Γιώργος Κρεασίδης
Πρόταση της ΛΑΕ στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ για πολιτική συνεργασία στο πλαίσιο ενός πλαδαρού αντιμνημονιακού μετώπου
Απέναντι στη σκληρή αντιλαϊκή πολιτική κυβέρνησης και ΕΕ, που συνεχίζεται και κλιμακώνεται στον δρόμο για την 4η αξιολόγηση και τη δήθεν «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια με την παγιοποίηση τους, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ιεραρχεί ψηλά τη συσπείρωση δυνάμεων για να μπορέσει το εργατικό λαϊκό κίνημα να απαντήσει αγωνιστικά με όρους ανατροπής. Στα πλαίσια αυτά, από τον Γενάρη του 2017 απεύθυνε πρόταση πολιτικής συνεργασίας στη βάση του αναγκαίου πλαισίου για σύγκρουση και ρήξη με την κυβέρνηση, την ΕΕ, το κεφάλαιο. Παράλληλα απευθύνεται σε ΚΚΕ, ΛΑΕ και όλη τη μαχόμενη Αριστερά για κοινή δράση με στόχο την αντεπίθεση ενός συνολικού κινήματος ρήξης και ανατροπής.
Την Τρίτη ανακοινώθηκε από τη ΛΑΕ επιστολή προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για «κοινή δράση στα κοινωνικά μέτωπα και κεντρική πολιτική συνεργασία», «χωρίς πρωτοκαθεδρίες και ηγεμονισμούς». Η επιστολή υπογραμμίζει πως η «επιτακτική προοπτική της πολιτικής συνεργασίας συμπυκνώνεται σε αιτήματα-κρίκους ενός σύγχρονου ριζοσπαστικού μεταβατικού προγράμματος με σοσιαλιστικό στόχο και σοσιαλιστική κατεύθυνση». Ως τέτοια αιτήματα προτείνονται η κατάργηση των μνημονίων και η διαγραφή του χρέους, η σεισάχθεια των χρεών των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, η εθνικοποίηση των τραπεζών, η αναδιανομή προς όφελος των εργαζόμενων, η αποτροπή ιδιωτικοποίησης και επανεθνικοποίηση στρατηγικών επιχειρήσεων και άλλα μέτρα, ενώ τονίζεται πως «θεωρούμε κεντρικούς στόχους για την υλοποίηση ενός φιλολαϊκού προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης και κοινωνικού μετασχηματισμού την έξοδο από την ευρωζώνη και την αποδέσμευση από την ΕΕ». Στην κατεύθυνση αυτή προτείνεται ένα «ευρύ μέτωπο κοινωνικού και πολιτικού αγώνα με κορμό τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής Αριστεράς».
Ωστόσο, η πολιτική πρόταση της ΛΑΕ, όπως έχει αποτυπωθεί στα ντοκουμέντα της, καθώς και η πρακτική της αναφέρεται σε μέτωπο «όλων, χωρίς εξαίρεση, των αριστερών, προοδευτικών, πατριωτικών δημοκρατικών, αντιμνημονιακών δυνάμεων», που δεν περιορίζεται στην Αριστερά, αλλά απευθύνεται και σε Ζωή Κωνσταντοπούλου, Δ. Τσοβόλα, ΕΠΑΜ κ.ά., με έπαθλο μια αντίστοιχη κυβέρνηση. Στο επίπεδο του περιεχομένου προκρίνεται η παραγωγική ανασυγκρότηση στο έδαφος του καπιταλισμού και η έξοδος από το ευρώ σαν πρώτα βήματα. Μάλιστα στην επιστολή προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αυτή η λογική επανέρχεται, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η συνεργασία των δύο δυνάμεων προτείνεται σαν «κορμός» αυτού του «μετώπου». Σήμερα και απέναντι στη μνημονιακή κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ και το αστικό μπλοκ, δύο επιλογές υπάρχουν: είτε μέτωπο και αγώνας για τα εργατικά λαϊκά δικαιώματα σε ρήξη με το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό, για την έξοδο από την ΕΕ και τα μνημόνια, είτε λογικές ρηχού «αντιμνημονιακού» μετώπου, που ειδικά μετά τη χρεοκοπία του ΣΥΡΙΖΑ ακούγεται σαν φάρσα. Αλήθεια, μπορεί να δει καλύτερες μέρες ο λαός χωρίς το κεφάλαιο να χάσει πλούτο και εξουσία;
Υπάρχει και το κριτήριο της πράξης. Η ΛΑΕ δεν ανταποκρίθηκε έως τώρα σε προτάσεις «από τα κάτω συντονισμού», για τη στήριξη στα πρωτοβάθμια σωματεία μιας αγωνιστικής λογικής πέρα από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Αντίθετα, είδαμε τη στήριξη της γραμμής του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού σε ΓΣΕΕ και ΕΚΑ από συνδικαλιστές του χώρου της ΛΑΕ. Δεν ανταποκρίθηκε στο μαχητικό κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεν συνυπέγραψε το κείμενο των 6 οργανώσεων ενάντια στα εθνικιστικά συλλαλητήρια, καθώς υποβάθμιζε τόσο τον χαρακτήρα τους, όσο και τον επιθετικό ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή. Μάλιστα, δεν έλειψαν στην Ίσκρα εκτιμήσεις για «λαϊκή κινητοποίηση με θετικά χαρακτηριστικά» και άρθρα για «αριστερό φασισμό».
Στις σημερινές πολύ δύσκολες συνθήκες για τον λαό, μέσα στο άθλιο κλίμα που αναδίνει η σαπίλα της αστικής πολιτικής, είναι κρίσιμο ο χώρος της μαχόμενης Αριστεράς να μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας. Να απαλλαγεί από τις προτάσεις με στενά εκλογικό χαρακτήρα και να στηρίξει μια ανατρεπτική λογική με νικηφόρα προοπτική και συνέπεια. Αυτό που χρειάζεται πάνω από όλα είναι η αποφασιστική στράτευση όλων σε ένα μαζικό κίνημα ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής. Αυτό είναι το κριτήριο και το έδαφος για να κερδίσουν οι εργαζόμενοι, για να ενισχυθεί η αναγκαία πολιτική εργατικής αντικαπιταλιστικής απάντησης στην επίθεση κεφαλαίου και ΕΕ.