Έφη Καραχάλιου, Χρήστος Κρανάκης
Ταινίες για το κίνημα των μαύρων στην Αμερική, ιστορικά ντοκιμαντέρ για τον αγώνα της γυναικείας χειραφέτησης, σειρές που αναδεικνύουν τον ζοφερό τρόπο άντλησης κέρδους από εταιρικούς κολοσσούς που έγραψαν «ιστορία» στον 20ο και 21ο αιώνα, έργα που συγκρούονται σθεναρά με την Εκκλησία και άλλους ιδεολογικούς μηχανισμούς, ακόμα και ταινίες σούπερ ηρώων …. με αντιαποικιοκρατικό στίγμα! Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν παραγωγές ενός αυτοδιαχειριζόμενου-πολιτιστικού στεκιού, ούτε της επιτροπής των Αναιρέσεων. Στην πραγματικότητα, αποτελούν υπερπροβλημένες παραγωγές των πιο γνωστών και συστημικών κινηματογραφικών εταιρειών. Η νέα γενιά σήμερα συνεχίζει να βλέπει τις μεγαλεπήβολες παραγωγές του Hollywood ή άλλων κολοσσών (HBO, Netflixx, κλπ) όπως τα προηγούμενα χρόνια, όμως αυτό που αλλάζει είναι ότι οι συγκεκριμένες παραγωγές αποτελούν πλέον ένα μέσο γνωριμίας της νέας γενιάς (και όχι μόνο) τόσο με πολιτικά ιστορικά γεγονότα – πρόσωπα των προηγούμενων όσο και με πτυχές ταξικών – κοινωνικών – φυλετικών – ιδεολογικών αναμετρήσεων. Μπροστά σε αυτή τη κατάσταση, οι απόψεις διχάζονται σημαντικά.
Το “ορθόδοξο” κομουνιστικό κίνημα είτε θα υποτιμήσει αυτή την ποιοτική διεργασία στην πολιτιστική βιομηχανία, είτε θα την αναγάγει σε μια προσπάθεια ενσωμάτωσης των πιο ανατρεπτικών τάσεων της νέας γενιάς, από πλευράς κεφαλαίου. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη θα υμνήσει την “ελεύθερη αγορά” και την εταιρική ευθύνη των κινηματογραφικών κολοσσών και θα εστιάσει στο πως ο καπιταλισμός, κόντρα στον ολοκληρωτισμό και τη προπαγάνδα, μπορεί να προσφέρει στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης και σφαιρικής αντίληψης για το τηλεοπτικό κοινό. Εμείς πριν ακόμα εκφράσουμε τη θέση μας, θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε την παραπάνω τάση υπό το διπλό πρίσμα, τόσο των τάσεων χειραφέτησης που γεννιούνται πλατιά σε ολάκερο το κόσμο (με διαφορετική ταχύτητα) πιέζοντας την υπάρχουσα πραγματικότητα όσο και του πως ο κυρίαρχος πολιτισμός (στα φόντα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού) προσπαθεί να ενσωματώσει και εν τέλει να καταστρέψει τις τάσεις αυτές.
Η αστική πολιτιστική ηγεμονία δεν αμφισβητείται, για την ώρα…
Η ιδεολογική κυριαρχία του αστικού τρόπου σκέψης, που αποτελεί δομικό στοιχείο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αντανακλάται σε επίπεδο πολιτισμού, θεμελιώνοντας μια σκληρή «πολιτιστική δικτατορία». Στο πλαίσιό της, ανάμεσα στα άλλα, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση απομονώθηκαν (σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα προηγούμενα χρόνια) από τις διεργασίες των μαζικών κινημάτων και από την έκφραση πολιτικών προβληματισμών που «ταρακουνούσαν» την κυρίαρχη αφήγηση. Τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια όμως, το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η κατάρρευση του θετικού προτάγματος των καπιταλιστικών αξιών, αλλά και η ολοένα και πιο διαδεδομένη χρήση του Internet, επέδρασαν καταλυτικά ώστε η βιομηχανία του κινηματογράφου να αλλάξει κατεύθυνση.
