Διάλογος για το κομμουνιστικό κόμμα
Παναγιώτης Βασιλάκης
Εκτός των άλλων θα δώσει ώθηση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ να υπερβεί τις αντιφάσεις της
Με το παρόν άρθρο ολοκληρώνεται η ενότητα διαλόγου που άνοιξε το Πριν για το σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα. Θα υπάρξουν βέβαια πολλές ακόμα ευκαιρίες, η συνέχεια όμως θα κριθεί κυρίως στην πράξη
Η κομμουνιστική αριστερά στη χώρα σε όλη τη μεταμφυλιακή περίοδο συνταυτίστηκε με την πορεία του ΚΚΕ και επηρεάστηκε σε ό,τι αφορά τις οργανωτικές της μορφές κυρίαρχα από τις διεθνείς εξελίξεις του κομμουνιστικού κινήματος, πράγμα που αποκρυσταλλώθηκε τόσο τη συγκρότηση του ΚΚΕ εσ. όσο και τις ισχυρές οργανώσεις του «Μ-Λ» χώρου, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Σήμερα είναι προφανές(;) ότι δεν είναι ικανή ούτε η συγκρότηση πίσω από ιδεολογικά ρεύματα του μαρξισμού ούτε η διατύπωση διακηρυκτικών στόχων και μιας πεπατημένης πολιτικο-συνδικαλιστικής παρέμβασης για την άσκηση αριστερής πολιτικής. Η αριστερή πολιτική, ειδικά σε συνθήκες τυπικής αστικής δημοκρατίας, κρίνεται τις λίγες ιστορικές στιγμές που η πολιτική συγκυρία παράγει έναν εξεγερτικό ορίζοντα και διαμορφώνει συνθήκες μετασχηματισμού ενός μάχιμου διεκδικητισμού σε δύναμη πολιτικής ανατροπής.
Σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής ρευστότητας, η αριστερά οφείλει να αναγνωρίζει τρεις βασικές παραμέτρους, στη βάση των οποίων θα διαμορφώσει την πολιτική της παρέμβαση: πρώτη, το κοινωνικό μπλοκ και τον βαθμό που διεκδικεί αναμόρφωση ή/και μετασχηματισμό της εξουσιαστικής σχέσης, δεύτερη, το πολιτικό πλαίσιο-πρόγραμμα το οποίο θα τροφοδοτεί τον κοινωνικό διεκδικητισμό και τρίτη, το ζήτημα της εξουσίας και τη δυνατότητα διαμόρφωσης ενός νέου κέντρου εξουσίας με τυπικούς και πραγματικούς όρους άσκησής της προς όφελος των λαϊκών δυνάμεων (κυβέρνηση-εξουσία).
Απέναντι στα παραπάνω, η αριστερά συνθλίφτηκε ήδη μία φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οδηγώντας στν διάλυση τόσο των οργανώσεων της αριστεράς όσο και στην απαξίωση του ΚΚΕ, ως δύναμη ανατροπής, καθώς ενσωματώθηκε –δομικά ή λειτουργικά– στη διαδικασία του εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού σκηνικού που επέφερε η «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ.
Η επί εικοσαετίας αργή ανασυγκρότηση του χώρου της «επαναστατικής αριστεράς», παρόλο που εν πολλοίς στηρίχθηκε σε «παλιά υλικά», βρήκε γόνιμο έδαφος στο περιθώριο της παρελθούσης πλέον αστικής ευδαιμονίας, ειδικά στη φοιτητιώσα νεολαία, ενώ σταδιακά διαμόρφωσε δεσμούς σε τοπικό επίπεδο και σε μία σειρά εργασιακούς χώρους. Η ευελιξία και πολυμορφία που τη χαρακτήρισε της έδωσε τη δυνατότητα οργανωτικών και πολιτικών συσσωρεύσεων με συνέχεια και διάρκεια, ώστε να έχει καθοριστικό ρόλο σε κινηματικές εξάρσεις και να οικοδομεί σταδιακά όρους πολιτικής εκπροσώπησης με πανελλαδική διάρθρωση σε διάφορους τομείς και κλάδους.
Η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αποτέλεσε απλά την «αντανάκλαση» της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008 στο εσωτερικό του χώρου, αλλά ήταν ένα ξεκάθαρο ποιοτικό άλμα, καθώς για πρώτη φορά η επαναστατική αριστερά αναμετρήθηκε με το ζήτημα της συγκρότησης ενιαίου πολιτικού φορέα και της παρέμβασης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, έστω και με τη μορφή πολιτικού μετώπου, με χαρακτηριστικά όμως ξεκάθαρα ανώτερα από παλαιότερες –φαινομενικά μόνο– παρόμοιες συγκροτήσεις.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν αυτή που έθεσε δυναμικά στο κέντρο του διαλόγου, τόσο στο εσωτερικό της, όσο και συνολικά στην αριστερά –τη στιγμή του ξεσπάσματος της κρίσης– τα κρίσιμα ερωτήματα του αναγκαίου πολιτικού περιεχομένου-προγράμματος, του αναγκαίου κοινωνικού-πολιτικού μετώπου και της μεταβατικής εξουσίας. Η διατύπωση των ερωτημάτων αποτέλεσε τη βασική δύναμη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η αδυναμία απάντησής τους αποτελεί όμως και τη βασική της αδυναμία, καθώς δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα φυσιογνωμικά της προβλήματα και να οδηγήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο εσωτερικής λειτουργίας και πολιτικών απαντήσεων.
