ΕΦΗ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ
Η χρήση τριών πινακίδων σε ένα ξεχασμένο δρόμο στο Μιζούρι των ΗΠΑ γίνεται η αρχή μιας απροσδόκητης αλυσιδωτής αντίδρασης, όπου οι ενοχές και τα απωθημένα βγαίνουν στην επιφάνεια.
Μια ταινία με ομολογουμένως πεζό τίτλο φαίνεται να κερδίζει κριτικούς και βραβεία στα φεστιβάλ όλου του κόσμου, δίνοντας μια βιτριολική παρουσίαση της κατάστασης στην αμερικάνικη επαρχία του Νότου, σε συνδυασμό με ένα σερί οσκαρικών ερμηνειών. Μαύρη κωμωδία ή δυστοπικό δράμα, όπως και να τη χαρακτηρίσει κανείς, είναι σίγουρα μια ιστορία εξιλέωσης και κάθαρσης.
Έπειτα από την κυριαρχία της στις Χρυσές Σφαίρες –κέρδισε σε τέσσερις κύριες κατηγορίες– η ταινία επικράτησε και στα βραβεία του Σωματείου Αμερικανών Ηθοποιών, ενώ έλαβε επτά υποψηφιότητες για βραβείο Οσκαρ: καλύτερης ταινίας, Α’ Γυναικείου Ρόλου (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ), Β’ Ανδρικού Ρόλου (Σαμ Ρόκγουελ και Γούντι Χάρελσον), σεναρίου, πρωτότυπης μουσικής και μοντάζ.
Δημιουργός της ταινίας είναι ο σημαντικός Ιρλανδός πολυβραβευμένος θεατρικός συγγραφέας («Ο πουπουλένιος») και βραβευμένος με Όσκαρ μικρού μήκους σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Μάρτιν ΜακΝτόνα.
Η Μίλντρεντ Χέιζ, μην μπορώντας να σταθεί αμέτοχη απέναντι στη βάρβαρη δολοφονία της κόρης της πριν επτά μήνες και την επακόλουθη αδράνεια της αστυνομίας, καταφεύγει στην πρωτότυπη λύση του να θέσει ένα δημόσιο «κατηγορώ», μισθώνοντας τρεις πινακίδες σε έναν εγκαταλελειμμένο επαρχιακό δρόμο. Η στοχοποίηση του διοικητή της τοπικής αστυνομίας ως τον κύριο υπεύθυνο στο μήνυμα των πινακίδων, έρχεται να ταράξει τους πολίτες και να προσδιορίσει εκ νέου το σύστημα αρχών της αμερικάνικης κοινωνίας.
Η Μίλντρεντ (Φράνσις Μακντόρμαντ) λειτουργεί με βάση το προσωπικό της σύστημα αξιών, που ορίζεται από έναν καταπιεστικό πρώην σύζυγο, μια δυσλειτουργική οικογένεια και κεντρική συνιστώσα τον βιασμό της κόρης της. Αυτό είναι που της δημιουργεί λόγο ύπαρξης, αφού δρα προκειμένου να αποκαταστήσει τη μνήμη της και περισσότερο να αποφύγει τις τύψεις που την τιμώρησε εκείνο το βράδυ και γύρισε σπίτι με τα πόδια. Οι τρεις πινακίδες είναι η αντικειμενοποίηση αυτού του άγχους, αφού η Μίλντρεντ βάζει λουλούδια κάτω από τις πινακίδες και τις φροντίζει σαν να πήγαινε στο μνήμα της κόρης της. Σε αντίστιξη αυτής της τραγικής ζωής, βρίσκεται ο σερίφης Γουίλουμπι (Γούντι Χάρελσον) με την τέλεια οικογένεια, που κρατά μια κάποια στάση αρχών, αν και ενσωματωμένος στο πρότυπο του αστυνομικού. Και αυτός όχι για πολύ, γιατί η κατάσταση με τον καρκίνο του χειροτερεύει επικίνδυνα. Τον ρόλο του στην εξέλιξη της πλοκής διαδέχεται ο ρατσιστής και κοινωνικά απροσάρμοστος βοηθός του Ντίξον (Σαμ Ρόκγουελ), που συμπυκνώνει το σύνολο των αντιδραστικών χαρακτηριστικών με τα οποία είναι επιφορτισμένη η Αμερική στο σήμερα. Ο ομοφοβικός, βίαιος, βασανιστής των μειονοτήτων που καταχράται τη θέση του, ενώ ταυτόχρονα μένει με τη μητέρα του, δεν απέχει πολύ από έναν alt-right υποστηρικτή του Ντόναλντ Τραμπ.
Είναι, επίσης, ενδιαφέρουσα η χρήση του χρόνου μέσα στην ταινία, που λειτουργεί επικουρικά στα παραπάνω. Στοιχεία της ταινίας αρκούν για να την κατατάξουν χρονολογικά τόσο στο παρόν όσο και μια δεκαπενταετία πίσω. Ενώ ο θεατής βιώνει στο παρόν μια εποχή δυνατοτήτων και τεχνολογικής προόδου, παρακολουθεί την πλοκή να εκτυλίσσεται σε μια κωμόπολη που μυρίζει ναφθαλίνη. Ήθη βγαλμένα από το παρελθόν καθορίζουν το σήμερα, με τους ήρωες να μην έχουν ίχνος μιας πιο χειραφετητικής ριζοσπαστικοποίησης, παρόλο που η Μίλντρεντ καταλήγει να πετάει μολότοφ στο αστυνομικό τμήμα. Στο σύνολό τους κινητοποιούνται από οργή, είτε είναι αποτέλεσμα καταπίεσης είτε απογοήτευσης, επιβεβαιώνοντας τη μεγάλη εικόνα. Ίσως ο σερίφης να ξεφεύγει από αυτό το κλειστό σύστημα, διακηρύσσοντας αγάπη ακόμα και μεταθανάτια, αλλά και αυτός όντας ήδη παραδομένος εντός του συστήματος. Η ταινία είναι, εντέλει, ένα υπερρεαλιστικό πορτρέτο της Αμερικής και δεν το κρύβει.