Γιώργος Παυλόπουλος
- Η αύξηση της αποχής από το 16% στο 28% καταδεικνύει την κρίση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, χωρίς όμως αισιόδοξα μηνύματα. Για την ώρα.
Το ακροδεξιό ΕΛΑΜ, αδελφό κόμμα της Χρυσής Αυγής, αναδείχθηκε τέταρτο, με 5,6%. Όμως, ο Αναστασιάδης δεν δίστασε να απαντήσει εγγράφως στα ερωτήματα που του έθεσε, με την ελπίδα να πάρει τις ψήφους του σήμερ
Κανένα θετικό ή αισιόδοξο μήνυμα δεν έστειλαν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των κυπριακών προεδρικών εκλογών, που διεξήχθησαν την περασμένη Κυριακή. Ο σημερινός δεύτερος γύρος, άλλωστε, αποτελεί ουσιαστικά επανάληψη του αντίστοιχου του 2013, καθώς αναμετρώνται εκ νέου ο απερχόμενος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης και οι υποψήφιος του ΑΚΕΛ, Σταύρος Μαλάς. Μοναδική διαφορά είναι ότι η απόσταση που τους χωρίζει είναι πολύ πιο μικρή σε σύγκριση με την αντίστοιχη πριν μία πενταετία, όταν έφτανε σχεδόν τις 20 ποσοστιαίες μονάδες: Καθώς ο Αναστασιάδης έχασε 10 (από το 45,5% βρέθηκε στο 35,5%) και ο Μαλάς κέρδισε 3,5 (από το 26,9% στο 30,3%), η μεταξύ τους διαφορά βρίσκεται πλέον μόλις στο 5%. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά και ο δεύτερος διατηρεί βάσιμες ελπίδες να πάρει τη ρεβάνς από τον πρώτο.
Το γεγονός, όμως, ότι οι μονομάχοι είναι οι ίδιοι δεν αποτελεί τη μοναδική ομοιότητα με τις εκλογές του 2013. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αμφότεροι πρεσβεύουν παραπλήσιες –αν όχι πανομοιότυπες– θέσεις στο «εθνικό ζήτημα», το Κυπριακό, ενώ την ίδια στιγμή αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και στο «κοινωνικό ζήτημα», όπως απέδειξε με την ανταπόκρισή του στο προηγούμενο φύλλο του Πριν ο Γιάννης Σωκράτους. Εξάλλου, όπως θα θυμούνται οι περισσότεροι, η βόμβα της κρίσης «έσκασε» το 2012 στα χέρια του τότε προέδρου και ηγέτη του ΑΚΕΛ, Δημήτρη Χριστόφια, ο οποίος ήταν ουσιαστικά αυτός που έβαλε τη χώρα στον δρόμο των μνημονίων — τον οποίο ακολούθησε πιστά και χωρίς παρεκκλίσεις ο διάδοχός του Αναστασιάδης.
Αυτή ακριβώς η ομοιότητα φαίνεται, μάλιστα, πως ήταν και ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες που οδήγησαν στην πολύ μεγάλη αύξηση της αποχής, η οποία εκτινάχθηκε από το 16% στο 28%, αναδεικνύοντας τη φθορά του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος της Κύπρου και των εκφραστών του. Το πλήγμα ήταν ασφαλώς πολύ μεγαλύτερο για τον Αναστασιάδη και το δεξιό ΔΗΣΥ, καθώς χάθηκε σχεδόν ο ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους. Αντιθέτως, ο Μαλάς και το ΑΚΕΛ κατάφεραν απλώς να διατηρήσουν σταθερές τις ψήφους τους, δίνοντας στο πρόγραμμά τους και έναν τόνο κοινωνικής δικαιοσύνης και παροχών (για τα μάτια του κόσμου…), με αποτέλεσμα η μείωση της προσέλευσης να τους χαρίσει σημαντικά υψηλότερο ποσοστό.
Όσο για τον τρίτο της παρέας, τον Νικόλα Παπαδόπουλο –ηγέτη του ΔΗΚΟ και γιο του πρώην προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε ηγηθεί της απόρριψης του «Σχεδίου Ανάν» στο δημοψήφισμα του 2004– υπέστη σοβαρή ήττα, καθώς παρά τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει και τη στήριξη που του παρείχαν η σοσιαλιστική ΕΔΕΚ και τουλάχιστον άλλα δύο μικρότερα κόμματα (Αλληλεγγύη και Οικολόγοι), έμεινε καθαρά εκτός του δεύτερου γύρου, συγκεντρώνοντας ποσοστό 25,7%. Γι’ αυτό το αποτέλεσμα φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο η επιλογή του να θέσει στην προμετωπίδα του το Κυπριακό και την αντιπαράθεση με την Τουρκία, ειδικά στα ενεργειακά, προβάλλοντας τη διαφορετική και πιο «σκληρή» θέση του σε σύγκριση με τους άλλους δύο.
Μόνο που οι Κύπριοι ψηφοφόροι φαίνεται πως σε αυτή την αναμέτρηση προσήλθαν (ή δεν προσήλθαν) στις κάλπες έχοντας διαφορετικές προτεραιότητες: Την κοινωνική κρίση που έχουν προκαλέσει οι πολιτικές της ΕΕ, του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών τους, παρά το γεγονός ότι η χώρα παρουσιάζεται ως ένα από τα «success stories» από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και τη Φρανκφούρτη.
Το ανησυχητικό, ωστόσο, είναι ότι η απογοήτευση που περιγράψαμε παραπάνω εκφράστηκε, εκτός φυσικά από την αποχή, και με τη σημαντική ενίσχυση του ακροδεξιού ΕΛΑΜ (Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο), το οποίο βρέθηκε στην τέταρτη θέση με 5,6%. Πρόκειται για το αδελφό κόμμα της Χρυσής Αυγής στην Κύπρο, που είδε τον υποψήφιό του να συγκεντρώνει πενταπλάσιο ποσοστό σε σύγκριση με τον προκάτοχό του το 2013, αλλά και να είναι σημαντικά αυξημένο έναντι των βουλευτικών εκλογών του 2016 (3,7%).
Το σκηνικό επαναλαμβάνεται και ούτε ο Αναστασιάδης ούτε ο Μαλάς μπορούν να το αλλάξουν.