Τα κοινωνικά κινήματα που γεννήθηκαν στον καιρό της κρίσης επέβαλαν πρακτικά την παρουσία τους στην κινηματογραφική οθόνη. Οι κοινωνικές τους προεκτάσεις είναι τόσο μεγάλες που ο κόσμος «διψάει» να μάθει ποιες είναι οι παρακαταθήκες τους, ποιοι ήταν και τι πέρασαν οι ιδεολογικοί τους πρόγονοι, πώς ο αγώνας των κινημάτων αυτών θα έπαιρνε σάρκα και οστά σε μια άλλη διάσταση, σε μιαν άλλη εποχή, σε ένα άλλο σύμπαν (βλ. φουτουριστικές ταινίες με σαφή ταξική και αγωνιστική αναφορά). Έτσι, οι πρώτες παραγωγές ταινιών και σειρών με ένα υποβόσκον αντικαπιταλιστικό στίγμα αγκαλιάστηκαν τόσο έντονα και μαζικά από το τηλεοπτικό κοινό (κυρίως τη νέα γενιά) που ανάγκασαν ακόμα και το συστημικό Χόλιγουντ να αναδείξει πτυχές της πολιτικής ιστορίας και των κοινωνικών κινημάτων. Σε τέτοιο βαθμό δε που ούτε καν θα το φαντάζονταν τα μεγαλοστελέχη του μερικά χρόνια πριν.
Πλέον, σχεδόν όλες οι μεγάλες κινηματογραφικές εταιρείες από τη μία προσέχουν διακαώς τι πολιτικό – κοινωνικό μήνυμα θα μεταφέρουν οι ταινίες τους (υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλο άγχος να μην χαρακτηριστεί ρατσιστική ή σεξιστική μια παραγωγή), ενώ από την άλλη επιλέγουν όλο και πιο συχνά θεματικές που αφορούν τον τρόπο ζωής, την καταπίεση αλλά και τον αγώνα για απελευθέρωση των πιο καταπιεσμένων τάξεων. Επιπλέον, τα ταμπού έχουν σπάσει και στο επίκεντρο της κριτικής βρίσκουμε ακόμα και τα ιερά και τα όσια του καπιταλισμού – όπως, για παράδειγμα, τους οικονομικούς κολοσσούς, τη γιάπικη ζωή, την εκκλησία, ιστορικά πρόσωπα κ.λπ.
Το αντίπαλο δέος των κοινωνικών κινημάτων, δηλαδή ο καπιταλισμός και το οπλοστάσιό του, φαίνεται πως παραχωρούν χώρο στις επιταγές και τις ανάγκες των «από κάτω» στον τομέα του πολιτισμού. Η συχνότητα και το βάθος των ταινιών-σειρών με πολιτική αναφορά, ειδικά τα τελευταία χρόνια, αποδεικνύουν το λόγο του αληθές. Μπορούμε, όμως, με σιγουριά να πούμε πως αυτή η πραγματικότητα δημιουργεί πραγματικούς τριγμούς στην πολιτιστική ηγεμονία του αντιπάλου; Προς το παρόν, όχι. Αφενός, οι πάσης φύσης προσλαμβάνουσες που προσφέρει η καπιταλιστική βιομηχανία του πολιτισμού, παρ’ ότι αποτελούν απότοκο της πίεσης των λαϊκών αγώνων, συνεχίζουν (νομοτελειακά και για πάντα) να αποτελούν τομέα καπιταλιστικής κερδοφορίας – συνεπώς και ιδεολογικής πειθάρχησης. Αφετέρου, η μεταφορά ταξικών αγώνων στην οθόνη, στα χολιγουντιανά πρότυπα σκηνοθεσίας, φανερώνει τον κίνδυνο αναγωγής της επαναστατικής πάλης σε σκηνοθετική πράξη. Όμως, ταξικοί αγώνες του παρελθόντος αλλά κυρίαρχα του μέλλοντος δεν θα προσομοιάζουν με την καλλιτεχνική αισθητική του καπιταλιστικού πολιτισμού. Ο πόνος και η θυσία των αγωνιζόμενων δεν μπορεί να ταυτιστεί με