Αναλύσεις και πολιτικές δηλώσεις που έγιναν, τόσο από τον χώρο της ΛΑΕ όσο και από άλλες οργανώσεις και κινήσεις του «αντιμνημονιακού χώρου», με αναφορά και στην Αριστερά, αφήνοντας –έστω και έμμεσα– ανοιχτό το ζήτημα «φιλικής αντιμετώπισης» του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης προκάλεσαν σοβαρή ζημιά. Ειδικά με το ΕΠΑΜ, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συνεργασίας.
Συνέντευξη στον Γιώργο Παυλόπουλο
Βλέπεις να καταγράφεται μια (ακρο)δεξιά στροφή στην κοινωνία και την πολιτική σκηνή μετά και τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία;
Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, αλλά η «ζημιά» δεν έχει ακόμα συντελεστεί. Γι’ αυτό ήταν σημαντική η κοινή παρέμβαση οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Έδειξε το πρόβλημα και τον κίνδυνο, επιχείρησε να χαράξει διαχωριστική γραμμή απέναντι σε όσους συμφιλιώνονται με τον εθνικισμό, προειδοποιώντας ότι έτσι ανοίγει ο δρόμος στην ακροδεξιά, αλλά η μάχη έχει ακόμα πολύ δρόμο. Θα κριθεί από την επιμονή στην αντιιμπεριαλιστική και αντικυβερνητική αιχμή στην πολιτική μας, σε συνδυασμό με την πάλη ενάντια σε ακροδεξιά και φασίστες. Και με την πεποίθηση ότι, τελικά, ο χαρακτήρας της περιόδου θα κριθεί στο «κοινωνικό ζήτημα».
Ο εθνικισμός είναι τεχνητό κατασκεύασμα ή πατάει σε υπαρκτές αντιθέσεις και βαθιά ριζωμένες παραδόσεις;
Ισχύουν και τα δύο. Ο εθνικισμός είναι τεχνητό κατασκεύασμα, προϊόν της παρέμβασης των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, τόσο κατά τη διαδικασία «γένεσης» των σύγχρονων αστικών κρατών όσο και ως βασικό συστατικό της εμπέδωσης της ηγεμονίας της αστικής τάξης. Όμως, επειδή η δράση αυτών των μηχανισμών είναι μακρόχρονη, δημιουργεί αντιλήψεις και παραδόσεις που μοιάζουν προαιώνιες κι αυθόρμητες, ενώ δεν είναι.
Το πρόβλημα είναι ότι η σύγχρονη Αριστερά έχει αντιμετωπίσει «χαλαρά» αυτό το κρίσιμο θέμα. Θυμίζω την παρουσία Κύρκου στο πρώτο συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, το 1992, αλλά και τη δήλωση Φλωράκη, το 1988, ότι «για το ΚΚΕ δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα». Αυτή η ιδεολογική χαλαρότητα πληρώνεται ακριβά στο πεδίο της πολιτικής. Δείτε τις δηλώσεις Κουτσούμπα μετά την τελευταία συνάντησή του με τον Τσίπρα…
Γιατί άνοιξε το θέμα τώρα ο Τσίπρας; Για να αλλάξει την ατζέντα ή επειδή του το επέβαλαν οι Αμερικανοί;
Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές, ΝΑΤΟ και ΕΕ, τρέχουν ένα σημαντικό και συνολικό σχέδιο στα Βαλκάνια, με ορίζοντα μια νέα «σταθερότητα» στο τέλος του καλοκαιριού του 2018. Η ντόπια κυρίαρχη τάξη εντάσσεται σε αυτό το σχέδιο αυτόβουλα, όχι ως υποτελής, εκτιμώντας ότι θα είναι η κυρίως ωφελημένη στην περιοχή. Αυτόν τον σχεδιασμό προσπαθεί να υλοποιήσει ο Τσίπρας, επιδιώκοντας να καταγράψει «εθνική επιτυχία» και να στριμώξει τη ΝΔ, μετακινούμενος προς τα δεξιά με μεγαλύτερη ταχύτητα.
Η ΔΕΑ διαχωρίστηκε από τον «αριστερό εθνικισμό-πατριωτισμό» με την κοινή δήλωση. Βλέπεις κάποια συνέχεια ή ήταν μια ad hoc σύμπραξη;
Δεν είμαστε καινούργιοι στην αντιπαράθεση με τον «αριστερό εθνικισμό-πατριωτισμό», αν και δεν τον ταυτίσαμε ποτέ με τον ακροδεξιό ή και τον δεξιό εθνικισμό. Η παρέμβαση πρέπει να έχει συνέχεια. Γιατί το θέμα είναι μεγάλο και θα έχει κεντρική πολιτική σημασία. Αυτή είναι η ειλικρινής πρόθεση και διάθεσή μας και θεωρούμε ότι η ενότητα δράσης που επιτεύχθηκε καταρχήν πρέπει και μπορεί να διευρυνθεί. Ίσως, πριν την επόμενη κεντρική αναμέτρηση, θα έπρεπε τώρα να δούμε κοινές εκδηλώσεις-συζητήσεις, που θα μπορούσαν να οικοδομούν τους όρους.
