Σπύρος Χαϊκάλης
Η αντεπίθεση του εργατικού λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος, η ανάπτυξη μιας αντικαπιταλιστικής πολιτικής γραμμής και σχεδίου στο σήμερα και η ανασυγκρότηση της ανατρεπτικής κι επαναστατικής Αριστεράς απαιτούν να ιεραρχηθεί σε προτεραιότητα η ανώτερη συγκέντρωση δυνάμεων στην κομμουνιστική στρατηγική απάντηση. Αυτό ήταν που έλειπε –λείπει– και πρέπει να πάψει να λείπει. Μια τέτοια απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με τα εργαλεία του παρελθόντος και της ρεφορμιστικής ηγεμονίας.
Είναι αρκετές οι φορές που οι συζητήσεις εντός της αριστεράς ή/και η στοχοθεσία που αυτή θέτει φαίνεται να είναι «εκτός του κλίματος». Μια τέτοια περίπτωση ίσως, φαινομενικά πάλι, μπορεί να είναι η συζήτηση για το σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, που αποφάσισε να ανοίξει το ΝΑΡ για τη Κομμουνιστική Απελευθέρωση μετά τις εργασίες του 4ου Συνεδρίου του. Σε μια χρονική στιγμή που η πολεμική μηχανή λαδώνει τα γρανάζια της στο Αιγαίο και ευρύτερα, που όλη η υφήλιος «σκανδαλολογεί», μια χούφτα τρελοί σε μια γωνιά του κόσμου επιλέγουν να επιχειρήσουν την επαναθεμελίωση του ονείρου του «βασιλείου της ελευθερίας» στον 21ο αιώνα. Μπανάλ, εκτός κλίματος, οχύρωση, φρούριο της καθαρότητας. Είναι όμως έτσι;
Ας μας επιτραπεί όχι απλά να διαφωνήσουμε με τους πιο πάνω χαρακτηρισμούς, αλλά πολύ περισσότερο να τους επιστρέψουμε ως έχουν. Μα αλήθεια πως μπορεί να υπάρξει μια αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή και σχέδιο σε αυτά και σε άλλα τόσα που προκύπτουν καθημερινά στην αντιπαράθεση της ταξικής πάλης το επόμενο διάστημα αν δεν επιχειρεί να εκπορεύεται και ταυτόχρονα να προσεγγίζει μια ανώτερη στρατηγική στοχοθεσία; Πως θα αναστοχαστεί ουσιαστικά η επαναστατική αριστερά τις μάχες του παρελθόντος, αν πρώτα δεν δει ότι αυτό που έλειπε –λείπει– και πρέπει να πάψει να λείπει είναι η ανώτερη συγκέντρωση δυνάμεων στη στρατηγική;
Κατά τη γνώμη μας, λοιπόν, αυτό που θεωρούμε ότι είναι το κλειδί που ανοίγει την πόρτα του μέλλοντος δεν είναι μια πρόταση που απλά θα φαίνεται ελκυστική και θα προσεγγίζει την έως τώρα συνείδηση του μαχόμενου λαού, αλλά που αντίστροφα εκκινώντας από την έως τώρα συνείδηση του μαχόμενου λαού θα φιλοδοξεί να την μετασχηματίσει προς τα εμπρός και να αυξήσει την απαιτητικότητα προς τα πάνω.
Αντί, λοιπόν, και εμείς να αναζητήσουμε το νέο «κόλπο» που ο λαός θα αναθέσει τις ελπίδες του, επιλέγουμε να δούμε πως θα ψηλώσει η απαιτητικότητα του δοκιμασμένου λαού και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αντί να αναζητήσουμε άλλο ένα νέο μέτωπο άμεσης σύγκρουσης σε αυτό που τώρα «καίει», μια νέα κυβέρνηση που θα τα κάνει καλύτερα από τους προηγούμενους, επιλέγουμε να αναζητήσουμε έναν δρόμο που άμεσα είναι λιγότερο ελκυστικός, αλλά περισσότερο ουσιαστικός για το ξαναζωντάνεμά μιας ελπίδας που δεν θα βρωμάει κουτσουρεμένες προσδοκίες και μισούς συμβιβασμούς, που σύντομα θα γίνουν ολόκληροι. Μια νέας κομμουνιστικής ελπίδας! Και μιας επανάστασης που δεν θα γίνεται vision των golden boys στα οβάλ τραπέζια των start up αλλά που, αντίθετα, θα γίνεται όραμα του φτωχοποιημένου λαού και δρόμος κατάργησης του καναβάτσου που τον έχουν ρίξει.