συναισθηματικές μελοποιήσεις, με «χάπι εντ» και με την ασφάλεια που προσφέρει η κινηματογραφική οθόνη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σενάριο μιας Αμερικής στα χέρια του Τραμπ αποτέλεσε κοινό τόπο έκφρασης για μια σειρά έργων. Ορδές ζόμπι στο The Walking Dead, μανιασμένοι κλόουν στο αυτοτελές American Horror Story, πυρηνικές εκρήξεις, άκριτη βία και ένας κόσμος παραδομένος στο χάος ήταν από τα πιο συχνά θέματα. Η μισαλλοδοξία και ο φυλετικός ρατσισμός έγιναν βασικό συστατικό στην εξιστόρηση των προσωπικών σχέσεων, σε σημείο που να αποτελούν στοιχείο θρίλερ. To Get out εξερευνά αυτή την αυτόματη αντικειμενοποίηση της έγχρωμης κοινότητας στα μάτια των λευκών και το πώς η κυρίαρχη ιδεολογία δρα καθοριστικά στην υιοθέτηση ρόλων και προτύπων. Το κίνημα των Black Lives Matter πήρε σάρκα και οστά με την τηλεοπτική μεταφορά του αλεξίσφαιρου έγχρωμου υπερήρωα Luke Cage. Ένας πρώην φυλακόβιος που ένιωσε στο πετσί του την άνιση μεταχείριση του νόμου λειτουργεί ως ο υπερασπιστής του γκέτο στο οποίο μεγάλωσε, ενάντια στην αστική βία και την πολλαπλάσια καταστολή που υφίστανται μετανάστες και έγχρωμοι. Ενόσω κατατρώγεται από τύψεις για ένα έγκλημα που δεν έκανε, ζητά εξιλέωση και δικαιοσύνη στην αρχή παραβλέποντας την άδικη φύση του νόμου, τελικά όμως σε ευθεία σύγκρουση με αυτόν. Οι ταξικές φτωχογειτονιές με τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και την πλειονότητα των κατοίκων να μπαινοβγαίνει στην φυλακή και τα αναμορφωτήρια αποτελούν ευθεία αναφορά στο υποβαθμισμένο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης που ζει ο ήρωας.
Όμως, η «μαύρη κουλτούρα», δηλαδή το σύνολο εκείνων των ιδιαίτερων κοινών πολιτισμικών χαρακτηριστικών των Αφροαμερικανών, αναδείχθηκε με την ταινία Black Panther. To παράδειγμα μιας κοινωνίας με αναπτυγμένη τεχνολογία που απέφυγε την αποικιοκρατία και έτσι κατάφερε να αναπτυχθεί, λειτουργεί ως αντίστιξη στο δικό μας εκμεταλλευτικό σύστημα . Η φανταστική Wakanda, που μοιάζει πολιτισμικά με μια χώρα του Τρίτου Κόσμου, μόνο στα χαρτιά μπορεί να χαρακτηριστεί πρωτόγονη. Τα μέσα παραγωγής είναι τόσο αυτοματοποιημένα, εξαιτίας ενός ορυκτού με ανεξάντλητη ενέργεια, που δεν απαιτείται η απόσπαση υπεραξίας και έτσι τείνουν να μην υπάρχουν τάξεις. Η κοινωνική της δομή, αν και μοιάζει με αυτή της μοναρχίας, έχει περισσότερη δημοκρατία και οριζόντια χαρακτηριστικά, ευτελίζοντας τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του φαινομενικά αναπτυγμένου κόσμου. Επίσης, εμφανίζει μητριαρχικά κατάλοιπα, προσομοιάζοντας διάφορες φυλές της Αφρικής που ζουν απομονωμένες και έχουν τέτοια κοινωνική οργάνωση, οπότε τείνει παράλληλα να εξαλειφθεί και η πατριαρχία.
