ΈΦΗ ΠΑΠΑΠΑΥΛΟΥ, ΕΛΕΝΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ
Αυτή είναι η τρίτη, μέσα στα τελευταία 20 χρόνια, κυβέρνηση συνεργασίας του δεξιού Λαϊκού Κόμματος με το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας στη συγκεκριμένη χώρα, η οποία άνοιξε τον δρόμο προς τον κυβερνητισμό για τους νοσταλγούς των νεοναζί και τους ρατσιστές. Η Αυστρία γίνεται, έτσι, η τέταρτη χώρα της Ευρώπης στην οποία επαναλαμβάνεται το ίδιο σενάριο.
Από το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης δεν λείπει το κομμάτι των αντιδραστικών εργασιακών αναδιαρθρώσεων
Ύστερα από δύο περίπου μήνες συζητήσεων, ο εντολοδόχος καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς, επικεφαλής του Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος (ÖVP), κατέληξε την περασμένη Παρασκευή σε κυβέρνηση συνεργασίας με το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας (FPÖ), το οποίο είχε αποσπάσει το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό του 26,9% στις εκλογές της 15ης Οκτωβρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το FPÖ είναι ένα κόμμα που ιδρύθηκε από πρώην ναζί μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και αναδείχθηκε ως η ισχυρότερη ακροδεξιά δύναμη της Ευρώπης στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Σίγουρα, η συμμαχία των δύο αυτών κομμάτων δεν μπορεί να προκαλεί εντύπωση, καθώς ιστορικά λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, έχοντας πλήρη σύμπνοια σε βασικές κατευθύνσεις της ακροδεξιάς, αντιμεταναστευτικής και αντεργατικής ατζέντας. Ωστόσο, η επάνοδος ακροδεξιών, εθνικιστικών κομμάτων στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής φαίνεται να αποτελεί ένα εξαιρετικά επικίνδυνο φαινόμενο, με ανοδική τάση σε μια σειρά από χώρες. Από την Αυστρία και την Ολλανδία μέχρι το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν στη Γαλλία και την Εναλλακτική για τη Γερμανία, τα κόμματα αυτά βγαίνουν εξαιρετικά ενισχυμένα και ακόμα κι αν δεν βρέθηκαν στις κυβερνητικές θέσεις που επεδίωκαν έχουν καταφέρει σε πολύ μεγάλο βαθμό να καθορίζουν συνολικά την πολιτική ατζέντα και αντιπαράθεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι πλέον, με το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, η Αυστρία γίνεται η τέταρτη χώρα της Ευρώπης μετά τη Δανία, τη Νορβηγία και τη Φινλανδία, που θα έχει στο κυβερνητικό της σχήμα ένα ακροδεξιό κόμμα – το οποίο απέσπασε, μάλιστα, νευραλγικά υπουργεία (Εξωτερικών, Εσωτερικών, Υποδομών, Άμυνας κα.), καθώς επίσης και τη θέση του αντικαγκελάριου για τον επικεφαλής του, Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε.
Αναμενόμενα, οι ηγέτες των όμορων κομμάτων της Ευρώπης μεταξύ των οποίων η γαλλίδα Λεπέν και ο ολλανδός Βίλντερς, έσπευσαν να πανηγυρίσουν, χαρακτηρίζοντας την είσοδο του FPÖ στο αυστριακό κυβερνητικό σχήμα ως ένα «ιστορικό γεγονός», που ανοίγει μία νέα σελίδα για ολόκληρη τη γηραιά Ήπειρο.
Είναι ακόμη χαρακτηριστικό, ότι οι αντι-ΕΕ θέσεις του FPÖ κατά την προηγούμενη περίοδο δεν στάθηκαν εμπόδιο για το σχηματισμό μίας κυβέρνησης με ξεκάθαρα φιλοευρωπαϊκή γραμμή. Αν και στο παρελθόν το εν λόγω κόμμα είχε ψηφίσει κατά της ένταξης της Αυστρίας στην ΕΕ, ενώ μετά το Brexit είχε προτείνει δημοψήφισμα για την αποχώρηση της χώρας από την Ένωση, εδώ και καιρό η ρητορική του κινούνταν σε διαφορετική κατεύθυνση, προετοιμάζοντας την είσοδο του στο κυβερνητικό σχήμα. Ο ξεκάθαρα φιλοευρωπαϊκός χαρακτήρας της νέας κυβέρνησης ήταν, εξάλλου, βασική απαίτηση από πλευράς της Κομισιόν, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη συμφωνία των δύο κομμάτων να μην τεθεί ζήτημα δημοψηφίσματος. Μάλιστα, ο Κουρτς υπογράμμισε στις δηλώσεις του ότι και τα δύο κόμματα έχουν πολλά να προσφέρουν για την εξέλιξη της Ευρώπης, ενώ διαχωριζόμενος από τις κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, αποσαφήνισε ότι «στην Αυστρία θα εφαρμόζεται το “100%” του ευρωπαϊκού δικαίου».
