Νάσος Βασιλακάκης
Και αν κάποιος καταπιεσμένος, που έχει φτάσει στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσης, τελικά εξεγερθεί με τον πιο κτηνώδη, άσχημο και εκδικητικό τρόπο; Η αποκτήνωσή του είναι έργο του καταπιεστή. Η απελευθέρωση πως θα έρθει;
O τρόπος που ασκείται η βία ακόμα και από τον αμυνόμενο, δείχνει το επίπεδο πολιτισμού του
O Αλέξανδρος Νιέφσκι του 1938 γυρισμένο από τον τεράστιο Σεργκέι Αϊζενστάιν είναι μια άκρως εντυπωσιακή ταινία από τεχνικής απόψεως, που όμως σήμερα έχει κάποια στοιχεία που σοκάρουν. Βασισμένη σε ιστορικό γεγονός, η υπόθεση έχει ως εξής: Στο Νόβγκοροντ της Μεσαιωνικής Ρωσίας, ο ηρωικός, υπέροχος και σοφός πρίγκιπας Νιέφκσι συντρίβει την εισβολή των αιμοβόρων Γερμανών (Τευτόνων).
Αν ορισμένοι/ες σκεφτήκατε πως ο Νιέφσκι στην ταινία συμβολίζει τον Στάλιν, σωστά σκεφτήκατε. Η ταινία αυτή είναι ο ορισμός της πολιτικά ορθής ταινίας. Μιλάμε βέβαια για μια άλλη πολιτική ορθότητα, που είχε αρκετά διαφορετικές απόψεις και επιδιώξεις απ’ ό,τι στη σημερινή εποχή. Τότε πολιτικά ορθό θεωρούνταν ό,τι τόνωνε το εθνικό φρόνημα των Ρώσων απέναντι στη ναζιστική απειλή, καθώς και τη λαϊκή εμπιστοσύνη στον Πατερούλη. Ας μην ξεχνάμε και τη διαδεδομένη θεωρία πως η πολιτική ορθότητα στην τέχνη και στον δημόσιο λόγο είναι ουσιαστικά δημιούργημα του σταλινισμού.
Σε μια σκηνή της ταινίας, πριν από τη μεγάλη μάχη, μια μικρή συντροφιά πολεμιστών κάθεται γύρω από τον γενναίο πρίγκιπα, καθώς ξεκουράζονται μπροστά σε μια φωτιά. Κάποιος λέει το εξής –καθόλου πολιτικά ορθό με τα σημερινά κριτήρια– ανέκδοτο: Μια αλεπού κυνηγάει έναν λαγό για να τον φάει. Καθώς τρέχει, σφηνώνει στη διχάλα ενός δέντρου. Ο λαγός εκμεταλλεύεται την αδυναμία της και τη βιάζει. Όταν τελειώνει το ανέκδοτο, ο πρίγκιπας χαμογελάει, και καταλαβαίνουμε πως μόλις του ήρθε στο μυαλό το στρατηγικό τέχνασμα με το οποίο θα νικήσει-εξευτελίσει-«βιάσει» τους εισβολείς.
Στο τέλος της ταινίας, υπάρχει μια σκηνή που μου φάνηκε αποκρουστική. Αφότου έχουν θριαμβεύσει στη μάχη οι γενναίοι Ρώσοι πατριώτες, τοποθετούν στην κεντρική πλατεία αλυσοδεμένο τον συμπατριώτη τους – πράκτορα των Γερμανών. «Αυτόν τι θα τον κάνουμε;» ρωτάει κάποιος. «Ας αποφασίσει ο λαός», λέει με στόμφο ο πρίγκιπας. Τότε, ένα μανιασμένο πλήθος πέφτει πάνω στον προδότη από όλες τις μεριές και τον λιντσάρει.
Το αποκρουστικό σε αυτή τη σκηνή δεν ήταν ότι κάποιοι σκοτώνουν έναν άνθρωπο. Πολλοί άνθρωποι σκοτώνονται πιο πριν στην ταινία. Είναι η απελευθέρωση ενός εκδικητικού μένους προς κάποιον ανήμπορο να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Οι κακοί κατακτητές έκαναν παρόμοιες κτηνωδίες πιο πριν. Και τώρα ο λαός ξεσπάει την οργή του με τη συγκατάθεση του πρίγκιπα, που μπορούσε όμως να τους συγκρατήσει αν ήθελε. Αλλά δεν το έκανε. Αυτός ο ηγέτης, που πιθανόν στην εποχή που γυρίστηκε η ταινία φάνταζε υποδειγματικός, σήμερα δημιουργεί ένα έντονο συναίσθημα αποξένωσης.
Γιατί ο τρόπος που ασκείται η βία ακόμα και από τον αμυνόμενο, δείχνει το επίπεδο πολιτισμού του.
Υπάρχει λόγος που σε συνθήκες πολέμου και όχι μόνο, ένας βιαστής ή ένας βασανιστής μας φαίνεται πολύ πιο απεχθής από ένα φονιά. Και ας θεωρείται ο φόνος το υπέρτατο έγκλημα, το πιο νομοτελειακό ως αποτέλεσμα. Ο φόνος όμως μπορεί να γίνει και λόγω απόλυτης ανάγκης, και δυστυχώς είναι κάτι αναγκαίο στις περισσότερες επαναστάσεις. Τα άλλα δυο εγκλήματα, εκτός από βαθιά εξουσιαστικές πρακτικές υποδούλωσης και πειθάρχησης, χρησιμεύουν και στο να ικανοποιούν τα χειρότερα ένστικτα του ανθρώπου. Και αν κάποιος καταπιεσμένος που έχει φτάσει στο έσχατο σημείο της εξαθλίωσης και στον πάτο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας τελικά εξεγερθεί αλλά το κάνει με τον πιο κτηνώδη, άσχημο και εκδικητικό τρόπο; Όπως για παράδειγμα αν σε ένα υποθετικό σενάριο ένας μαύρος σκλάβος του αμερικάνικου νότου βιάσει την λευκή ιδιοκτήτρια του; Ας αναλογιστούμε εδώ πως η αποκτήνωση του δια βίου καταπιεσμένου σχεδόν πάντα είναι δημιούργημα του καταπιεστή του. Ο καταπιεστής του είναι αυτός που του στέρησε τον πολιτισμό. Με άλλα λόγια αυτά του κάναν, αυτά έμαθε, αυτά έκανε στο τέλος.
Πολλές φορές καλούμαστε να κρίνουμε και να πάρουμε θέση για καταστάσεις που μοιάζουν εξωπραγματικές σε σύγκριση με τη σχετική ασφάλεια του καναπέ μας. Εκεί μπορούμε να ξεμπερδέψουμε εύκολα «καταδικάζοντας τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» ή να «καταδικάζουμε τα εγκλήματα του σταλινισμού» σαν ψευτοηθικολόγοι αστοί αναλυτές. Ή αντίστροφα, να μοιράζουμε αβέρτα ιστορικά άλλοθι λόγω συνθηκών, λες και το ότι καταλαβαίνουμε σημαίνει αυτόματα ότι συγχωρούμε… Πιστεύω όμως πως το χρέος μας ως κομμουνιστές είναι να αναλύουμε ψύχραιμα, ανήσυχα και όσο πιο διεξοδικά μπορούμε όλες τις παραμέτρους του παρόντος και του παρελθόντος, για να έχουμε και τα καλύτερα γνωσιακά αλλά και πολιτισμικά εφόδια στην πάλη για τη διεκδίκηση του μέλλοντος.