«Μαϊμού» η έξοδος
Γεράσιμος Λιβιτσάνο
Με ένα αναπτυξιακό σχέδιο που αποτελεί συνέχεια των επεξεργασιών της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου και ο Μητσοτάκης θεωρεί ότι έχει πολλά θετικά στοιχεία. Έτσι «οραματίζεται» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ την λεγόμενη «καθαρή έξοδο» και την μετα-μνημονιακή περίοδο. Πίσω από τις θριαμβολογίες της δεν κρύβεται τίποτε άλλο παρά το… μνημόνιο διαρκείας που συνιστά η «συνέχεια του κράτους» εντός της Ε.Ε. Δηλαδή, το γαϊτανάκι των δεσμεύσεων των διαδοχικών κυβερνήσεων που, είτε δηλώνουν «δεξιές» είτε «κεντρώες» είτε «αριστερές», υποτάσσονται στον ευρωμονόδρομο των υπερπλεονασμάτων, όπως και της αποπληρωμής του χρέους με «εγγύηση» την απομύζηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Η συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών την προηγούμενη Τετάρτη ήταν αποκαλυπτική. Αν και ειδησεογραφικά «πνίγηκε» στις κοκορομαχίες Τσίπρα – Μητσοτάκη και στην προσπάθειά τους να εμφανιστούν «διαφορετικοί», μια προσεκτική ματιά δείχνει πως περισσότερα είναι αυτά που τους ενώνουν.
Ο Τσίπρας, για πολλοστή φορά, επανέλαβε πως η καθαρή έξοδος είναι «αμετάκλητη και αδιαπραγμάτευτη» και ότι «η Ελλάδα μετά από 8 χρόνια κρίσης βγαίνει επιτέλους από αυτή την περιπέτεια. Τον Αύγουστο του 2018 τα μνημόνια αποτελούν οριστικά παρελθόν». Όμως, δεν έκανε καμία αναφορά στην ουσία: Δηλαδή, στο ότι κανένας από τους νόμους των μνημονίων δεν πρόκειται να καταργηθεί. Είτε αφορά τα εργασιακά είτε τις ιδιωτικοποιήσεις είτε τη φορολογία. Προσπέρασε το γεγονός ότι έχει ήδη νομοθετηθεί το βασικό μέρος της λεγόμενης μεταμνημονιακής εποχής, που περιλαμβάνει δραστικές περικοπές συντάξεων έως και 40% και φορολογικές επιβαρύνσεις ακόμη και για όσους έχουν εισόδημα 600 ευρώ, με αυξήσεις στους φόρους έως και 500 ευρώ ανά φυσικό πρόσωπο.
Ο πρωθυπουργός θέλησε να παρουσιάσει ως παράδεισο την ευρω-κανονικότητα, δηλαδή την υπαγωγή στους «χρυσούς κανόνες» της ευρωζώνης. Κι αυτό ενώ σε όλη την Ευρώπη και ιδίως στην Γαλλία του Μακρόν, που αποτελεί πρότυπο για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, προωθείται η κατακρεούργηση μισθών και εργατικών δικαιωμάτων. Όπως είπε για «το καθεστώς της μετα-προγραμματικής εποπτείας», στην πραγματικότητα «πρόκειται για διαδικασία που ακολουθήθηκε και για τις υπόλοιπες χώρες που βγήκαν από προγράμματα στήριξης και δεν αντιστοιχεί σε αυτό για το οποίο κάποιοι προσεύχονται καθημερινά, την επέκταση των μνημονίων». Επίσης, τάχθηκε υπέρ της «καλής επιχειρηματικότητας», μιλώντας για ενίσχυση του «επιχειρηματία που ρισκάρει», καθώς και την προαγωγή της «καινοτομίας». Υποστήριξε δε ότι θέση της κυβέρνησης είναι η ανάπτυξη μέσω της «αυξημένης προστιθέμενης αξίας».
Κατατοπιστική υπήρξε και η αναφορά που έκανε στο αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης ο Μητσοτάκης, αναγνωρίζοντας ότι έχει πολλά θετικά στοιχεία. Ενδεικτικά, όπως είπε από το βήμα της Βουλής, πρόκειται για «ένα αόριστο ευχολόγιο στο οποίο όμως υπάρχουν κάποιες σωστές μεταρρυθμίσεις», αν και αντιπρότεινε «έναν συγκεκριμένο χάρτη με τολμηρές αλλαγές».
