Βασικό εργαλείο των επεμβάσεων και των ανταγωνισμών σε όλο τον κόσμο είναι η χρήση εθνικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών μειονοτήτων, για την εξυπηρέτηση
των συμφερόντων των μεγάλων ή μικρότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και όχι βέβαια για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους. Πως απαντά η Αριστερά;
ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΡΚΟΥ
Η νέα προσπάθεια «συμβιβασμού για το όνομα» μεταξύ Ελλάδας και πρώην ΓΔ της Μακεδονίας δεν εντάσσεται σε μια ανεξάρτητη φιλειρηνική εξωτερική πολιτική των δυο κρατών, αλλά σε μια πολιτική ένταξης της γειτονικής χώρας στον επιθετικό, φιλοπόλεμο στρατιωτικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ και γενικότερα, περιφρούρησης των Βαλκανίων, ειδικά των Δυτικών, από την ανταγωνίστρια Ρωσία. Σχετίζεται άμεσα με τις άοκνες προσπάθειες των πολυεθνικών ομίλων και κάθε αστικού κράτους, μικρού ή μεγάλου, για οικονομική επέκταση, στις συνθήκες της συνεχιζόμενης ιστορικής, δομικής κρίσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Τα Βαλκάνια, μετά από χρόνια σχετικής ηρεμίας, αναδεικνύονται και πάλι σε πεδίο διασταύρωσης των ανταγωνισμών. Αποτελούν μέρος της προσπάθειας για γενικότερη περικύκλωση της Ρωσίας από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και πεδίο αντίρροπων προσπαθειών από την πλευρά της πρώτης.
Ένα βασικό εργαλείο των επεμβάσεων και των ανταγωνισμών σε όλο τον κόσμο είναι η χρήση εθνικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών μειονοτήτων, για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεγάλων ή μικρότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και όχι βέβαια για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους. Αυτό γίνεται σήμερα στη Μέση Ανατολή, αυτό προωθήθηκε και προωθείται στα Δυτικά Βαλκάνια, που χαρακτηρίζονται από μεγάλη πολυμορφία.
Οι αστικοί κύκλοι της Ελλάδας, κυρίως οι εθνικιστικοί, επικαλούνται την υποδαύλιση των μειονοτικών ζητημάτων από τις ΗΠΑ στη χώρα μας και, στη βάση αυτή, μεγαλοποιούν κινδύνους διαμελισμού: η εδαφική ακεραιότητα της χώρας «κινδυνεύει», από την Τουρκία, αλλά και από μικρότερες χώρες, όπως η Αλβανία ή η πΓΔ Μακεδονίας.
Στο όνομα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής για τις μειονότητες, η ελληνική αστική τάξη οικοδομεί ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες με τμήματα εργαζομένων αλλά και με τμήματα της Αριστεράς.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί από το εργατικό και λαϊκό κίνημα, από τη μαχόμενη και επαναστατική Αριστερά, η επικίνδυνη πολιτική εθνοτικής και θρησκευτικής διαίρεσης και διάσπασης των εργατών, των εργαζομένων και των λαών, που οδηγεί μέχρι την ιμπεριαλιστική επαναχάραξη συνόρων, μέχρι και πολέμους με τη φρίκη που τους συνοδεύει; Πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι «αξιώσεις» των αστικών τάξεων σε σχέση με τις μειονότητες;
Το πρώτο είναι η πλήρης ανεξαρτησία από τις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τους στρατιωτικούς και οικονομικοπολιτικούς συνασπισμούς τους. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, η ΕΕ και η Ρωσία, δεν έχουν καμία ειλικρινή πρόθεση να προασπίσουν τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Χρησιμοποιούν τα εθνικά προβλήματα οπορτουνιστικά, σαν σημαία ευκαιρίας που σήμερα τους κάνει και αύριο θα παρατήσουν. Χαρακτηριστική είναι η στάση των ΗΠΑ και της Ρωσίας απέναντι στον κουρδικό λαό: και οι δυο χρησιμοποίησαν τους Κούρδους στη Συρία, και οι δυο τους αφήνουν σήμερα στο έλεος της τουρκικής στρατιωτικής μηχανής. Γι’ αυτό, το πρώτο και κύριο αίτημα είναι η έξοδος όλων των Βαλκανίων από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η ανεξαρτησία και η μη ένταξη καμίας χώρας σε κανέναν ιμπεριαλιστικό συνασπισμό.
