ΑΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ
«Η Carillion καταστρέφει τη φήμη του καπιταλισμού», έγραφε στον πρωτοσέλιδο τίτλο της η σκανδαλοθηρική εφημερίδα Sun του Ρούμπερτ Μέρντοχ, αμέσως μετά την κατάρρευση της κατασκευαστικής εταιρείας Carillion. Η πραγματικότητα, βέβαια, ήταν ότι είχαμε να δούμε με τόση καθαρότητα το πραγματικό πρόσωπο του καπιταλισμού από την εποχή της κατάρρευσης της Lehman Brothers και παλαιότερα της Enron. Με περισσότερους από 43.000 υπαλλήλους, εντός και εκτός Βρετανίας, που κινδυνεύουν να βρεθούν στην ανεργία και περισσότερα από 450 ενεργά συμβόλαια για την κατασκευή νοσοκομείων, σχολείων, σιδηροδρομικών δικτύων και άλλων έργων υποδομής που μένουν ημιτελή, η κατάρρευση της Carillion σηματοδοτεί την ολοκληρωτική αποτυχία των θατσερικών ιδιωτικοποιήσεων. Παράλληλα, όμως, δείχνει και τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τους εργαζόμενους και το δημόσιο συμφέρον από τις συμπράξεις ιδιωτικού και δημοσίου τομέα (ΣΔΙΤ), που εφάρμοζαν σαν πανάκεια όλες οι κυβερνήσεις Εργατικών και Συντηρητικών.
Το βρετανικό κράτος καλείται τώρα να πληρώσει για δεύτερη φορά τον λογαριασμό για να σώσει χιλιάδες θέσεις εργασίας και συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων, εάν δεν θέλει να δει την ολοκληρωτική κατάρρευση βασικών λειτουργειών του δημοσίου – από τα σχολικά γεύματα μέχρι τη λειτουργεία μεγάλων νοσοκομειακών μονάδων. Η κατάρρευση της Carillion όμως, η οποία είχε συμβόλαια ενός δισεκατομμυρίου στερλινών με τοπικούς υπεργολάβους, απειλεί και ολόκληρες κοινότητες σε κάθε γωνία της Μεγάλης Βρετανίας. Οι εξελίξεις πυροδοτούν φαινόμενα ντόμινο για συνεργαζόμενες εταιρείες, που είδαν τις μετοχές τους να καταποντίζονται σε μια ημέρα. Η πραγματική εικόνα της κρίσης όμως αποτυπώθηκε στα πρόσωπα των εργατών που βρήκαν τις πόρτες των εργοταξίων κλειστές και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Το μόνο που δεν απειλήθηκε ήταν τα μπόνους εκατοντάδων χιλιάδων λιρών των στελεχών της εταιρείας, που ευθύνονται για την κατάρρευση.
O Τζέρεμι Κόρμπιν έχει απόλυτο δίκιο, όταν κάνει λόγο για «κομβικό σημείο» για το μέλλον της βρετανικής οικονομίας και ζητά άμεση εθνικοποίηση του συνόλου των λειτουργιών της Carillion. Ωστόσο, η υπόθεση ξεπερνά τα όρια μιας αποτυχημένης επιχείρησης –όσο μεγάλη και αν είναι αυτή– και επεκτείνεται στο συνολικό μοντέλο αεριτζίδικης λειτουργίας των μεγαλύτερων καπιταλιστικών οικονομιών του πλανήτη. Η περίπτωση της Carillion αναδεικνύει τη βαθιά σήψη ενός τεράστιου μηχανισμού, που ξεκινά από τον ιδιωτικό τομέα και φτάνει μέχρι τον αριθμό δέκα της Ντάουνινγκ Στριτ. Οι ευθύνες ξεκινούν από τις ελεγκτικές εταιρείες, όπως η KPMG, που έδιναν πιστοποιητικά βιωσιμότητας και φτάνουν μέχρι τους υπουργούς που ενέκριναν την κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου υψηλής ταχύτητας, αξίας 1,2 δισεκατομμυρίου λιρών, ενώ γνώριζαν την άθλια οικονομική κατάσταση της Carillion. Η βρετανική οικονομία λειτουργούσε με όρους που θυμίζουν τις δραστηριότητες της μαφίας. Δηλαδή με όρους γνήσιου, ανόθευτου, καπιταλισμού.