παρουσίαση: Μαριάννα Τζιαντζή
Ο Γιώργος Ζιόβας, στην όγδοη ποιητική συλλογή του, δεν βαδίζει αγέρωχος στις ένδοξες λεωφόρους της επανάστασης. Μακριά απ’ αυτόν η αλαζονεία του πεφωτισμένου.
Ο Γιώργος Ζιόβας δεν είναι μόνο ποιητής και ηθοποιός. Είναι ο σύντροφος που μπορεί στη συνεδρίαση να έρθει με λίγη καθυστέρηση, που δεν ξέρει τι θα πει γραφειοκρατική ακρίβεια, όμως στη δύσκολη στιγμή θα είναι εκεί. Δε θα έχει κάποια άλλη δουλειά Θα είναι αυτός που θα βάλει το κορμί του μπροστά να με σε βρει εσένα η σφαίρα, που θα βγάλει το πουκάμισό του και θα το δώσει στον διπλανό του (όποιος και αν είναι αυτός) για να τον προφυλάξει από τα χημικά.
Η όγδοη ποιητική συλλογή του, που μόλις κυκλοφόρησε, έχει τίτλο «Το τραγούδι της συμφιλίωσης και του πολέμου». Δεν μπορώ, στο όνομα μιας υποτιθέμενης δημοσιογραφικής αντικειμενικότητας, να μιλήσω για κάτι που απλώς έπεσε στα χέρια μου. Τον Γιώργο τον γνωρίζω πολλά χρόνια, γι’ αυτό και θέλω να αποφύγω τους εύκολους επαίνους που εύκολα θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει στη μακρόχρονη φιλία μας και όχι στην αξία του ίδιου του βιβλίου. Θα αναφερθώ λοιπόν σε όσα, με την υποκειμενικότητα του αναγνώστη, νομίζω ότι μιλά το Το τραγούδι της συμφιλίωσης και του πολέμου.
Μιλά για το κίνημα, για την αδικία, την εκμτάλλευση, την επανάσταση, τον καπιταλισμό –χωρίς πουθενά να περιέχει αυτές τις λέξεις ή λέξεις όπως «αγώνας, κίνημα, παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους» κ.λπ. Μιλά για τον «ποταμό που δεν φαίνεται όμως κυλάει πάντα», κι αυτός είναι ο «μέγας Αλιάκμων», το μεγαλύτερο σε μήκος ελληνικό ποτάμι.
Στην πρώτη ενότητα της συλλογής, με τίτλο «Οι μέρες που δεν περίμενα» μιλάει για την ήττα. Την αρχαία, την παλιά ήττα αλλά και τη σημερινή, τη συνεχιζόμενη, αυτή που ξέρεις περίπου πώς αρχίζει όμως δυσκολεύεσαι να βρεις πώς τελειώνει. Ξεχωρίζει τους προδότες από αυτούς που ηττήθηκαν σε άχαρη μάχη κι αγώνα και σέβεται «τα ιερά σάλια των τρελών»: «Μέρα τη μέρα όμως όλο και περισσότεροι τρελαίνονται / χάνουνε τη φωνή τους φεύγουν».
Η λέξη «συμφιλίωση» του τίτλου δεν έχει σχέση με την ταξική ειρήνη, τη συνθηκολόγηση. Δεν είναι η παράδοση των όπλων, αλλά η παραδοχή, η αναγνώριση της πραγματικότητας ως έχει. Γιατί είναι αυτονόητο ότι αν δεν γνωρίζουμε την πραγματικότητα, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας, αφού μόνο έτσι μπορεί να αλλάξει και ο κόσμος: «Μην κρύβεις το κεφάλι σου στο χώμα / κοίτα καλά μήπως κι αλλάξεις» (μια από τις λίγες «προστακτικές» του βιβλίου).
Ο ποιητής δεν βαδίζει αγέρωχος στις ένδοξες λεωφόρους της επανάστασης. Μακριά απ’ αυτόν η αλαζονεία του πεφωτισμένου.
Ξέρει τι σημαίνει να σε τρώνε «τα βάσανα κι οι έγνοιες», ξέρει ότι «δε ρωτούν οι αρρώστιες, δε ρωτάει ο θάνατος / έρχονται τις πιο ακατάλληλες ώρες». Ωστόσο, το βλέμμα του δε στρέφεται στον αλάνθαστο ηγέτη, αλλά «στο μυρμήγκι με το κομμένο πόδι». Που κουβαλάει το φορτίο του «πέφτει ξανασηκώνεται γαντζώνει τις μικρότερες πτυχές της γης» γιατί «φτάνει… να είσ’ αθώος και να συνεχίζεις».
Στο πιο μικρό ποίημα (μόλις 10 λέξεις) του βιβλίου, ο ποιητής δηλώνει ότι δεν πιστεύει στην ανάσταση, όμως υμνεί τη μνήμη. Όμως στις περισσότερες σελίδες αυτοί που πέθαναν ή μάλλον κάποιοι από εκείνους που πέθαναν βρίσκονται ξανά εδώ μέσα από το χορό, το πείσμα και την τρυφερότητα των ζωντανών. Ο γιος απευθύνεται στον πατέρα του που χαμογελά «απ’ τη μικρή φωτογραφία» του τάφου του και του λέει:
Ξέρω τις νύχτες του καλοκαιριού βγαίνεις κρυφά /
σ’ έχουνε δει κλέβεις τη βάρκα του Ζαρκάδα, ανοίγεσαι στη λίμνη /
ρίχνεις τα δίχτυα που ‘φερες από τον κάτω κόσμο/
πιάνεις όλα τ’ αστέρια και γυρίζεις πίσω.
Τραδούδι του πολέμου και της συμφιλίωσης, λοιπόν. Ο πόλεμος δεν είναι μόνο οι στρατιές του εχθρού, αλλά και η οργή που μαίνεται μέσα μας, το θεριό, το στοιχειό που δεν κάνει πίσω, το τυφλό ηφαίστειο που «αγκομαχάει τη νύχτα». Ο ποιητής παραμένει έκπληκτος μπροστά στην «ασχήμια και την ομορφιά του κόσμου», ξέρει καλά ότι «δεν τέλειωσε η βαρβαρότητα του κόσμου». Όμως μερικές φορές χαμογελάει –και αυτό το χαμόγελο, που εδώ εκφράζεται με πολλούς τρόπους, με πολλές φωνές, ανάσες και σκιρτήματα, είναι μια στέρεη υπόσχεση.
Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Τρίτη 12/6, στις 7.30 μ.μ., στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων ΚΨΜ (Κιάφας 3 και Ακαδημίας). Θα μιλήσει ο συγγραφέας Παναγιώτης Κωνσταντόπουλος, θα τραγουδήσει ο Παύλος Αναστούλης και θα απαγγείλει ποιήματά του ο Γιώργος Ζιόβας.