Αυτή η αδυναμία οδήγησε και σε λάθος απαντήσεις. Από τη μία η αδημονία της «κυβερνησιμότητας» και η αναγνώριση της δυνατότητας αριστερής κυβέρνησης υπό καθεστώς πλήρους αστικής ηγεμονίας και κάτω από την πίεση της πολιτικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, η διαστρέβλωση του μεταβατικού προγράμματος σε κυβερνητικό πρόγραμμα άμεσων λύσεων έξω από τον πραγματικό συσχετισμό δύναμης και η αποψίλωση του πολιτικού περιεχομένου για την κατάκτηση «επίπλαστων» συμμαχιών, οδήγησε σε αποστοιχίσεις σημαντικού πολιτικού δυναμικού, το οποίο είτε εξαϋλώθηκε στην τοξική ατμόσφαιρα του ΣΥΡΙΖΑ, είτε βαυκαλίζεται με την αναθέρμανση του «καλού ΣΥΡΙΖΑ» στο εσωτερικό της ΛΑΕ.
Από την άλλη, η χονδροειδής προσέγγιση μιας «επαναστατικής γραμμής» που ταυτίστηκε με την επαναστατική διαδικασία αλλά και άμεσες τακτικίστικες σεχταριστικές αγκυλώσεις υπονόμευσαν μετωπικές πρωτοβουλίες με διάρκεια που θα καθιστούσαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κυρίαρχο πόλο μεταξύ των δυνάμεων που, τουλάχιστον διακηρυκτικά, τάσσονται με την ανατροπή.
Είναι οι αναγνωρισμένες αντιφάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε συνδυασμό με τις ανάγκες της περιόδου, που πρέπει να νοηματοδοτήσουν τον διάλογο σχετικά με τη σκοπιμότητα συγκρότησης ενός ενιαίου κομμουνιστικού φορέα και να μην αποτελέσει αφορμή για μία «ιδεολογική άσκηση» γύρω από το κόμμα «νέου τύπου» και το λενινιστικό υπόδειγμα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κομμουνιστικός φορέας, ακόμα και αν συγκροτηθεί, θα είναι στο έδαφος της υποχώρησης του λαϊκού κινήματος και το πρώτιστο ζήτημα το οποίο θα πρέπει να απαντήσει θα αφορά τον χαρακτήρα αυτή της υποχώρησης και τον στρατηγικό ή συγκυριακό της χαρακτήρα — απάντηση που θα καθορίσει τη φυσιογνωμία και την προοπτική του.
Αν δηλαδή εκτιμάται ότι η εξεγερτική περίοδος έχει παρέλθει οριστικά ως απόρροια της κρίσης και ότι η σταθερότητα στη διαχείριση των πολιτικών πραγμάτων έχει εδραιωθεί από την πλευρά του αστισμού, τότε η συγκρότηση του φορέα θα έχει αμυντικό χαρακτήρα διατήρησης και συγκρότησης δυνάμεων σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος και κρίσης των ομαδοποιήσεων της επαναστατικής αριστεράς, με μικρό πολιτικό εύρος.
Αν όμως υπάρχει η εκτίμηση ότι το εθνικό success story δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από ένα προπέτασμα καπνού εν μέσω των εντεινόμενων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και της διεθνούς οικονομικής δυσανεξίας που συνεχίζει και παράγει η κρίση και ότι μια απλή σπίθα αρκεί να βάλει φωτιά στο «πάτο του βαρελιού» που στριμώχνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια, τότε και η κανονικότητα της αστικής διαχείρισης α λα ΣΥΡΙΖΑ και η καλοκαιρία της νηνεμίας της κοινωνικής ειρήνης θα είναι βραχύβιες.
Αυτό και μόνο το ενδεχόμενο καθιστά επίκαιρη και αναγκαία την ανάγκη συγκρότησης του φορέα που θα λειτουργήσει ενιαία και καθοδηγητικά, που θα δώσει την αναγκαία και απροσχημάτιστη ώθηση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ώστε να πρωταγωνιστήσει στη συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου της ανατροπής που θα επεξεργαστεί πολιτικά και θα απλώσει σε όλο το εύρος της κοινωνικής διαπάλης το σπερματικό –σήμερα– μεταβατικό πρόγραμμα, καθιστώντας το κρίσιμο εργαλείο του κινήματος και που, τέλος, με μέτρο και άξονα τη λαϊκή και εργατική πάλη, θα απαντήσει στο ερώτημα του πως νικά η εξέγερση σε μία χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου για να ανοίξει ο δρόμος για τη μετάβαση σε μία άλλου τύπου εργατική εξουσία.