Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Σκηνικό για επιπλέον λιτότητα μέσα στο 2018
Σε όσο το δυνατόν πιο χαμηλούς τόνους προσπαθεί η κυβέρνηση να «περνάει» στην κοινωνία την υπόθεση της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς για την επόμενη αξιολόγηση, αφού τα πράγματα για μια ακόμη φορά οδηγούνται σε ένα «νέο γύρο» αντιλαϊκών μέτρων και επίσπευσης της προσυμφωνημένης λιτότητας.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος διέψευσε –χλιαρά– σενάρια που θέλουν τη μείωση του αφορολόγητου που θα επιφέρει επιβαρύνσεις πάνω από 1500 ευρώ τον χρόνο στον μέσο μισθωτό και συνταξιούχο. Όπως είπε, «δεν υπάρχει ζήτημα λήψης νέων μέτρων το 2018. Αυτά τα ερωτήματα έχουν διευθετηθεί με το κλείσιμο της β΄ αξιολόγησης», ενώ για την περίφημη «καθαρή έξοδο» ισχυρίστηκε πως «είναι γνωστό ότι θα υπάρχουν διαπραγματεύσεις, καθώς πορευόμαστε για τον Αύγουστο του 2018 για το τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η παρακολούθηση των δημοσίων οικονομικών το επόμενο διάστημα».
Την ίδια στιγμή, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, μιλώντας στη Βουλή, φρόντισε να ξεκαθαρίσει το γενικό πλαίσιο. Είπε ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί την προληπτική γραμμή στήριξης. Αντίθετα, ένα πλαίσιο δεσμεύσεων που θα υιοθετήσει η ίδια η κυβέρνηση. «Οι δεσμεύσεις που έχουμε είναι δικής μας ιδιοκτησίας», ανέφερε χαρακτηριστικά. Μάλιστα σημείωσε ότι εγγύηση για τη δανειοληπτική ικανότητα θα είναι το αποθεματικό των 4,5 δις που έχει συγκεντρωθεί λόγω των πλεονασματικών προϋπολογισμών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Γ. Δραγασάκης ήταν σαφής: «Η έξοδος από το μνημόνιο δεν συνεπάγεται το τέλος των υποχρεώσεών μας αλλά είναι ένα βήμα για να σταθούμε γερά στα πόδια μας», ενώ «απόλυτη προτεραιότητα της κυβέρνησης [είναι] η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων».
Στο επίπεδο των δανειστών παραμένει η γνωστή διαφοροποίηση των προσεγγίσεων μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το ταμείο ζητά τη λήψη άμεσων δημοσιονομικών μέτρων, όπως μείωση του αφορολόγητου από το 2019 και τον περιορισμό άλλων δημοσιονομικών δαπανών που είχαν συμφωνηθεί. Βάση για το σκεπτικό του η αμφιβολία για την επίτευξη πλεονάσματος της τάξης του 3,5%. Η κυβέρνηση αντιτίθεται στο σκεπτικό, υποστηρίζοντας ότι είναι εφικτός ο συγκεκριμένος στόχος. Το ΔΝΤ ζητά περαιτέρω εγγυήσεις για τη μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, κάτι που σημαίνει νέες μειώσεις στις αποδοχές των συνταξιούχων. Παρόλα αυτά θέτει επί τάπητος το θέμα της διαπραγμάτευσης για το χρέος θέση με την οποία συμφωνούν οι κυβερνώντες. Από την άλλη πλευρά, η Κομισιόν δείχνει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη διαχειριστική ικανότητα της κυβέρνησης και δίνει έμφαση στα θέματα των αποκρατικοποιήσεων και των μέτρων προσέλκυσης επενδύσεων, δηλαδή περιορισμό του εργασιακού, φορολογικού κόστους και μεγαλύτερη …άνεση σε θεσμικά ζητήματα για τους επενδυτές. Με αυτές τι προϋποθέσεις η Κομισιόν προβλέπει αναπτυξιακούς ρυθμούς της τάξης του 2,5% για την επόμενη διετία.
Με αυτά ως δεδομένα και με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, η υπόθεση της διαπραγμάτευσης για το χρέος φαίνεται ότι απομακρύνεται χρονικά — μετατιθέμενη τον Ιούνιο ίσως και σε μία ακόμη αόριστη διατύπωση στο κλείσιμο της επόμενης αξιολόγησης. Κομβικές ημερομηνίες είναι η Εαρινή Σύνοδος του ΔΝΤ στις 22 Απριλίου και το Eurogroup που θα συνεδριάσει στις 21 Ιουνίου στο Λουξεμβούργο. Έως τότε θα έχουν εκδοθεί οι 3 εκθέσεις που θα περιλαμβάνουν τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, της Κομισιόν και του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα. Πάντως, ως όροι λειτουργίας μέσω ελάφρυνσης θεωρούνται η τήρηση των συμφωνηθέντων και η σύνδεση του χρέους με το ΑΕΠ της Ελλάδας ώστε να μην διατίθεται για την αποπληρωμή ποσοστό μικρότερο του 15%. Θυμίζουμε ότι ως μεσοπρόθεσμη περίοδος για το χρέος θεωρούνται τα επόμενα 12 χρόνια, έως το 2030.