Μια τριαντακονταπεντατία μετά την πρώτη ταινία, το Blade Runner 2049 βρίσκεται στις αίθουσες τυγχάνοντας θετικής υποδοχής τόσο από το κοινό όσο και από τους κριτικούς — στην Ελλάδα παίζεται ήδη από τις 5 Οκτώβρη.
της Ισμήνης Στέλιου
Έχοντας καταφέρει να ξεπεράσει μόλις κατά μερικές δεκάδες εκατομμύρια δολάρια το κόστος παραγωγής των 150 εκ. δολαρίων, και ενώ βρίσκεται στην Τρίτη εβδομάδα προβολής, είναι σίγουρο πλέον ότι αποτελεί εισπρακτική αποτυχία, όπως άλλωστε και το ορίτζιναλ Blade Runner. Ωστόσο, η εμβληματικότητα του δημιουργήματος του 1982 του Ridley Scott δεν έγκειται στη συνεισφορά του στα ταμεία της εταιρείας παραγωγής αλλά στην επιρροή που άσκησε τόσο στο φανατικό κοινό το οποίο δημιούργησε η ταινία όσο και στο ίδιο το μέσο του κινηματογράφου. Συγκεκριμένα, στην επιστημονική φαντασία, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία ενός ολόκληρου καλλιτεχνικού στυλ, ενός υπο-είδους, γνωστού ως Cyberpunk. Το Blade Runner (1982) είναι μια νουάρ γκανγκστερική ταινία που διαδραματίζεται στο μακρινό (για τότε) μέλλον του 2019, σε ένα Λος Άντζελες που είναι πλέον μια δυστοπία γεμάτη νέον φώτα. Με μια πλοκή που, στην ουσία, δεν προχωρά πολύ περισσότερο από τη λιτή περιγραφή μετά τους τίτλους αρχής της ταινίας, προσφέρει τη δυνατότητα για θεματική διερεύνηση μιας σειράς προβληματισμών. Αυτή είναι και η ουσιαστική δύναμη της ταινίας, όχι η επιτυχής πρόβλεψη του δυστοπικού μέλλοντος της ανθρωπότητας –άλλωστε 35 χρόνια μετά ακόμα δεν κυκλοφορούμε με ιπτάμενα αυτοκίνητα– αλλά η πραγμάτευση ζητημάτων, φόβων και συναισθηματικών καταστάσεων βαθιά ανθρώπινων, μέσω μιας ιστορίας για εξεγερμένα ανθρωποειδή ρομπότ, τα replicants.
Η νέα ταινία μοιάζει να αντιλαμβάνεται όλα αυτά τα στοιχεία αλλά να μην μπορεί να τα συνενώσει με έναν αυτοτελή και δικό της τρόπο. Σίγουρα όμως προσπαθεί με αξιόλογα, έως ένα βαθμό, αποτελέσματα.
Ο Denis Villeneuve ανέλαβε να σκηνοθετήσει το Blade Runner 2049 με τη συμβολή του σεναριογράφου του ορίτζιναλ Hampton Fancher και του Ridley Scott στην παραγωγή. Η ταινία αποτελεί συνέχεια όχι μόνο του φανταστικού κόσμου του Blade Runner –που στηρίζεται στο μυθιστόρημα του Philip K Dick Το ηλεκτρικό πρόβατο– αλλά και της ιστορίας της πρώτης ταινίας. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πλοκή να ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στην παρουσίαση των νέων χαρακτήρων και τη διερεύνηση νέων θεματικών –πολύ σημαντική είναι για τον σκηνοθέτη η απεικόνιση της κλιματικής αλλαγής όπως έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του– και στη σύνδεση με την πλοκή της παλαιότερης ταινίας και την τύχη των πρωταγωνιστών της. Πάνω σε αυτή την ισορροπία θυσιάζονται και οι ανατροπές που δεν έχουν προοικονομηθεί αρκετά στη διάρκεια της ταινίας ώστε να έχουν σοβαρό αντίκτυπο. Αν και η ταινία είναι τεχνικά άρτια, με εξαιρετική φωτογραφία και γεμάτη επιβλητικά πλάνα, οι συσχετισμοί για τη ζωή στον αστικό χώρο της φουτουριστικής καπιταλιστικής μητρόπολης σε έναν πλανήτη τον οποίο όσοι έχουν τη δυνατότητα τον έχουν ήδη εγκαταλείψει, υπάρχουν στην ταινία επειδή έχουν ήδη εγκαθιδρυθεί από το ορίτζιναλ. Αυτό επιτρέπει να γίνονται μόνο φευγαλέες αναφορές, η κατανόηση των οποίων βασίζεται στο ευρύτερο πλαίσιο του κόσμου του Blade Runner, που βρίσκεται εκτός του sequel.
O Villeneuve, μας έδωσε με το περσινό Arrival(2016) μία από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας των τελευταίων χρόνων, με φοβερούς συμβολισμούς, εικονογραφία και τροφή για σκέψη και προβληματισμό. Ίσως το μέγεθος του εγχειρήματος ενός νέου Blade Runner και οι προσδοκίες που έρχονται μαζί με αυτό να μην του επέτρεψαν να κάνει το ίδιο. Το 2049 δεν είναι σε καμία περίπτωση μία κακή ταινία, είναι όμως αμφίβολο αν μέσα στην εμμονή του Χόλυγουντ με τα remakes, τα sequels και τα reboots, έχει κάτι καινούριο να πει.