Το δεύτερο είναι η πλήρης ανεξαρτησία από την αστική πολιτική γενικά και ειδικά από την «εθνική» πλευρά της. Καμία αστική τάξη δεν έχει φιλολαϊκές και σταθερές αρχές: η ελληνική αστική τάξη θεωρεί αναφαίρετο δικαίωμά της να παρεμβαίνει για την προάσπιση την αναγνωρισμένης εθνικής ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία ή στην Κωνσταντινούπολη, αλλά θεωρεί «αλυτρωτισμό» την αντίστοιχη στάση της πΓΔ Μακεδονίας ή της Τουρκίας. Αντίστοιχα, η Τουρκία καταπιέζει και δεν αναγνωρίζει την κουρδική μειονότητα στην Τουρκία, αλλά απαιτεί την αναγνώριση τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Το τρίτο και κυριότερο, είναι μια ταξική, διεθνιστική πολιτική αναγνώρισης των μειονοτήτων και αγώνα για τα δικαιώματά τους, σε κάθε χώρα και ειδικά στην Ελλάδα, στη βάση της συγκεκριμένης γνώσης της ιστορίας. Κυρίως, στη βάση της αντίθεσης σε κάθε ιμπεριαλιστική και εθνικιστική αλλαγή συνόρων, στη βάση του σεβασμού στην εδαφική ακεραιότητα της κάθε χώρας. Στον βαθμό που δεν αναγνωρίζονται τα δικαιώματα των μειονοτήτων, στον βαθμό που καταπιέζονται, αυτές θα μετατρέπονται εύκολα σε υποχείρια της πολιτικής της αντίστοιχης αστικής τάξης, των πρακτόρων τους και των κάθε φορά σχεδιασμών των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια μικρή εθνική (της τάξης λίγων χιλιάδων), γλωσσική (κάπως μεγαλύτερη) και πολιτισμική σλαβομακεδονική μειονότητα, κυρίως σε περιοχές της Φλώρινας, της Καστοριάς, της Πέλλας, της Κοζάνης. Η αστική τάξη της Ελλάδας την αναγνώρισε μόνον ως γλωσσική μειονότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, αλλά γρήγορα άλλαξε πολιτική. Από τότε και ειδικά μετά τον εμφύλιο, δεν αναγνωρίζει καμία διάσταση αυτής της μειονότητας. Έτσι, βοηθά στην ανάπτυξη εθνικιστικών απόψεων στους κόλπους της, τη σπρώχνει να αναζητά στήριξη στους κρατικούς μηχανισμούς των Σκοπίων, στις ΗΠΑ, στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, ακόμη και στην Τουρκία, σήμερα, στη Ρωσία.
Μια πολιτική αναγνώρισης της ύπαρξης και απόδοσης των δικαιωμάτων της, δεν αποτελεί κίνδυνο διαίρεσης, αλλά δυνατότητα συναδέλφωσης. Θα βοηθήσει σε μια βαθύτερη φιλία μεταξύ των λαών των δυο χωρών και σε μεγαλύτερες δυνατότητες για μια διεθνιστική αλληλεγγύη στη βάση των ταξικών συμφερόντων. Αντίθετα, η πολιτική μη αναγνώρισης της μειονότητας και των δικαιωμάτων της εκ μέρους της ελληνικής Αριστεράς, βοηθά τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στο έργο της υποδαύλισης των εθνικών ανταγωνισμών. Δεν αποτελεί συνεπή αντιιμπεριαλιστική πολιτική. Βοηθά την αστική τάξη της πΓΔ Μακεδονίας να μετατρέπει τη μειονότητα σε υποχείριο των ιδιοτελών συμφερόντων της. Αλλά, πάνω από όλα, βοηθά την ελληνική αστική τάξη να διαδίδει το δικό της εθνικισμό και την επιθετική πολιτική της στα Βαλκάνια.