Σε πολύ μεγάλο βαθμό, η συμφωνία των δύο προσανατολίζεται στη εύρεση συμμάχων εντός ΕΕ για την επίτευξη μίας οριστικής διακοπής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Αντ’ αυτού προτείνεται ένα νέο ευρω-τουρκικό πρόγραμμα γειτονίας, έτσι ώστε να συνεχίσει η Τουρκία να παίζει το ρόλο του προστάτη των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης από πρόσφυγες και μετανάστες, αλλά παράλληλα να μην έχει τα πλήρη δικαιώματα ενός κράτους-μέλους, ώστε να αποφευχθεί ο «βίαιος εξισλαμισμός» της Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, η αντιμεταναστευτική πολιτική αποτελεί βασικό άξονα του προγράμματος της νέας κυβέρνησης όπου, μεταξύ άλλων, ξεκαθαρίζεται ότι όποιος υποβάλλει αίτηση ασύλου στην Αυστρία θα υποχρεούται να παραδώσει όλα τα μετρητά του χρήματα κατά την υποβολή της αίτησης, ώστε τα ποσά αυτά να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των δαπανών πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Επιπρόσθετα, οι αιτούντες άσυλο θα πρέπει να παραδίνουν στις αρχές και τα κινητά τους τηλέφωνα, ώστε να είναι εφικτή η διασαφήνιση της ταυτότητάς τους μέσω των δεδομένων τους (για παράδειγμα, στα κοινωνικά μέσα) , αλλά και για να μπορούν οι αρχές να επαληθεύουν το ταξίδι τους από τις εκάστοτε χώρες προέλευσης. Παράλληλα, στα πλαίσια των ρυθμίσεων για την ασφάλεια, έχει εξαγγελθεί η πρόσληψη 2.100 επιπλέον αστυνομικών μέσα στην επόμενη πενταετία. Οι δε ισλαμοφοβικές ρητορίες κυριαρχούν πλέον σε όλες τις κυβερνητικές δηλώσεις, που κάνουν λόγο ακόμη και για κλείσιμο των ισλαμικών νηπιαγωγείων και ιδιωτικών σχολείων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης τους με το νέο καθεστώς ελέγχου που θεσπίζεται.
Βέβαια, από το πρόγραμμα του νέου κυβερνητικού σχήματος δεν θα μπορούσε να λείπει και το κομμάτι των εργασιακών αναδιαρθρώσεων, με βασικούς κόμβους την αντιδραστική αλλαγή του εργατικού δίκαιου, προκειμένου να καταστεί η αυστριακή αγορά εργασίας ελκυστικότερη για τις επιχειρήσεις μέσα από τη διεύρυνση των ελαστικών και επισφαλών σχέσεων εργασίας.
Η αλλαγή είναι εμφανής. Πριν 18 περίπου χρόνια, η πρώτη συμμετοχή του FPÖ σε κυβέρνηση συνασπισμού στην Αυστρία με το ÖVP, υπό την ηγεσία του υμνητή του Χίτλερ Χάιντερ, είχε χαρακτηριστεί ως «συμφωνία με το διάβολο» και είχε μάλιστα αποτελέσει λόγο για την επιβολή κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σήμερα, οι Βρυξέλλες καλωσόρισαν τη νέα κυβέρνηση, ενώ ο πρόεδρος της Κομισιόν Γιούνκερ δεν παρέλειψε να τονίσει ότι συμφωνεί με το πρόγραμμά της και ότι θεωρεί προκατάληψη την όποια κριτική για τη συμμετοχή του FPÖ σε αυτήν.
Πριν 18 χρόνια, επίσης, οι τότε υπουργοί του FPÖ είχαν αναγκαστεί να χρησιμοποιήσουν υπόγεια σήραγγα κατά τη μετάβασή τους από την καγκελαρία στο γραφείο του προέδρου όπου θα ορκίζονταν, για να αποφύγουν την λαϊκή οργή. Σήμερα, η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε και πάλι υπό το φόντο διαδηλώσεων (όχι εξίσου μαζικών και βίαιων), όμως η στροφή ενός σημαντικού κοινωνικού δυναμικού και ειδικά της νεολαίας στον ακροδεξιό κυνισμό διεθνώς κάνει σαφές ότι απαιτούνται βαθύτερες τομές, ανοίγοντας μία στρατηγική πρόκληση για την Αριστερά σε ολόκληρη την Ευρώπη.