Ποια είναι όμως η κινητήριος δύναμη έναρξης μιας τέτοιας συζήτησης;
Πρώτα και κύρια η εμπειρία που αποκτήθηκε το προηγούμενο διάστημα από την κινηματική άνοιξη των αγώνων της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτό το οποίο αποτέλεσε το όριο της μάχης και οδήγησε να μετατρέψει τη μαχητική διεκδίκηση σε εκλογική προσμονή ήταν η απουσία μιας επαναστατικής πολιτικής για τη δικαίωση των άμεσων αιτημάτων του λαού. Η κατάργηση του υπάρχοντος εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος δεν μπήκε στην ημερήσια διάταξη της μάχης και επειδή, όπως στη ζωή έτσι και στη πολιτική, δεν υπάρχουν κενά που να μην καλύπτονται, η αλλαγή πορείας στις ζωές του εργαζόμενου κόσμου ταυτίστηκε με την αλλαγή της κυβέρνησης.
Συνεπώς η εκτίμησή μας για το πως οδηγηθήκαμε στη σημερινή κατάσταση δεν εδράζεται στην α ή τη β κίνηση που έγινε ή δεν έγινε –χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρξαν και ουσιαστικά τακτικά λάθη όλο το προηγούμενο διάστημα– αλλά πως η αιτία και η ανεπάρκεια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς εν συνόλω αλλά και πιο ειδικά και του ΝΑΡ ήταν βαθύτερες και ουσιαστικότερες. Υπήρξε, κοντολογίς, στρατηγική αδυναμία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να κάνει το βήμα παραπάνω, να ανακόψει την ηγεμονία του ρεφορμισμού και να επιδιώξει την ηγεμονία της επαναστατικής σύγχρονα κομμουνιστικής στρατηγικής. Εν τέλει η ρεφορμιστική στρατηγική ηττήθηκε, αλλά επιλέχθηκε από τον λαό, ενώ η επαναστατική απουσίαζε.
Δεύτερο, η αναγκαιότητα της κομμουνιστικής στρατηγικής απάντησης προκύπτει από τη σημερινή ανάπτυξη της ταξικής πάλης και πολύ περισσότερο από την πανθομολογούμενη αναγκαιότητα επανεμφάνισης του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο της πολιτικής διεκδίκησης.
Εκτίμησή μας είναι πως ματαιοπονεί όποιος φιλοδοξεί να συμβάλλει σε μια τέτοια επανεμφάνιση με τα εργαλεία του παρελθόντος, πολύ δε περισσότερο με τα εργαλεία που ιστορικά μόλις δοκιμάστηκαν και οδήγησαν στην ήττα. Γιατί δεν ηττήθηκε μόνο το ρεφορμιστικό πολιτικό περιεχόμενο αλλά και οι μορφές που το εξέφρασαν. Και εξηγούμαστε. Όσο ηττήθηκε το «ούτε ρήξη ούτε υποταγή» ως πολιτικό περιεχόμενο, άλλο τόσο ηττήθηκε η κυβέρνηση της αριστεράς ως μορφή. Η αυταπάτη, δηλαδή, πως στις σημερινές συνθήκες κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού μπορεί η «κατάληψη» της εκτελεστικής εξουσίας μέσα από τους θεσμούς του αστικού κράτους να επιφέρει ευρύτερους μετασχηματισμούς συνολικά στη διοίκηση του κράτους. Για να μην το πάμε πάρα πολύ μακριά, στις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, τον ρόλο της ΕΕ κλπ. Επί ποιας κυβέρνησης τη θητεία απελευθερώθηκαν οι χρυσαυγίτες εγκληματίες και φυλακίστηκαν η Ηριάννα και ο Περικλής; Όσοι ταυτίζουν την πολιτική εξουσία του λαού με την αστικοδημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση είναι καταδικασμένοι σε νέες ήττες και εκ νέου συντριβή ελπίδων και προσδοκιών.
Έχουμε καταρχάς, λοιπόν, βαθιά επίγνωση πως η αντιπαράθεση με τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις του κεφαλαίου είναι πολυεπίπεδη και πολυδαίδαλη και δεν έχουμε σκοπό να υποτιμήσουμε καμία πλευρά. Επειδή, όμως, ο κόσμος αυτός δεν κερδίζεται με προσευχές και ευχολόγια, προϋπόθεση να κερδηθεί είναι να μπει εντός του ορίζοντά μας η στρατηγική και αυτή να είναι που θα καθορίσει τις επί μέρους τακτικές μας επιλογές και όχι αντίστροφα.
Τέλος, σε αυτή τη προσπάθεια δεν φιλοδοξούμε να είμαστε μόνοι μας, αναζητούμε συνοδοιπόρους σε όλα τα επίπεδα. Τόσο στην προσπάθεια για ένα σύγχρονο πρόγραμμα και κόμμα της κομμουνιστική απελευθέρωσης, όσο στο βάθεμα και προς τα πάνω και προς τα κάτω του πόλου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, όσο και στην ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Οι προτάσεις διαλόγου και συσπείρωσης σε όλα αυτά τα επίπεδα και στο καθένα ξεχωριστά του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι στο τραπέζι και είναι διαρκώς ενεργές.