να διαπράξουν και νέα.
Μετά από όλα αυτά μπορεί να μιλάει κανείς ακόμα στην Ευρώπη για Συνθήκη της Γενεύης και διεθνή προστασία;