Η ΛΑΕ δεν υπέγραψε τη δήλωση, ενώ δεν έλειψαν και προσεγγίσεις που έβρισκαν θετικά στοιχεία στο συλλαλητήριο…
Κάποιες αναλύσεις και κυρίως πολιτικές δηλώσεις που –έστω και έμμεσα- άφηναν ανοιχτό το ζήτημα μιας «φιλικής αντιμετώπισης» του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης έκαναν σοβαρή ζημιά. Θεωρούμε θετικό ότι το λάθος δεν επαναλήφθηκε ενόψει Αθήνας, παρόλο που η συμμετοχή του Μ. Θεοδωράκη δημιουργούσε μεγαλύτερους «πειρασμούς». Μας ικανοποίησε η συμμετοχή της ΛΑΕ στη δύσκολη διαδήλωση του Σαββάτου, ανεξάρτητα από τη δική μας απόφαση και στάση. Έτσι πρέπει να συνεχίσουμε: με επιμονή, αποφασιστικότητα, υπευθυνότητα και συντροφικότητα, αν θέλουμε να αντιπαρατεθούμε με τον πραγματικό αντίπαλο, που είναι το καθεστώς και όχι οι «ποικιλίες» εντός της Αριστεράς.
Οργανώσεις και κινήσεις του «αντιμνημονιακού χώρου», ακόμη και με αναφορά στην Αριστερά (Πλεύση, ΕΠΑΜ, ΚΟΕ), κάλεσαν στα συλλαλητήρια. Υπάρχει περιθώριο συνεργασίας;
Με το ΕΠΑΜ η απάντησή μας είναι από καιρό όχι, και αυτό αφορά τη γενικότερη φυσιογνωμία του, που τη θεωρούμε εχθρική προς την Αριστερά. Σε σχέση με τις άλλες δύο, η στάση τους οδηγεί επίσης σε αρνητική απάντηση. Όμως η ιστορία τους και η σχέση τους με τον κόσμο μας δεν μπορεί να παρομοιαστεί με του ΕΠΑΜ. Νομίζω ότι έκαναν σοβαρό λάθος.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά μπορεί να προβάλει ένα πολιτικό πρόγραμμα-μαγιά για το «αφήγημα» που θα δώσει ελπίδα και προοπτική στον κόσμο της εργασίας και τη νεολαία;
Είναι απολύτως αναγκαίο, αλλά και εφικτό. Οι αγώνες έχουν αναδείξει σπουδαία αιτήματα που θα μπορούσαν να είναι η βάση ενός κοινού πολιτικού, μεταβατικού, προγράμματος. Στην τρέχουσα συγκυρία ξεχωρίζει το μέτωπο των πλειστηριασμών, των ιδιωτικοποιήσεων και η ανάγκη για κοινές πρωτοβουλίες στον εργατικό χώρο και στη νεολαία. Η ένταξη αυτών των μεταβατικών στόχων σε ένα «αφήγημα» ελπίδας και προοπτικής είναι εξίσου σπουδαία υπόθεση, που αφορά κυρίως τα διακριτά πολιτικά ρεύματα της οργανωμένης Αριστεράς. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει να διεκδικήσει την ανατροπή των μνημονίων και της βάρβαρης λιτότητας, εντάσσοντας αυτήν τη μάχη στη στρατηγική της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης.
Τι ρόλο παίζουν οι γενικότερες πολιτικές και ειδικότερα εκλογικές συμμαχίες;
Είναι απαραίτητες, αν θέλουμε να προωθηθούν τα παραπάνω μέτωπα, να επιδιώξουμε νίκες στον τρέχοντα πολιτικό χρόνο και όχι στο απροσδιόριστο μέλλον. Το κρίσιμο ζήτημα σήμερα είναι το προς τα πού θα κατευθυνθεί η εργατική/λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή απέναντι στην πολιτική του Τσίπρα. Η απάντηση δεν είναι προδιαγεγραμμένη και μονοδιάστατη. Ενέχει δε εκδοχές καθόλου ευχάριστες, ειδικά αν εμπεδωθεί κλίμα αποδοχής της ήττας.
Ένας «πόλος» πολιτικής πρωτοβουλίας μεταξύ των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ μοιάζει αναντικατάστατη προϋπόθεση για μια ανατρεπτική παρέμβαση. Πρέπει να δοκιμαστεί στην πράξη, στο κίνημα και την πολιτική πάλη. Αν όλα πάνε καλά, θα έπρεπε να τολμήσουμε και την εκλογική συνεργασία, με αυτοτέλεια και διακριτότητα κάθε «μετώπου». Το φοβούνται οι κοινοί μας αντίπαλοι και αυτό κάνει την προοπτική πιο δελεαστική… Γνωρίζοντας τις δυσκολίες και τα προβλήματα, εμείς προς αυτήν την κατεύθυνση εργαζόμαστε, συστηματικά και ειλικρινά.