Η μαζική κουλτούρα και το στοίχημα της κοινωνικής χειραφέτησης
Οι καπιταλιστικές και δη οι δυστοπικές κοινωνίες βρίσκονται μακριά από την κατάργηση της διπλής εκμετάλλευσης της γυναίκας. Στο The Handmaid’s Tale ο αναπαραγωγικός ρόλος της γυναίκας γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ένα ανδροκρατούμενο θεοκρατικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, μια φαλλοκρατική αίρεση, αναλαμβάνει την εξουσία μέσω πραξικοπήματος και αντικαθιστά τις ΗΠΑ με το Κράτος του Γκίλεντ. Στόχος τους είναι να υποτάξουν κάθε ελευθερία και να επιβάλλουν σε όλους τον τρόπο ζωής που υποδεικνύεται στις Γραφές. Όσες γυναίκες είναι ακόμη γόνιμες «προσλαμβάνονται» από ένα ζευγάρι, στο οποίο πρέπει να χαρίσουν ένα παιδί, αφού συνευρεθούν με τον αφέντη του σπιτιού. Οι γυναίκες δεν έχουν δικαίωμα στην ιδιοκτησία και στην εργασία, δεν έχουν καν ταυτότητα και καταργείται κάθε έννοια του ατομικού, αφού αυτές προσχωρούν στον αφέντη. Αυτή η ιδιόμορφη σχέση εξουσίας αναπαράγεται και από γυναίκες με εσωτερικευμένο μισογυνισμό που έχουν αποποιηθεί την θηλυκότητά τους, προκειμένου να ταιριάζουν στο αρχέτυπο του εξουσιαστή.
Στο υπερ-ηρωικό είδος, το πράγματα δεν είναι καλύτερα. H Jessica Jones αν και απέκτησε υπερδυνάμεις μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, περνά την ζωή της μέσα στις καταχρήσεις, μην μπορώντας να ξεπεράσει και την εξουσιαστική συμπεριφορά του ψυχοπαθή πρώην της. Όντας παράλληλα θύμα βιασμού, αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε μορφή καταπίεσης. Τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα βγαίνουν εκτός από το πλαίσιο της καρικατούρας, η ομοφοβία και η φυλετικές διακρίσεις αποδίδονται χωρίς εξιδανικεύσεις. Η ηρωίδα γίνεται η κραυγή αγωνίας εκατομμύρια γυναικών που βιώνουν τον σεξισμό στο χώρο εργασίας, στο σπίτι και στις προσωπικές τους σχέσεις, γίνεται όμως και η κραυγή εναντίωσης σε ένα εκμεταλλευτικό σύστημα που δεν υπόσχεται τίποτα καλύτερο για το μέλλον.
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται λοιπόν να ανθεί το πολιτικό σχόλιο σε μικρή και μεγάλη οθόνη, υποβοηθούμενο από την κατάρρευση ακριβώς του θετικού προτάγματος της αφθονίας και της ασφάλειας που παρουσίαζε ο καπιταλισμός στην ακμή του. Συνήθη μοτίβα είναι αυτά τα δυστοπικά αστικά κέντρα, όπου οι πολλαπλές καταπιέσεις των υποκειμένων συγκρούονται με την μάχη για την επιβίωση, υπό το φόντο ενός πανίσχυρου αστικού κράτους. Στην πραγματικότητα, όμως, οι ταξικές και φυλετικές αντιθέσεις μεταφέρονται στην σφαίρα του φανταστικού, προκειμένου εκεί να αποδομηθούν. Η κατανάλωση μαζικής κουλτούρας, όπως αυτή εκφράζεται σε μια περίοδο κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δεν θα μπορούσε να μην συμβάλλει σε μια πιο χειραφετητική κατεύθυνση. Έτσι, καταλήγει πολλές φορές το υπερ-ηρωικό είδος να αποκτά πληθώρα αντικαπιταλιστικών αναφορών, ακόμα και αν αποτελούσε παραδοσιακά -και σε μεγάλο βαθμό, αποτελεί ακόμα- ένα συντηρητικό χώρο, με ακόμα πιο αντιδραστικό κοινό.
Η Αριστερά θα έπρεπε να εντοπίζει τέτοιες κοιτίδες χειραφέτησης μέσα στο σκοτάδι των συστημικών μέσων ψυχαγωγίας και να απεμπλακεί από μια άνευ όρων αρνητική στάση που οφείλεται κυρίως σε φοβικότητα.