Έφυγε από τη ζωή το προπερασμένο Σάββατο ο τραγουδοποιός και σατιρικός καλλιτέχνης Τζίμης Πανούσης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ταλαιπωρούνταν συχνά από προβλήματα υγείας.
Μιχάλης Παπαμακάριος
Ο «Τζιμάκος», όπως χαϊδευτικά αυτοαποκαλούνταν, ήταν όντως μια ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη. Σατιρικός, με μια σχεδόν αριστοφανική διάσταση, μουσικός, στιχουργός, ραδιοφωνικός παραγωγός και ηθοποιός, έδρασε σε ένα μεγάλο εύρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας αφήνοντας σχεδόν πάντα το αποτύπωμα του. Αν και κυρίως σε πολύ κόσμο έγινε γνωστός και αγαπητός ως σατιρικός δημιουργός, αποτέλεσε δε στην ουσία έναν από τους πρώτους stand up κωμικούς της ελληνικής σκηνής, έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην ανάπτυξη του εγχώριου ροκ με τις Μουσικές Ταξιαρχίες αλλά και συνολικά στο σύγχρονο Ελληνικό τραγούδι. Πειραματίστηκε, τόσο με τις Μουσικές Ταξιαρχίες όσο και στη μετέπειτα σόλο πορεία του, πάνω στη σύνθεση της ροκ αισθητικής με την Ελληνική μουσική.
Πάντα καυστικός, αιχμηρός και εύστοχος, άσκουσε με το έργο του και τη σκηνική του παρουσία μια αδιάκοπη κριτική στον κομφορμισμό, στον μικροαστισμό (ενίοτε και της εργατικής τάξης), συνολικά ενάντια στους «σιωπηλούς πλειοψηφούντες». Καταπιάστηκε με το θέμα των πυρηνικών (Το Παιδί του Σωλήνα), των ερωτικών σχέσεων (Ερωτικό, Vivere pericolosamente ), της ομοφυλοφιλίας (Ένα τραγούδι για το χειμώνα) σε μια περίοδο μάλιστα που το ζήτημα αυτό αποτελούσε ένα μεγάλο ταμπού για την Ελληνική κοινωνία, τραγούδησε για το καθημερινό κοινωνικό και πολιτιστικό πόλεμο (Ναγκασάκι, Ανακωχή), ξεφτίλισε στην αρχή του το ευρωπαϊκό όραμα της ΕΟΚ (Αχ Ευρώπη), τα έβαλε με την μουσική και καλλιτεχνική πραγματικότητα του ανερχόμενου νεοπλουτισμού (10000 watt, Σαν το Σαμουήλ στο κούγκι) τους δήθεν κουλτουριάρηδες (Φασμπίντερ και ξερό ψωμί), τα ΜΜΕ (Χημεία και τέρατα). Είπε βέβαια και πολύ ανθρώπινα τραγούδια, δείγματα σπάνιας ευαισθησίας, όπως π.χ. το «Είμαι γυφτάκι» ή το «Ο λάκκος με τα αστεία». Είχε βαθιά εκτίμηση στους δημιουργούς του Ελληνικού λαϊκού πολιτισμού (Αναφορά). Συνέλαβε δε την υποκρισία και το ψεύδος της «ισχυρής Ελλάδας» της δεκαετίας του 90 με το «Νεοέλληνας» του 1993 και το «Φάτε τους».
‘Άφησε το στίγμα του στο ραδιόφωνο με Το Δούρειο ήχο, μια εκπομπή «σχεδόν ελεύθερης ραδιοφωνίας», όπως έλεγε. Η ατάκα του «αγαπημένε μου ακροατή χρησιμοποίησε το on/off του ραδιοφώνου σου όσο ακόμα αυτό επιτρέπεται» πρόβαλε την έντονα αναπτυσσόμενη ισχύ των media. Βέβαια, εκεί που άφησε εποχή ήταν οι ζωντανές του εμφανίσεις με τις διάφορες εμπνεύσεις του και τις φοβερές του συλλήψεις της διεθνούς κατάστασης (Στη νέα τάξη πραγμάτων τα πράγματα είμαστε εμείς) αλλά και με τα χοντροκομμένα και αρκετές φορές σεξιστικά αστεία του..
Στην αριστερά τα έχωνε, ήταν μια αναρχική ψυχή. Ειδικά με τη ΚΝΕ και το ΚΚΕ είχε μεγάλο θέμα. Πέρα όμως από τις υπερβολές του, όπως με τη «Katyusha», έκανε μια κριτική που πάταγε πάνω στη διαχειριστική, συμβιβαστική, ξεπερασμένη και τελικά ενσωματώσιμη εκδοχή της αριστεράς. Από την άλλη μεριά, στο δίσκο Obi-οbi-bi, του 2013 έκανε μια συγκινητική εκτέλεση του «Ο Μπελογιάννης ζει». Η κριτική του, δηλαδή, περισσότερο γεννιόνταν από απογοήτευση παρά από κακεντρέχεια και αντικομουνισμό. Για το σύγχρονο ΚΚΕ πάντα έλεγε ότι κρατάει το brand name ενός ενδόξου παρελθόντος, ενώ είχε σε μεγάλη εκτίμηση το ΕΑΜ.
Σε κάθε περίπτωση, υπήρξε ένας δημιουργός γέννημα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας που αν και αρχικά, λόγω αισθητικών καταβολών, παρέμεινε στο πλάι του τότε ανερχόμενου πολιτικού τραγουδιού, δημιούργησε ένα τελείως δικό του κοινωνικό – πολιτικό τραγούδι, καθρέφτη της νεότερης Ελλάδας.