Όμως – ως συνήθως- ο πλέον αποκαλυπτικός ήταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Δραγασάκης. Όπως δήλωσε, «μια πρώτη απόπειρα διαμόρφωσης ενός αναπτυξιακού σχεδίου επιχειρήθηκε πριν από τη δική μας κυβέρνηση, στη θητεία της προηγούμενης, η οποία στηριζόμενη στις προηγούμενες μελέτες McKinsey, ΙΟΒΕ, ΚΕΠΕ, παρουσίασε στο Eurogroup της 5ης Μαΐου 2014 μία ολιγοσέλιδη περίληψη κειμένου με τίτλο <Ελλάδα 2021>».
Στην συνέχεια, ξεκαθάρισε πώς με αυτή την αφετηρία φθάσαμε στο «σχέδιο το οποίο η παρούσα κυβέρνηση κατέθεσε, που έχει λάβει υπόψη του όλες τις προηγούμενες προσπάθειες (και της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου), βασίστηκε όμως κυρίως στην προεργασία που προηγήθηκε τα τρία τελευταία χρόνια», όπως και «τις παρατηρήσεις που δεχτήκαμε και τις προτάσεις από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς», καθώς και από παραγωγικούς φορείς. Μεταξύ αυτών, προφανώς περιλαμβάνονται ο ΣΕΒ, οι λοιπές εργοδοτικές οργανώσεις, αλλά και η ΓΣΕΕ του ταξικού συμβιβασμού και της «κοινωνικής συμμαχίας».
Μάλιστα, δεν έκρυψε πως «πολλά από τα μέτρα μπορεί να τα βρει κανείς σε προγράμματα και άλλων κομμάτων. Πολλά αποτελούν διεθνείς καλές πρακτικές και εμπειρίες. Συνολικά, όμως, το σχέδιο ειδικά για τα μέτρα τα δικά μας τα ελληνικά αποτελεί μία σαφή ρήξη με το παρελθόν, έχει σαφές ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο» και «είναι η βάση για μία ευρεία, προοδευτική πολιτική και κοινωνική συμμαχία, η οποία ακριβώς και μπορεί να το φέρει σε πέρας». Όσο για την ουσιαστική διαφορά του από τα προηγούμενα σχέδια, είπε ότι δεν θεωρεί την κοινωνική πολιτική τροχοπέδη και μπορεί να την εντάξει (μαζί με τις οικολογικές ευαισθησίες) στην αναπτυξιακή διαδικασία – με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον όρο οι συλλογικές συμβάσεις να εξαρτώνται από την επίδρασή τους στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων…
Με απλά λόγια: Οι δυνάμεις που διαχειρίζονται τις απαιτήσεις Ε.Ε και κεφαλαίου έχουν σαφώς βρει τον βηματισμό τους. Ολοκληρώνεται η διαμόρφωση της πολιτικής βάσης ώστε ανά πάσα στιγμή να είναι εφικτό να ξεπεράσουν τις δευτερεύουσες αντιπαραθέσεις τους και να λειτουργήσουν ενιαία. Υπό αυτό το πρίσμα -και με βάση τις μακροχρόνιες δεσμεύσεις στους δανειστές- το πολιτικό σκηνικό μπορεί να αλλάζει συσχετισμούς, συμμαχίες και σχήματα, χωρίς να αλλοιώνεται η κατεύθυνση των πολιτικών που θα εφαρμόζει.
Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς και για την ποιοτικά αναβαθμισμένη επίθεση που δέχεται σήμερα και το εργατικό κίνημα. Μαζί με τα μέτρα καταστολής της δράσης του, προωθείται πλέον αποφασιστικά ένα μέτωπο κοινωνικού εταιρισμού και ταξικής συναίνεσης. Στόχος του, η ενσωμάτωση συνειδήσεων ακριβώς σε αυτές τις μονοδρομικές λογικές. Η αποτροπή κάθε διεκδίκησης ενός διαφορετικού παρόντος και μέλλοντος για τους εργαζόμενους.
Ακριβώς γι’ αυτό είναι ακόμη πιο αναγκαία η ανάπτυξη ταξικών αγώνων με ολοένα πιο ενισχυμένο αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Την πολιτική τακτική δηλαδή που βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της επιχείρησης.